ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ - ΑΓΚΥΡΑ - ΒΕΡΟΛΙΝΟ.--
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε «πολύ λυπηρά» τα όσα κάνει η Τουρκία στην υπόθεση του Αμερικανού πάστορα Μπράνσον (που συνεχίζει να κρατείται, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για «τρομοκρατία» και «κατασκοπεία» σε βάρος του τουρκικού κράτους), συμπληρώνοντας ότι οι Τούρκοι «κάνουν ένα φρικτό λάθος» αλλά και ότι «δεν θα υπάρξουν παραχωρήσεις» απέναντι στην Αγκυρα, στέλνοντας μηνύματα συνολικά για τις διμερείς σχέσεις.
Από την άλλη πλευρά, ο Τραμπ εξέφρασε τη συμπάθειά του για την Τουρκία και είπε ότι «μέχρι τώρα είχα πολύ καλή σχέση, όπως γνωρίζετε, με τον Πρόεδρο (σ.σ. Ρ. Τ. Ερντογάν). Τα πηγαίναμε πολύ καλά», αλλά «αυτό δεν μπορεί να είναι μονόδρομος. Δεν είναι πλέον μονόδρομος για τις ΗΠΑ».
Ενδεικτικές της κρίσιμης φάσης που περνούν οι αμερικανο- τουρκικές σχέσεις είναι και οι επισημάνσεις του Τούρκου ΥΠΕΞ, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο οποίος με άρθρο του στην αμερικανική εφημερίδα «USA Today» σημείωσε πως «οι οικονομικές κυρώσεις που η κυβέρνηση Τραμπ επιβάλλει στην Τουρκία διαταράσσουν κάθε ατμόσφαιρα συνεργασίας - ενώ οι παγκόσμιες απειλές απαιτούν να δυναμώσουμε τους μεταξύ μας δεσμούς, όχι το αντίθετο».
Στο μεταξύ, η ανησυχία για την πορεία της τουρκικής οικονομίας αναζωπυρώνει συζητήσεις και διεργασίες σε διάφορα αστικά επιτελεία, σε σχέση και με το μέλλον των σχέσεων της Τουρκίας με άλλες δυνάμεις.
Στο Βερολίνο, ο εκπρόσωπος της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ, Στέφεν Ζάιμπερτ, δήλωσε χτες ότι «το ζήτημα γερμανικής παροχής βοήθειας στην Τουρκία δεν βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στην ημερήσια διάταξη της κυβέρνησης», σχολιάζοντας δηλώσεις της επικεφαλής του συγκυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) Αντρέα Νάλες ότι «μπορεί να φτάσουμε στην κατάσταση στην οποία η Γερμανία να πρέπει να βοηθήσει την Τουρκία - ανεξαρτήτως των πολιτικών διαφορών με τον Πρόεδρο Ερντογάν». Η Νάλες είπε ακόμα ότι «η Τουρκία είναι εταίρος στο ΝΑΤΟ, κάτι που δεν μπορεί να μας είναι αδιάφορο». Ο Ζάιμπερτ, από την άλλη, είπε ότι «είναι θέμα της Τουρκίας να αποφασίσει αν θέλει να ζητήσει βοήθεια από το ΔΝΤ», αλλά και ότι «πάντα εκφράζουμε το ενδιαφέρον μας για καλές σχέσεις με την Τουρκία».
Παρέμβαση έκανε και ο Γερμανός πρώην ΥΠΕΞ Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, που σύμφωνα με τη γαλλική «Φιγκαρό» εκτίμησε ότι «για το δικό μας συμφέρον, πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να κρατήσουμε την Τουρκία στη Δύση». Θυμίζουμε ότι η Γερμανία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Τουρκία.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, χτες επανήλθε στην επικαιρότητα η πορεία υλοποίησης της συμφωνίας Ρωσίας - Τουρκίας για την πώληση αντιπυραυλικών συστημάτων «S-400». Ρωσικά ΜΜΕ μετέδωσαν δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας «Rosoboronexport», Αλεξάντερ Μικέεφ, σύμφωνα με τις οποίες «μέσα στο 2019 θα ξεκινήσει η εκτέλεση του συμβολαίου».
