Σε αυτό το πλαίσιο, σε πλήρη εφαρμογή παραμένουν οι μνημονικοί φόροι και τα χαράτσια που θα συνεχίζουν να επιβάλλονται πάνω στα λαϊκά εισοδήματα και για το 2015, όπως για παράδειγμα είναι ο ΕΝΦΙΑ, το διαλυμένο αφορολόγητο μισθωτών και συνταξιούχων, τα τέλη της «αλληλεγγύης» και του «επιτηδεύματος», η φοροαφαίμαξη απέναντι στους αυτοαπασχολούμενους και τους αγρότες, η διάλυση της γκάμας με τις φοροελαφρύνσεις για τα λαϊκά νοικοκυριά.
Επιπλέον, τόσο η αντιλαϊκή συμφωνία της 20ής Φλεβάρη της συγκυβέρνησης σε επίπεδο Γιούρογκρουπ, όσο και η νέα συμφωνία με την πλευρά του ΟΟΣΑ σχετικά με τις «προτεινόμενες» διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συνθέτουν το πλαίσιο για το δυνάμωμα της φοροφαίμαξης του λαού. Σχετικά με τα άμεσα φορολογικά έσοδα, ο Γ. Βαρουφάκης τόνισε ότι το «βασικό εργαλείο της κυβέρνησης θα είναι το νομοσχέδιο για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές». Τις οποίες αδυνατούν να πληρώσουν τα φτωχά λαϊκά νοικοκυριά, οι άνεργοι κλπ. Μάλιστα, πρόσθεσε ότι «από τη μεταρρύθμιση στο ΦΠΑ και τα ληξιπρόθεσμα μπορούν να εισπραχθούν 6 - 8 δισ. ευρώ», ποσό το οποίο, σύμφωνα με τον ίδιο, θα είναι «υπεραρκετό» για επίτευξη «πρωτογενούς πλεονάσματος» στο 1% - 1,5% του ΑΕΠ για το 2015. Στην πραγματικότητα, η φοροφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων θα ενταθεί, καθώς η προβλεπόμενη καπιταλιστική ανάκαμψη για το τρέχον έτος ολοένα και ξεμακραίνει. Ειδική σημασία έχει και το γεγονός ότι η οποιαδήποτε αλλαγή σε κάποιο από τα επιμέρους αντιλαϊκά μέτρα της προηγούμενης φάσης, θα ισοδυναμεί με την εφαρμογή άλλου μέτρου ισοδύναμης απόδοσης. «Οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να απόσχουν από οποιαδήποτε κατάργηση των μέτρων και από μονομερείς αλλαγές στις πολιτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα επηρέαζαν αρνητικά τους δημοσιονομικούς στόχους, την οικονομική ανάκαμψη ή τη χρηματοοικονομική σταθερότητα», αναφέρεται χαρακτηριστικά στη συμφωνία - απόφαση του Γιούρογκρουπ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δρομολογεί την ίδρυση και λειτουργία δυο λεγόμενων «ανεξάρτητων αρχών» και συγκεκριμένα :
«Φορολογικό Συμβούλιο». Εργο του οποίου θα αποτελεί ο αποτελεσματικός έλεγχος των φορολογικών εσόδων, ο έγκαιρος εντοπισμός τυχόν αποκλίσεων από τους αντιλαϊκούς στόχους και οι έγκαιρες παρεμβάσεις προκειμένου να αποτραπούν οι αποκλίσεις. Στην ίδρυση «φορολογικού συμβουλίου» έχει αναφερθεί ο υπουργός Οικονομικών, Γ. Βαρουφάκης, ενώ η ίδρυση του νέου «θεσμού» αποτελεί και πρόταση από την πλευρά του ΔΝΤ.
«Δημοσιονομικό Συμβούλιο». Το συγκεκριμένο όργανο θα έχει ευρύτερο επιτελικό ρόλο, θα εντοπίζει έγκαιρα τυχόν δημοσιονομικές αποκλίσεις και «ανισορροπίες», ενεργοποιώντας τους «αυτόματους μηχανισμούς διόρθωσης», που σημαίνουν νέα μέτρα είτε ως προς το σκέλος μείωσης των κρατικών κονδυλίων είτε αύξησης των αντιλαϊκών φόρων ή συνδυασμό αυτών. Σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές, το «Συμβούλιο» θα συμβάλει στην εξάλειψη μιας «πιθανής τάσης για πρωτογενές έλλειμμα». Είναι φανερό, δηλαδή, πως ακόμη και η «υποψία» διαμόρφωσης «αρνητικής τάσης» σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα του κεφαλαίου, θα κινητοποιεί τα αντιλαϊκά ανακλαστικά.
