Εντονες αντιδράσεις της Αγκυρας, ενώ στρώνεται το έδαφος για κλιμάκωση των παζαριών τους επόμενους μήνες
Η ΑΟΖ της Κύπρου και τα ενδεχόμενα κοιτάσματα υδρογονανθράκων ελκύουν μεγάλους ενεργειακούς κολοσσούς |
Το κλιμακούμενο ενδιαφέρον ενεργειακών κολοσσών για τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο φανερώνουν οι νέες γεωτρήσεις που ξεκίνησε στην κυπριακή ΑΟΖ το γεωτρύπανο «Saipem 12.000», την περασμένη Κυριακή, για λογαριασμό της κοινοπραξίας που έχουν συστήσει ο γαλλικός όμιλος «Total» και ο ιταλικός ENI.
Οι νέες έρευνες προχωρούν ενώ αντίστοιχα σχέδια για την ευρύτερη περιοχή αναπτύσσουν πολλές πλευρές, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, που εδώ και καιρό έχει εξαγγείλει ότι θα στείλει ειδικά εξοπλισμένα πλοία για σεισμογραφικές και άλλες ερευνητικές δραστηριότητες. Μάλιστα, έχει εκδώσει παράνομα και Navtex, «δεσμεύοντας» τμήματα της κυπριακής ΑΟΖ.
Ενδεικτική ήταν η ανακοίνωση που εξέδωσε το τουρκικό ΥΠΕΞ, μιλώντας για «δικαιολογημένες ανησυχίες και οργή της τουρκοκυπριακής πλευράς» και τονίζοντας: «Η Τουρκία, που από την αρχή προειδοποίησε με τον αναγκαίο τρόπο για τα ανεύθυνα βήματα της ελληνοκυπριακής διοίκησης, μένει δεσμευμένη στην προστασία των δικών της δικαιωμάτων και συμφερόντων στην υφαλοκρηπίδα και στη συνέχιση της υποστήριξης της τουρκοκυπριακής πλευράς». Τονίζει δε ότι «σε αυτό το πλαίσιο, έχουν γίνει οι απαραίτητες προετοιμασίες για διάφορες ερευνητικές δραστηριότητες στην Ανατολική Μεσόγειο, σε περιοχές για τις οποίες έχουν εκδοθεί άδειες (σ.σ. και από το ψευδοκράτος), στη βάση των νόμιμων δικαιωμάτων του τουρκοκυπριακού λαού στους φυσικούς πόρους γύρω από τη Νήσο». Αντίστοιχη προκλητική ανακοίνωση εξέδωσε και το «υπουργείο Εξωτερικών» στα Κατεχόμενα, μιλώντας για «μονομερή βήματα που παίρνει η ελληνοκυπριακή πλευρά» αλλά και υπενθυμίζοντας ότι όλες οι σχετικές δραστηριότητες πρέπει να αναβληθούν «μέχρι να βρεθεί μια δίκαιη και βιώσιμη διευθέτηση αμοιβαίας αποδοχής για το Κυπριακό, αλλιώς (θα πρέπει) τέτοιες δραστηριότητες να προχωρήσουν σε ένα πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών». Συμπληρώνει δε ότι σε «στενή διαβούλευση με την εγγυήτρια Τουρκία» θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα, υπογραμμίζοντας ότι «αυτή η νοοτροπία της ελληνοκυπριακής πλευράς που δεν αλλάζει μας έδειξε ξανά ότι δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί λύση στο νησί στη βάση της πολιτικής ισότητας και γι' αυτό η διαπραγμάτευση μιας λύσης με δύο κράτη πρέπει να έρθει στο τραπέζι ως ενδεχόμενο».
Ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, σε ερώτημα που δέχτηκε ενόψει των επίσημων επαφών που ξεκινά σήμερα στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας, έθεσε στο επίκεντρο το θέμα της Ενέργειας. Λέγοντας ότι ο φυσικός πλούτος της Κύπρου ανήκει σε όλους τους νόμιμους κατοίκους της Κυπριακής Δημοκρατίας, σχολίασε - σύμφωνα με ελληνοκυπριακά ΜΜΕ - ότι «οι όποιες απειλές δεν έχουν θέση και δεν είναι προς όφελος του συνόλου του κυπριακού λαού. Θέλω να ελπίζω ότι η Τουρκία θα κατανοήσει ότι οι ερευνητικές γεωτρήσεις που γίνονται αφορούν το μέλλον της Κύπρου, το μέλλον των κατοίκων, του συνόλου του κυπριακού λαού, και συνεπώς δεν έχουν θέση οι αμφισβητήσεις, γιατί θέλουν (σ.σ. οι Τούρκοι) να θεωρούν ανύπαρκτη την Κυπριακή Δημοκρατία ή υπαρκτή την "Τουρκοκυπριακή Δημοκρατία"». Συνέχισε λέγοντας ότι αν οι Τούρκοι επιλέγουν να προστατεύσουν τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων σε μια ξεχωριστή, ανεξάρτητη οντότητα, «τότε θα πρέπει να περιοριστούν εις όσα αναλογούν στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της εν λόγω παρανόμου οντότητας».