Copyright 2018 The Associated |
Ο Βρετανός υπουργός για το Brexit με τον διαπραγματευτή της ΕΕ στις Βρυξέλλες |
Την όξυνση της αντιπαράθεσης κυρίως με τη Ρωσία ανέδειξε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Τζέρεμι Χαντ, με ομιλία του στο «Ιδρυμα Ειρήνης ΗΠΑ» (United States Institute on Peace) στην Ουάσιγκτον.
Ο Τζ. Χαντ επιχείρησε επίσης να αναδείξει τις δυνατότητες του Ηνωμένου Βασιλείου σε ρόλο «παράγοντα» για την «εξομάλυνση» των εντάσεων που καταγράφονται εδώ και μήνες στις σχέσεις ΗΠΑ - ΕΕ ή ανάμεσα στις ΗΠΑ και άλλες χώρες - μέλη του ΝΑΤΟ, καλώντας την ΕΕ να σταθεί στο πλευρό των ΗΠΑ και να επιβάλει και άλλες κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας. Χαρακτήρισε δίκαιες τις πιέσεις του Προέδρου των ΗΠΑ έναντι άλλων χωρών του ΝΑΤΟ για αύξηση των «αμυντικών δαπανών» αναφέροντας ως παράδειγμα την περίπτωση της χώρας του και τα αυξημένα κονδύλια που δίνει σε πολεμικά μονοπώλια...
Διαπίστωσε σειρά «προκλήσεων» για τη διεθνή τάξη πραγμάτων κατηγορώντας ανοιχτά τη «ρωσική εξωτερική πολιτική και την κυβέρνηση του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν» για «κακόβουλη και επιθετική συμπεριφορά» σε Γεωργία, Ουκρανία, Συρία και την περίπτωση δηλητηρίασης του Ρώσου πρώην διπλού πράκτορα Σ. Σκριπάλ τον περασμένο Μάρτη στην Αγγλία. Αναγνώρισε έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια σε διάφορες χώρες για επεμβάσεις και πολιτικές, όπως π.χ. αυτές που έγιναν στο Ιράκ (μετά την ιμπεριαλιστική επέμβαση του 2003 που στήριξε σθεναρά και η τότε κυβέρνηση του Βρετανού «Εργατικού» πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ), λέγοντας ότι δεν φταίνε μόνο τα κοινωνικά δίκτυα για την έκφραση τέτοιων καταστάσεων.
Αναφερόμενος στο σκληρό παζάρι Ηνωμένου Βασιλείου - ΕΕ με στόχο την αποχώρηση του πρώτου (Brexit) είπε πως εάν αυτό γίνει δίχως συμφωνία για τις μελλοντικές σχέσεις των δύο πλευρών τότε «μία χαοτική έξοδος θα προκαλέσει ζημιές» που θα χρειαστεί τουλάχιστον μία γενιά για να διορθωθούν.
Ως «πρόκληση» αντιμετώπισε την εκλογή εθνικιστικών κυβερνήσεων ή κυβερνήσεων που αντιτίθενται στην παγκοσμιοποίηση σε διάφορες χώρες αλλά και τη «διατάραξη» της σημερινής «ισορροπίας δυνάμεων Ανατολής - Δύσης» που θα επέλθει τις επόμενες δεκαετίες από αλλαγές στο στερέωμα της διεθνούς οικονομίας με βάση προβλέψεις που αναφέρουν ότι έως το 2030 η Κίνα θα έχει γίνει πρώτη παγκόσμια οικονομική δύναμη.