Σε πρώτο πλάνο προβάλλουν οι «μεταρρυθμίσεις» στο σημερινό καθεστώς ΦΠΑ και η κατάργηση των κάθε είδους «εξαιρέσεων» στη φορολογική νομοθεσία, όπως ονομάζουν τις όποιες ελαφρύνσεις έχουν απομείνει για τμήματα του λαϊκού πληθυσμού.
Στη λίστα με τις μεταρρυθμίσεις, που συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ έχει υποβάλλει στους ιμπεριαλιστικούς Οργανισμούς (Κομισιόν, ΔΝΤ, ΕΚΤ), περιλαμβάνονται και τα παρακάτω :
Σε «δημόσια διαβούλευση» δόθηκε χτες το νομοσχέδιο για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς Εφορία και ασφαλιστικά ταμεία. Οι νέες ρυθμίσεις σε ό,τι αφορούν τα λαϊκά νοικοκυριά κινούνται ουσιαστικά στην ίδια γραμμή με αυτές που ήδη ισχύουν. Σε κάθε περίπτωση, η αρχική οφειλή καταβάλλεται στο ακέραιο, ενώ όσες περισσότερες οι δόσεις τόσο μεγαλύτερο το ποσοστό των προσαυξήσεων που πρέπει να πληρωθεί! Παράλληλα, προβλέπονται προκλητικά ευεργετήματα για τους μεγαλοοφειλέτες. Η ρύθμιση έχει οριζόντια εφαρμογή, ισχύει για οφειλέτες για οποιοδήποτε ποσό (ακόμη και πάνω από 1 εκατ. ευρώ που προβλέπεται σήμερα), ενώ τα ίδια ακριβώς κριτήρια ισχύουν για όλους, ανεξάρτητα από το ύψος του εισοδήματος και της περιουσίας...
Σήμερα στο 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει τα εξής θέματα:
-- Φορολογική πολιτική κυβέρνησης: Συνέχιση της φοροληστείας στο λαό, στο απυρόβλητο το μεγάλο κεφάλαιο.
-- Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας: Οι επιδιώξεις των ευρωενωσιακών μονοπωλίων και η αποτύπωσή τους στους στόχους και την πολιτική της ΕΕ για τις ΑΠΕ.
-- Ιαπωνία: Οι δυσκολίες ανάκαμψης της καπιταλιστικής ιαπωνικής οικονομίας αναδεικνύουν τα αδιέξοδα του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής που πάντα πληρώνουν τα εργατικά - λαϊκά στρώματα.
-- Αίγυπτος: Στο στόχαστρο του πολυεθνικού κεφαλαίου ο πλούτος και έργα υποδομών, με τα λαϊκά στρώματα να υφίστανται την ένταση της εκμετάλλευσης στο όνομα της ανάκαμψης των καπιταλιστικών κερδών. Τριήμερη επενδυτική συνάντηση στο θέρετρο Σαρμ ελ Σέικχ.
Eurokinissi |
Με αυτό το σκεπτικό, η αύξηση της συμμετοχής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στο συνολικό ενεργειακό μείγμα στην ΕΕ είναι ένας από τους βασικούς στόχους της ενότητας «Κλιματική Αλλαγή και Ενέργεια», στο πλαίσιο της «Στρατηγικής Ευρώπη 2020». Σύμφωνα με αυτήν, μέχρι το 2020 οι ΑΠΕ θα πρέπει να συμμετέχουν με ένα ποσοστό της τάξης του 20% (27% έως το 2030) στο σύνολο της ενεργειακής κατανάλωσης της ΕΕ, με το κάθε κράτος - μέλος της να έχει θέσει το δικό του «εθνικό στόχο».