Τέλος, ενδεικτικές ήταν και οι επισημάνσεις του Ελληνα ΥΠΕΞ Νίκου Κοτζιά, χτες στον ρ/σ «Real», όπου εξέφρασε «μεγάλη χαρά» επειδή «ο ΟΗΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία και ασφαλώς η κυπριακή κυβέρνηση, με την οποία συμπορευόμαστε, πιστεύουν και θέλουν να υπάρξουν συζητήσεις στο κύριο αντικείμενο που δεν έχει συζητηθεί επαρκώς σε βάθος, που αφορά τις εγγυήσεις και την αποχώρηση του κατοχικού στρατού από την Κύπρο». Επανέλαβε δε ότι για να υπάρξει επιτυχία σε πιθανές νέες διαπραγματεύσεις, «θέλουμε μια Διάσκεψη καλά προετοιμασμένη».
ΠΙΟΝΓΙΑΝΓΚ - ΣΕΟΥΛ - ΠΕΚΙΝΟ.--
Ο υπουργός Ενοποίησης της Νότιας Κορέας Τσο Μιούνγκ-γκιόν διατύπωσε χτες πρόταση της κυβέρνησής του προς την κυβέρνηση της Βόρειας Κορέας για τη διεξαγωγή υψηλόβαθμων διμερών συνομιλιών, με θέμα την ενδεχόμενη συμμετοχή της Πιονγιάνγκ στους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, που θα γίνουν στη νοτιοκορεατική πόλη Πιονγκτσανγκ, τον επόμενο Φλεβάρη. Μάλιστα, ο Τσο πρότεινε συγκεκριμένα την 9η Γενάρη ως ημερομηνία για μια συνάντηση Βορρά - Νότου, προσθέτοντας ότι η Σεούλ είναι διαθέσιμη να συζητήσει άλλες πλευρές μιας τέτοιας συνάντησης αλλά και αναφέροντας πως «ελπίζουμε ότι ένας πιθανός διάλογος θα συμβάλλει στην αποκατάσταση των διμερών δεσμών στο μέλλον».
Η πρόταση της Σεούλ έγινε μετά το ενδιαφέρον που εξέφρασε η Βόρεια Κορέα για το ενδεχόμενο να πάρει μέρος στους Αγώνες, όπως φάνηκε και στο μήνυμα του ηγέτη της χώρας Κιμ Γιονγκ Ουν για τη νέα χρονιά. Συγκεκριμένα, ο Ουν υποστήριξε ότι στην Κορεατική Χερσόνησο «δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αποφύγουμε ένα ολοκαύτωμα πυρηνικού πολέμου που επιβάλλουν δυνάμεις από το εξωτερικό, να αφεθούμε μόνοι μας να πετύχουμε την εθνική επανένωση, εκτός αν τερματίσουμε αυτήν την αφύσικη κατάσταση», υποστηρίζοντας ότι η σημερινή κατάσταση «απαιτεί ότι τώρα βορράς και νότος θα βελτιώσουν τις σχέσεις τους και θα πάρουν αποφασιστικά μέτρα για να πετύχουν ένα ρήγμα για την ανεξάρτητη επανένωση χωρίς εμμονές από τις περασμένες μέρες». Ο Βορειοκορεάτης ηγέτης μεταξύ άλλων αναφέρθηκε και σε «κατάρρευση» του «συντηρητικού «καθεστώτος» στη νότια Κορέα (σ.σ. μετά τις τελευταίες εκλογές, τη φιλελεύθερη κυβέρνηση διαδέχτηκε νέο σχήμα, με κυρίαρχες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις), προσθέτοντας ωστόσο ότι «τίποτα δεν άλλαξε στις σχέσεις βορρά και νότου».
Κατά τ' άλλα, ο Ουν υποστήριξε ότι η χώρα του «τελικά απέκτησε ένα ισχυρό και αξιόπιστο μέσο αποτροπής πολέμου που καμία δύναμη και τίποτα δεν μπορεί να ακυρώσει. Οι πυρηνικές δυνάμεις της χώρας είναι ικανές να αποτρέψουν και να αντιμετωπίσουν κάθε πυρηνική απειλή από τις ΗΠΑ και διαθέτουν ένα ισχυρό αποτρεπτικό μέσο που εμποδίζει την έναρξη ενός περιπετειώδους πολέμου. Οι ΗΠΑ δεν θα έπρεπε με κανέναν τρόπο να τολμήσουν να προκαλέσουν πόλεμο ενάντια σε μένα και τη χώρα μας. Το σύνολο της επικράτειάς τους βρίσκεται εντός του βεληνεκούς των πυρηνικών μας όπλων και το κουμπί για ένα πυρηνικό χτύπημα βρίσκεται στο γραφείο μου. Οι ΗΠΑ πρέπει να γνωρίζουν καθαρά ότι αυτό δεν είναι απειλή αλλά η πραγματικότητα».