Χτες επίσης μετέβη στις Βρυξέλλες ο Βρετανός υπουργός για το Brexit, Ντόμινικ Ράαμπ, και συναντήθηκε με τον επικεφαλής των διαπραγματευτών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μισέλ Μπαρνιέ, ζητώντας να καταλήξουν «σε αποτελεσματικές λύσεις» έως τον Οκτώβρη. Ο Μπαρνιέ, από την πλευρά του, έκρινε ότι οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται στο «τελευταίο στάδιο» διαβεβαιώνοντας ότι καταβάλλονται προσπάθειες για «αποτέλεσμα». Τόνισε επίσης ότι η ΕΕ δεν μπορεί να αλλάξει τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η «ενιαία αγορά» μεταξύ άλλων και διότι δεν είναι αυτή που αποχωρεί από μία ένωση αλλά το Ηνωμένο Βασίλειο.
ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ.--
Οι ενδοαστικές κόντρες στις ΗΠΑ εκφράζονται με κάθε αφορμή, ενόψει και των ενδιάμεσων βουλευτικών εκλογών του Νοέμβρη. Χτες, για παράδειγμα, ο Πρόεδρος Ντ. Τραμπ εξέφρασε ανοιχτά τη δυσφορία του στην απόφαση του επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (FED), Τζερόμ Πάουελ, για νέα αύξηση επιτοκίων. Μιλώντας στο πρακτορείο «Ρόιτερς» είπε ότι περίμενε «περισσότερες διευκολύνσεις» στην κυβέρνησή του. Επέκρινε επίσης Κίνα και ΕΕ ότι «χειραγωγούν τα νομίσματά τους», φέρνοντας ως απόδειξη τη μείωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του κινεζικού γουάν και του ευρώ μετά την πρόσφατη επιβολή αμερικανικών δασμών σε εισαγόμενα προϊόντα, και προέβλεψε ότι δεν θα υπάρξει άμεσα «πρόοδος» στον σινο-αμερικανικό διάλογο.
Σχετικά με τις έρευνες του δικαστή Ρ. Μιούλερ για πιθανή ανάμειξη της Ρωσίας στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016, ο Τραμπ υποστήριξε ότι μπορεί να του στήσουν παγίδα και να τον παραπέμψουν σε δίκη για ψευδορκία.
Για το ενδεχόμενο άρσης των κυρώσεων κατά της Ρωσίας (επιβλήθηκαν το 2014 μετά την ενσωμάτωση της Κριμαίας), ο Τραμπ είπε ότι θα μπορούσε να εξεταστεί αν οι δύο χώρες αναλάμβαναν «κοινές πρωτοβουλίες σε διάφορα μέτωπα», όπως σε «Συρία και Ουκρανία».
Παράλληλα, η όξυνση των γεωπολιτικών αντιθέσεων ΗΠΑ - Ρωσίας αντικατοπτρίστηκε χτες και με την ανακοίνωση του αμερικανικού κολοσσού της πληροφορικής «Microsoft» ότι σταμάτησε «νέες απόπειρες» Ρώσων χάκερς σε ιστοσελίδες δύο πολιτικών ιδρυμάτων που απευθύνονται στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, και εξέφρασε ανησυχία για ανάμειξη και στις επικείμενες ενδιάμεσες εκλογές το Νοέμβρη. Στους ισχυρισμούς της «Microsoft» απάντησε ο εκπρόσωπος του Ρώσου Προέδρου, Ντμίτρι Πεσκόφ, που είπε ότι «δεν γνωρίζουμε για ποιους χάκερ μιλούν... Και δεν δίνεται καμιά πληροφορία». Επίσης, Ρώσος διπλωμάτης που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, μέσω του πρακτορείου «Interfax» κατηγόρησε τη «Microsoft» για «πολιτικά παιχνίδια».