Η ΕΕ επιθυμεί διακαώς να μειώσει την εισαγωγή ενέργειας για λόγους όχι μόνο οικονομικούς αλλά για λόγους μείωσης της ενεργειακής εξάρτησής της, καθώς, όπως επισημαίνεται σε σειρά επίσημων κειμένων των Βρυξελλών, σήμερα «εισάγει περισσότερο από το 50% της ενέργειας που καταναλώνει και αυτό την κάνει ευάλωτη στους προμηθευτές της, όπως είναι η Ρωσία». Ειδικότερα, η ΕΕ εισάγει το 53% της ενέργειας που καταναλώνει. Το 90% αυτών των εισαγωγών είναι αργό πετρέλαιο, το 66% φυσικό αέριο και το 42% στερεά καύσιμα. Το 2013 η δαπάνη για την εισαγωγή ενέργειας ήταν περίπου 400 δισεκατομμύρια ευρώ (περισσότερο από το 20% των συνολικών εισαγωγών). Ακόμη χειρότερα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από ένα μόνο προμηθευτή, τη Ρωσία, που την προμηθεύει με το ένα τρίτο του εισαγόμενου πετρελαίου, το 39% του φυσικού αερίου και το 26% των στερεών καυσίμων. Εξι κράτη - μέλη (Βουλγαρία, Εσθονία, Φινλανδία, Λετονία, Λιθουανία, Σλοβακία) εξαρτώνται από έναν και μοναδικό εξωτερικό προμηθευτή για όλες τις εισαγωγές αερίου.
Eurokinissi |
Αντίστοιχα, η Γαλλία το 48,1% των συνολικών εισαγωγών ενέργειας, το 97,9% των εισαγωγών αργού πετρελαίου, το 96,6% των εισαγωγών φυσικού αερίου και το 95,1% των στερεών καυσίμων.
Η Ιταλία καλύπτει με εισαγωγές το 80,8% της συνολικής της ενεργειακής κατανάλωσης, ποσοστό που για το αργό πετρέλαιο αντιστοιχεί στο 90,1%, το φυσικό αέριο στο 90,2% και τα στερεά καύσιμα στο 96,7%.
Τέλος, η Ελλάδα εισάγει το σύνολο σχεδόν του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που καταναλώνει, ωστόσο διαθέτει αυτάρκεια σχεδόν κατά 98% των ενεργειακών της αναγκών σε στερεά καύσιμα, καθώς διαθέτει μεγάλη εσωτερική παραγωγή λιγνίτη, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Στις 10 Οκτωβρίου του 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιοποίησε μελέτη σύμφωνα με την οποία η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές είναι οικονομικότερη από τη χρήση παραδοσιακών ενεργειακών πηγών, όπως ο γαιάνθρακας, το φυσικό αέριο ή η πυρηνική ενέργεια. Σύμφωνα με τη μελέτη, το συνολικό κόστος για την παραγωγή ενός μεγαβάτ από ανεμογεννήτριες στο έδαφος είναι 105 ευρώ, ενώ από ηλιακή ενέργεια, θαλάσσιες ανεμογεννήτριες και πυρηνική είναι 125 ευρώ, από φυσικό αέριο 164 ευρώ και από γαιάνθρακα 223 ευρώ. Για τον υπολογισμό του συνολικού κόστους, λαμβάνονται υπόψη το κόστος παραγωγής, η τιμολόγηση, οι επιδοτήσεις αλλά και το κόστος αντιμετώπισης των επιπτώσεων στο περιβάλλον, στη δημόσια υγεία και στην κλιματική αλλαγή.
Την περασμένη βδομάδα, η Eurostat έδωσε στη δημοσιότητα τα ποσοστά συμμετοχής των ΑΠΕ στο συνολικό ενεργειακό μείγμα κατανάλωσης στην ΕΕ, σύμφωνα με τα οποία σε σχέση με το 2004, την πρώτη χρονιά από την οποία διατηρούνται στοιχεία, η συμμετοχή των ΑΠΕ έχει σχεδόν διπλασιαστεί, καθώς από το 8,3% έφτασε στο 15% το 2013, με στόχο για το 2020 το 20%. Τα υψηλότερα ποσοστά παρουσιάζονται στη Σουηδία (52,1%), τη Λιθουανία (37,1%), τη Φινλανδία (36,8%) και την Αυστρία (32,6%) και τα χαμηλότερα στο Λουξεμβούργο (3,6%), τη Μάλτα (3,8%), την Ολλανδία (4,5%) και το Ην. Βασίλειο (5,1%). Το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα είναι 15%, όσο ακριβώς και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος, από 6,9% που ήταν το 2004. Βεβαίως, οι ΑΠΕ έχουν και ένα μειονέκτημα, η απόδοσή τους είναι μικρότερη από τις άλλες μορφές γι' αυτό και δεν μπορούν να σταθούν, δεν παρέχουν απόλυτη εγγύηση, ως αποκλειστικός τομέας παραγωγής ενέργειας. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι για να κερδοφορούν οι επιχειρηματικοί όμιλοι του τομέα, αυξάνονται συνεχώς τα τέλη για τις ΑΠΕ στους λογαριασμούς ρεύματος. Βεβαίως, η προπαγάνδα για την παραπέρα ανάπτυξη της εφαρμογής τους έχει σχέση και με τον ανταγωνισμό που ενισχύεται ανάμεσα στα μονοπώλια παραγωγής ενέργειας διαφορετικών μορφών.