Στην Κίνα, ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ Γκενγκ Σουάνγκ καλωσόρισε το ενδεχόμενο συνομιλιών μεταξύ των δύο χωρών.
Στην Ουάσιγκτον, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ σχολίασε για το ενδεχόμενο επαφών μεταξύ των δύο χωρών της Χερσονήσου ότι «οι κυρώσεις και "άλλες πιέσεις" αρχίζουν να έχουν μεγάλη επίπτωση στη Βόρεια Κορέα. Οι στρατιώτες δραπετεύουν επικίνδυνα προς τη Νότια Κορέα. Ο ειδικός στους πυραύλους (σ.σ. ο Βορειοκορεάτης ηγέτης) τώρα θέλει να συνομιλήσει με τη Νότια Κορέα για πρώτη φορά. Μπορεί να είναι καλά νέα, μπορεί όχι - θα δούμε!».
Να σημειώσουμε πάντως ότι η πιθανότητα συνομιλιών μεταξύ Σεούλ - Πιονγιάνγκ εμφανίζεται σε μία περίοδο που και η ρωσική κυβέρνηση προβάλλει με θέρμη την ετοιμότητά της να συμβάλλει ακόμα και ως διαμεσολαβητής στην επανέναρξη του διαλόγου.
ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ - ΙΣΛΑΜΑΜΠΑΝΤ.--
Στο προσκήνιο επανέρχεται η όξυνση των σχέσεων ΗΠΑ - Πακιστάν, με φόντο ευρύτερες διεργασίες σε Κεντρική και Νότια Ασία, περιοχές στις οποίες διεκδικεί ενεργότερο ρόλο και η Κίνα.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, με ανάρτησή του σε μέσα «κοινωνικής δικτύωσης», έκρινε σκόπιμο να σημειώσει ότι οι ΗΠΑ «βλακωδώς έδωσαν 33 δισ. δολάρια βοήθεια στο Πακιστάν τα τελευταία 15 χρόνια και εκείνοι δεν μας έδωσαν τίποτα σε αντάλλαγμα, παρά μόνο ψέματα και απάτη, θεωρώντας ότι οι ηγέτες μας είναι ηλίθιοι», ενώ πρόσθεσε ότι οι Πακιστανοί «παρέχουν καταφύγιο στους τρομοκράτες που καταδιώκουμε στο Αφγανιστάν, χωρίς ιδιαίτερη βοήθεια. Φτάνει πια». Αμερικανικά ΜΜΕ αναφέρουν ότι θα κοπεί η τρέχουσα στρατιωτική βοήθεια.
Οι επικρίσεις της Ουάσιγκτον προς το Ισλαμαμπάντ συνδέονται με μια ευρύτερη όξυνση ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, όπως φάνηκε και από τις σφοδρές αντιδράσεις των ΗΠΑ στα πρόσφατα εμπόδια που συνάντησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ η απόφασή τους να αναγνωρίσουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ.
Στο Ισλαμαμπάντ, το πακιστανικό υπουργείο Εξωτερικών εγκάλεσε τον Αμερικανό πρέσβη στη χώρα, ενώ ο υπουργός Αμυνας Χουράμ Νταστγκίρ-Χαν υποστήριξε πως η χώρα του «παρείχε δωρεάν πρόσβαση στις ΗΠΑ στον εναέριο και χερσαίο χώρο της, στρατιωτικές βάσεις και συνεργασία στον τομέα των πληροφοριών, που οδήγησε στον αποδεκατισμό της Αλ Κάιντα εδώ και 16 χρόνια, αλλά εκείνοι (σ.σ. οι Αμερικανοί) δεν μας έδωσαν τίποτα σε αντάλλαγμα, παρά μόνο ύβρεις και δυσπιστία». Επιπλέον, ο ΥΠΕΞ Καουάζα Ασιφ, αφού επέκρινε κι εκείνος τις κατηγορίες των ΗΠΑ, θεώρησε σκόπιμο να εξηγήσει ευρύτερα πως θα «αντιμετωπιστεί η τρομοκρατία» στην περιοχή και να επισημάνει ότι για την αντιμετώπιση της κατάστασης στο Αφγανιστάν μόνο οι γειτονικές χώρες μπορούν να βρουν μια ειρηνική λύση για την περιφερειακή ειρήνη και ασφάλεια.
Αλλωστε, οι «τριβές» στις σχέσεις ΗΠΑ - Πακιστάν διευρύνονται, ενώ την ίδια στιγμή αναπτύσσονται οι σχέσεις Κίνας - Πακιστάν. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική η πρώτη συνάντηση που είχαν οι ΥΠΕΞ Κίνας, Πακιστάν αλλά και Αφγανιστάν, πριν από μια βδομάδα, όπου και συμφώνησαν στην ενίσχυση της συνεργασίας τους σε όλα τα επίπεδα.