ΔΑΜΑΣΚΟΣ.--
Η στρατιωτική ήττα ένοπλων τζιχαντιστών και άλλων αντικαθεστωτικών στις περισσότερες περιοχές της Συρίας αναγκάζει δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να αναπροσαρμοστούν μπροστά στα νέα δεδομένα. Μετά τις ΗΠΑ, που ανακοίνωσαν πως δεν θα διαθέσουν 250 εκατ. δολάρια σε οργανώσεις αντικαθεστωτικών, χτες ακολούθησε και η Βρετανία. Το πρακτορείο «Ρόιτερς», επικαλούμενο αξιωματούχους από το βρετανικό υπουργείο Ανάπτυξης, μετέδωσε πως αποφασίστηκε ο τερματισμός της χρηματοδότησης και «βοήθειας» στους ενόπλους της λεγόμενης «Ελεύθερης Συριακής Αστυνομίας» που δρουν κυρίως στην επαρχία Ιντλίμπ (όπου έχουν καταφύγει οι περισσότεροι τζιχαντιστές).
Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα «Guardian» η κυβέρνηση ξόδεψε για τα λεγόμενα «ανθρωπιστικά προγράμματα» στη Συρία 152 εκατομμύρια στερλίνες μόνο για τη διετία 2017-18 και ότι το 1/3 των χρημάτων πήγαινε στο Ιντλίμπ.
Η εξέλιξη σημειώνεται ένα 24ωρο πριν από την προγραμματισμένη για σήμερα συνάντηση των Προέδρων Ρωσίας και Φινλανδίας στο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας, στο πλαίσιο της οποίας θα εξεταστούν, μεταξύ άλλων, οι τελευταίες εξελίξεις στη Συρία.
ΤΕΧΕΡΑΝΗ - ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ.--
Τη γεωπολιτική και στρατιωτική ισχύ του Ιράν επικαλέστηκε ο Πρόεδρος Χασάν Ροχανί, δηλώνοντας ότι οι ΗΠΑ «δεν τολμούν να επιτεθούν στο Ιράν» γιατί γνωρίζουν ότι θα καταβάλουν μεγάλο τίμημα. Αυτό σημείωσε στη χτεσινή «Εθνική Ημέρα Αμυντικής Βιομηχανίας» και κάλεσε το λαό να είναι ετοιμοπόλεμος «ενάντια σε όσους θέλουν να πάρουν τα εδάφη μας και τους πόρους μας». Επίσης χτες, παρουσιάστηκε το ιρανικό μαχητικό με την ονομασία «Kowsar».
Το ίδιο 24ωρο, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είπε πως δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να συναντηθεί με τον Ιρανό ομόλογό του για να συζητήσει το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, μολονότι πριν από λίγες βδομάδες είχε εμφανιστεί πρόθυμος, και σημείωσε ότι δεν έχει γίνει σχετική κίνηση από την αμερικανική πλευρά προς την Τεχεράνη.
Προηγήθηκε η ανακοίνωση της σύλληψης δύο Ιρανών 59 και 38 ετών στις ΗΠΑ, στις 9 Αυγούστου, οι οποίοι κατηγορούνται ότι ήταν μη δηλωμένοι πράκτορες της ιρανικής κυβέρνησης. Φέρεται ότι παρακολουθούσαν ιδρύματα της εβραϊκής κοινότητας και ότι επιχείρησαν να παρεισφρήσουν στην οργάνωση Ιρανών αντικαθεστωτικών εξτρεμιστών που στηρίζεται από τη CIA, «Μουτζαχεντίν ε Χαλκ».
Σε μια παράλληλη εξέλιξη, Κινέζοι αξιωματούχοι ανακοίνωσαν χτες ότι ότι θα αυξήσουν την εισαγωγή ιρανικού πετρελαίου καθώς και τη συμμετοχή σε εξορύξεις, μετά την αποχώρηση εταιρειών όπως η γαλλική «Τοtal», που θέλει να αποφύγει τις αμερικανικές κυρώσεις.