Σε ό,τι αφορά το στόχο για χρήση του 10% της συνολικής παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ στις μεταφορές, ακόμη δεν έχει επιτευχθεί για τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών - μελών, με εξαίρεση τη Σουηδία, όπου ήδη βρίσκεται στο 16%. Πολύ κοντά βρίσκεται η Φινλανδία (9,9%) και η Αυστρία (7,5%), με την Ελλάδα να βρίσκεται στο 1,1%. Οταν μιλάμε για ΑΠΕ στις μεταφορές, αναφερόμαστε στη χρήση βιοκαυσίμων, προϊόν που μια σειρά ειδικών ερευνητών ανά τον κόσμο κάθε άλλο παρά φιλικό προς το περιβάλλον θεωρεί, καθώς, ανάμεσα σε άλλα αρνητικά χαρακτηριστικά που τους προσάπτουν, τα βιοκαύσιμα ενοχοποιούνται και για την απόσπαση τεράστιων εκτάσεων γης υψηλής παραγωγικότητας από την καλλιέργεια τροφίμων και απόδοσή τους στα ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων...
Υπολογίζεται ότι η λεγόμενη «πράσινη αγορά» στην ΕΕ απασχολεί 3,4 εκατομμύρια άτομα, αποτελεί το 2,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, με ετήσιο κύκλο εργασιών που ξεπερνά τα 300 δισ. ευρώ το χρόνο. Ειδικότερα, οι ΑΠΕ αποτελούν ένα σημαντικό τομέα της εν λόγω αγοράς, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία του «Bloomberg new energy finance», τα ποσά που επενδύονται παρουσιάζουν συνεχή αύξηση κάθε χρόνο, καθώς από τα 19,7 δισ. ευρώ, που επενδύθηκαν πανευρωπαϊκά το 2004, φτάσαμε στα 114, 8 δισ. ευρώ το 2011. Η καπιταλιστική κρίση μείωσε φυσικά τις επενδύσεις και σε αυτόν τον τομέα τα αμέσως επόμενα δύο χρόνια, καθώς το 2012 τα επενδυτικά κεφάλαια μειώθηκαν στα 86,4 δισ. και το 2013 στα 48,4 δισ. ευρώ.
Πάντως, οι σχετικές προβλέψεις αναφέρουν ότι τα επενδυτικά κεφάλαια που θα πέσουν στον τομέα τα επόμενα χρόνια θα σημειώσουν ραγδαία αύξηση, καθώς μετά την ήδη δυναμική παρουσία της Κίνας και η Ινδία προτίθεται να μπει δυναμικά στο σχετικό ανταγωνισμό. Στοιχεία από πρόσφατη έκθεση της «Ernst & Young» υπολογίζουν σε 310 δισ. δολάρια το σύνολο των νέων επενδύσεων στις ΑΠΕ παγκοσμίως, κατά 16% αυξημένα σε σχέση με το 2013 και σχεδόν όσα επενδύθηκαν το 2011 (318 δισ.).
Ειδικό ενδιαφέρον έχει η στάση των μονοπωλίων στον κλάδο της παραγωγής αυτοκινήτων, έναν από τους σημαντικούς της εγχώριας βιομηχανίας και με μεγάλο «βάρος» στις εξαγωγές της χώρας.
Ο πρόεδρος της Ιαπωνικής Ενωσης Κατασκευαστών Αυτοκινήτων (JAMA), Φουμιχίκο Ικε (που είναι και πρόεδρος της «Χόντα»), δήλωνε ότι «βλέπουμε τη διαρκή εξασθένιση των εγχώριων πωλήσεων νέων αυτοκινήτων που ήρθε μετά τη σπασμωδική κίνηση του Απρίλη (σ.σ. όταν ξεκίνησαν οι αυξήσεις των φόρων κατανάλωσης) με την αύξηση των φόρων».
Ο ίδιος συνέχισε λέγοντας ότι τα «Αμπενόμικς» «απέτυχαν να ενθαρρύνουν την κατανάλωση» σε μεγάλα βιομηχανικά προϊόντα, όπως τα αυτοκίνητα και σημείωνε: «Τα "Αμπενόμικς" δεν εμφανίζουν καθαρή έλξη σε όλη τη χώρα και ότι, αν και ως κλάδος της βιομηχανίας κερδίζουμε από ένα πιο αδύναμο γεν, έχουμε την αίσθηση μιας κρίσης από το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν πωλούνται αυτοκίνητα».
Τα σχόλια του Ικε θα έμοιαζαν ίσως αντιφατικά (από τη μία λέει ότι ο κλάδος κερδίζει, από την άλλη νιώθει την απειλή μιας κρίσης) αν δε λάβουμε υπόψιν ότι, όσο και αν οι εξαγωγές έχουν σημασία για τους καπιταλιστές, ποτέ δε χάνεται η σημασία του όγκου της παραγωγής στην ίδια τη χώρα όπου διατηρούν την έδρα του ομίλου τους, στοχεύοντας σε υψηλές πωλήσεις στην αντίστοιχη αγορά, επιδιώκοντας να κυριαρχήσουν στην εγχώρια «κόντρα» με τους ανταγωνιστές και μάλιστα τους εισαγωγείς από άλλα κράτη κτλ.
Επιπλέον, ούτε η διασφάλιση προτερήματος στις εξαγωγές είναι δεδομένη, λόγω αδύναμου γεν. Ο Ικε υπογράμμισε ότι η υποτίμηση των νομισμάτων σε αναδυόμενες αγορές είχε αναμφισβήτητο αντίκτυπο στην ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία (αφού οι εισαγωγές στις αντίστοιχες χώρες γίνονταν και εκεί ακριβότερες, με αποτέλεσμα τα προϊόντα των «ξένων» εταιρειών να χάνουν την ανταγωνιστικότητά τους). Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ρωσίας (μιας αγοράς από την οποία οι Ιάπωνες αυτοκινητοβιομήχανοι φαίνεται να έχουν μεγάλες προσδοκίες), εξαιτίας της μεγάλης πτώσης που το ρούβλι εμφανίζει σε σχέση με το δολάριο, από την οποία εκτιμάται ότι η ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία «θα μπορούσε να χτυπηθεί σκληρά».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, κάθε καπιταλιστής ασφαλώς κάνει το κουμάντο του, αναζητώντας τρόπους που θα του εξασφαλίσουν κέρδη και προβάδισμα, σε σχέση πάντα και με τους ανταγωνιστές του. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της «Νισσάν», μιας από τις εταιρείες που αναθεώρησε τις προβλέψεις της για την ετήσια κερδοφορία προς τα πάνω, εξαιτίας της υποτίμησης του γεν και του πώς αυτή ευνοεί τις εξαγωγές της σε αγορές όπως οι ΗΠΑ (στις οποίες αυξάνονται ιδιαίτερα).
Μάλιστα, η «Νισσάν» φαίνεται ότι μεταφέρει μέρος της παραγωγής της σε χώρες όπως το Μεξικό, όπου τα εργατικά χέρια είναι φτηνά και ταυτόχρονα βρίσκεται κοντά σε μεγάλες αγορές. Πριν μερικές μέρες, οικονομικά διαδικτυακά ΜΜΕ επικαλούνταν δηλώσεις του επικεφαλής της «Νισσάν» στο Μεξικό, Εϊρτον Κουσό, για να σημειώσουν ότι ο ιαπωνικός κολοσσός «μετατρέπει το Μεξικό σε έναν από τους κόμβους - κλειδιά για την παραγωγή και τις εξαγωγές των αυτοκινήτων της». Πέρυσι, η παραγωγή στο Μεξικό αυξήθηκε κατά 19%, ενώ πλέον η «Νισσάν» έχει φτάσει να διεκδικεί σχεδόν το 25% της μεξικανικής αγοράς.
Με λίγα λόγια, αν η στασιμότητα και οι δυσκολίες ανάκαμψης συνεχιστούν στην Ιαπωνία, μια σειρά ισχυρά μονοπώλια θα αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που τους δίνουν τα δεδομένα σε άλλες περιοχές. Το αν αυτό θα προκαλέσει «λουκέτα», ανεργία, εντατικοποίηση, ελλείψεις στην εγχώρια αγορά κτλ., ποσώς ενδιαφέρει τον εκάστοτε μεγαλοεπιχειρηματία. Εκείνος, το μόνο που θα κοιτά, θα είναι πώς θα διασφαλίσει το μέγιστο δυνατό κέρδος, είτε αυτό σημαίνει ότι θα πάρει μέτρα για να εκτοπίσει τον ανταγωνιστή του είτε αυτό σημαίνει ότι θα αξιοποιήσει την κατάσταση της οικονομίας σε άλλο κλάδο ή χώρα.
Οι δυσκολίες ανάκαμψης της ιαπωνικής οικονομίας αναδεικνύουν τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής
Σε φτωχογειτονιά στο Τόκιο |
Τα τελευταία στοιχεία είναι χαρακτηριστικά. Το τελευταίο τρίμηνο του 2014, η ιαπωνική οικονομία εμφάνισε μεν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά από δύο τρίμηνα απανωτών μειώσεων (6,7% και 2,3% αντίστοιχα), αλλά το επίπεδο της αύξησης ήταν μόλις 1,5%, πολύ πίσω από τις προβλέψεις για 2,2%.
Οικονομικές εφημερίδες έσπευσαν να καταγράψουν ότι «ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα του προγράμματος τόνωσης της οικονομίας που εφαρμόζει ο Ιάπωνας πρωθυπουργός, Σίνζο Αμπε, του γνωστού ως «Αμπενόμικς», γεννά η εικόνα της ιαπωνικής οικονομίας» και να μιλήσουν για «απογοητευτικό» ρυθμό ανάπτυξης.
Καταγράφοντας πτυχές του προβληματισμού των αστών, η «Καθημερινή» της περασμένης Τρίτης (10 Μάρτη 2015) σημείωνε: «Οπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, προκύπτει πως οι αναιμικές δαπάνες των νοικοκυριών, αναπόφευκτο συνεπακόλουθο της αύξησης του ΦΠΑ τον Απρίλιο του περασμένου έτους, καθώς και οι περιορισμένες επενδύσεις των επιχειρήσεων, περιορίζουν περισσότερο από όσο είχε εκτιμηθεί τη δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας. Τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα κατατείνουν σε μια βελτίωση στην κατανάλωση των νοικοκυριών, που σημείωσε αύξηση με ετήσιο ρυθμό 2%. Εχει, όμως, προηγηθεί δραματική πτώση της κατανάλωσης μετά την αύξηση του ΦΠΑ από το 5% στο 8% τον Απρίλιο του 2014». Το ίδιο ρεπορτάζ προσθέτει επίσης ότι οι κεφαλαιουχικές επενδύσεις των ιαπωνικών επιχειρήσεων μειώθηκαν κατά 0,1% σε επίπεδο τριμήνου, κάτι που γεννά προβληματισμό καθώς ήταν το τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο που εμφανίστηκε μείωση, όταν μάλιστα οι προβλέψεις έκαναν λόγο για αύξηση 0,4%.
Την περασμένη Τετάρτη, το υπουργείο Οικονομικών της Ιαπωνίας έδωσε στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα έρευνας που, σύμφωνα με δημοσίευμα της μεγάλης κυκλοφορίας ιαπωνικής εφημερίδας «Μάινιτσι Σιμπούν» («Καθημερινά Νέα») έδειξε ότι «το επιχειρηματικό κλίμα σε μεγάλες ιαπωνικές εταιρείες χειροτέρευσε το τελευταίο τρίμηνο (...) και θα παραμείνει ευάλωτο τους ερχόμενους μήνες». Σύμφωνα με την εφημερίδα, η έρευνα κατέγραψε ότι ο «δείκτης εμπιστοσύνης» σε κλάδους της μεταποίησης έπεσε στο 2,4% από 8,1% ενώ σε κλάδους μη - μεταποίησης έπεσε στο 1,7% από 3,4%. Το δημοσίευμα επεξηγεί το «δείκτη εμπιστοσύνης» ως έναν δείκτη που υπολογίζεται με βάση το πόσοι επιχειρηματίες αναφέρουν επιδείνωση των επιχειρηματικών συνθηκών και πόσοι αναφέρουν βελτιώσεις. Πρόκειται για δείκτες που χρησιμοποιούν οι αστοί στις αναλύσεις και τη στατιστική τους και δεν είναι πάντα αξιόπιστοι, ωστόσο είναι ενδεικτικοί, οι αστοί τους εμπιστεύονται και είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και αυτοί καταγράφουν τους δισταγμούς των Ιαπώνων μεγαλοεπιχειρηματιών.
Στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών, μάλιστα, δήλωνε ανώνυμα ότι «ακούμε από εταιρείες ότι αντιμετωπίζουν το αυξανόμενο κόστος των πρώτων υλών εξαιτίας των υψηλότερων τιμών εισαγωγών, μια έλλειψη εργατικών χεριών και αύξηση στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού».
Σύμφωνα με άλλα δημοσιεύματα, η ίδια έρευνα κατέληγε και στο συμπέρασμα ότι «οι επιχειρηματικές επενδύσεις προβλέπεται να πέσουν κατά 3,9% το επόμενο οικονομικό έτος σε σχέση με μια αναμενόμενη αύξηση της τάξης του 5,1% από το σημερινό οικονομικό έτος».
Η τακτική των διαρκών υποτιμήσεων του εθνικού νομίσματος (γεν) που έχει επιλέξει η κυβέρνηση φαίνεται ότι δεν ικανοποιεί όλους τους πλουτοκράτες. Το «Ρόιτερς» κυκλοφόρησε τον περασμένο Σεπτέμβρη έρευνα που παρουσίασε σε δημοσίευμα με τίτλο «οι περισσότερες ιαπωνικές εταιρείες θέλουν στην πραγματικότητα ένα πιο ισχυρό γεν». Σε αυτό αναφερόταν ότι κλάδοι όπως αυτοί που βασίζονται στις εισαγωγές προϊόντων ξύλου «πονούν ήδη από την αδυναμία του γεν». Οι ανάγκες της Ιαπωνίας σε αντίστοιχα προϊόντα καλύπτονται σε μεγάλο μέρος από τις εισαγωγές, που με την υποτίμηση του γεν ακριβαίνουν και σε συνδυασμό με τις απανωτές αυξήσεις σε φόρους κατανάλωσης (που έκανε η κυβέρνηση, προσδοκώντας αύξηση εσόδων στα δημόσια ταμεία ώστε να μειώσει το μεγάλο κρατικό χρέος) δυσκολεύουν τους επιχειρηματίες των αντίστοιχων κλάδων να διαμορφώσουν τις τιμές σε τέτοια επίπεδα που θα τους διασφαλίσουν τζίρους και κέρδη (η αύξηση των τιμών πάντα αλληλεπιδρά και με τα περιθώρια που διαμορφώνουν οι κινήσεις των ανταγωνιστών). «Δεν μπορούμε να αυξήσουμε τις τιμές παραγωγού για να αντισταθμίσουμε τις ακριβές πρώτες ύλες και το υπόλοιπο κόστος που συνεπάγεται το αδύναμο γεν», δήλωνε χαρακτηριστικά ένας επιχειρηματίας του κλάδου.
Αντίστοιχα, αρνητικά επηρεάζονται πολλοί βιομήχανοι καθώς οι ακριβότερες εισαγωγές ανεβάζουν το κόστος κάλυψης των ενεργειακών αναγκών, δεδομένου του ότι η Ιαπωνία είναι ένας από τους μεγαλύτερους σήμερα εισαγωγείς πετρελαίου, φυσικού αερίου κ.τ.λ.
Τριήμερη διεθνής συνδιάσκεψη για την καπιταλιστική ανάπτυξη
Από τη χτεσινή κινητοποίηση των απλήρωτων εργαζομένων στο Κάιρο, που αντιμετωπίστηκαν από τις δυνάμεις του στρατού |
«Παρών» στη συνδιάσκεψη δίνουν περίπου 2.000 κυβερνητικοί αξιωματούχοι από 112 χώρες, 30 αρχηγοί κρατών, δεκάδες ανώτατα διευθυντικά στελέχη πολυεθνικών εταιρειών. Εκ μέρους της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ είχε προγραμματιστεί να παραβρεθεί ο Γ. Σταθάκης, υπουργός Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας, Τουρισμού, ενώ από την Κύπρο θα είναι ο Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης.
Ο πρόεδρος Σίσι, πριν κλείσει καλά-καλά ένα χρόνο στον προεδρικό θώκο, πραγματοποιεί τη Διεθνή Συνδιάσκεψη στη βάση ιδέας που είχε πέρσι ο αποβιώσας (πριν λίγους μήνες) Σαουδάραβας μονάρχης Αμπντάλα, με στόχο τη συγκέντρωση νέας οικονομικής βοήθειας ώστε να καλυφθούν τα σοβαρά ελλείμματα του αιγυπτιακού προϋπολογισμού, σημαντικά χρηματοδοτικά κενά και να τονωθούν τα χαμηλά ποσοστά ανάπτυξης, που το 2014 είχαν κατρακυλήσει στο 2,2% από 7% που ήταν μέχρι και λίγο πριν τη λεγόμενη «αραβική άνοιξη», όπου η λαϊκή αγανάκτηση χειραγωγήθηκε και εγκλωβίστηκε στο πλαίσιο της σύγκρουσης διαφορετικών μερίδων του ντόπιου κεφαλαίου και εξωτερικών συμμάχων τους. Η ιδέα του Αμπντάλα για αραβική ή διεθνή σύνοδο «δωρητών» στο Κάιρο, είχε εμφανιστεί σε μία περίοδο που η νέα κυβέρνηση Σίσι προβληματιζόταν για το πώς θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στις αυξημένες απαιτήσεις των οικονομικών δυσκολιών και στις φιλοδοξίες της αιγυπτιακής αστικής τάξης, των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων παρά τα περίπου 20 δισ. δολάρια που της είχαν δώσει άμεσα ως βοήθεια οι άλλες μοναρχίες του Περσικού Κόλπου (με πρώτες τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα).
Το θέρετρο της πλουτοκρατίας, έδρα της διεθνούς διάσκεψης |
Είναι χαρακτηριστικό ότι, πριν καν αρχίσει χτες η συνδιάσκεψη, ο Πρόεδρος Σίσι είχε υπογράψει το νέο νόμο περί επιτάχυνσης και διευκόλυνσης των επενδύσεων, επιχειρώντας να συρρικνώσει την αιγυπτιακή γραφειοκρατία (αντικαθιστώντας 87 οργανισμούς και δημόσιες υπηρεσίες με μία κεντρική που θα ασχολείται αποκλειστικά με την έκδοση αδειών για επιχειρήσεις), να εξασφαλίσει «ασυλία» στα διευθυντικά στελέχη τεράστιων επιχειρηματικών ομίλων από ποινικές διώξεις, να δυσκολέψει ακόμη περισσότερο την ήδη δύσκολη συνδικαλιστική δράση των εργαζομένων και να μειώσει σημαντικά τη φορολογία επί των εταιρικών κερδών.
Τα κίνητρα και οι νέες, ακόμη μεγαλύτερες παραχωρήσεις στο ντόπιο και ξένο μεγάλο κεφάλαιο φάνηκαν να αποδίδουν, αφού ελάχιστες βδομάδες πριν την έναρξη της συνδιάσκεψης η κυβέρνηση Σίσι είχε εξασφαλίσει ήδη επτά μεγάλα επενδυτικά σχέδια, εκ των οποίων ορισμένα αφορούν επενδυτικά σχέδια της Παγκόσμιας Τράπεζας σε Ενέργεια, μεταφορές και δημιουργία θέσεων εργασίας σε εκπαίδευση και Υγεία περίπου 5,4 δισ. δολαρίων.
Σχεδιάζονται έτσι νέα δεκάδες βιομηχανικά συγκροτήματα (π.χ., στους τομείς κλωστοϋφαντουργίας, πλαστικών, επεξεργασίας δέρματος, πετροχημικών κλπ.). Προβλέπεται ακόμη προνομιακή εκχώρηση χιλιάδων στρεμμάτων καλλιεργήσιμων εκτάσεων για ακόμη μεγαλύτερη τόνωση της αγροτικής παραγωγής σε Βόρειο Σινά και Κάτω Αίγυπτο, δεδομένου ότι η γεωργία δίνει το ένα τέταρτο του αιγυπτιακού ΑΕΠ, απασχολεί πάνω από 6.000 επιχειρήσεις και 6.000.000 κακοπληρωμένους εργάτες. Η αιγυπτιακή κυβέρνηση στο πολυσέλιδο έντυπο, που έχει αναρτήσει και στο Διαδίκτυο, με τίτλο «Αίγυπτος: Το Μέλλον» σε σχέση με τη Συνδιάσκεψη στο Σαρμ ελ Σέικχ (www.egyptthefuture.com/sector/agriculture-2/), «διαφημίζει» το ντόπιο εργατικό δυναμικό ως μία έτοιμη δεξαμενή φτηνής εργασίας και σημειώνει: «Η Αίγυπτος έχει ήδη αναδειχθεί ως προορισμός επιλογής για πολυεθνικές που αναζητούν χαμηλού κόστους διαδικασίες παραγωγής»!
Ναυαρχίδα των φιλόδοξων αναπτυξιακών σχεδίων της κυβέρνησης Σίσι είναι η δημιουργία διεθνούς βιομηχανικού και επιμελητειακού πάρκου γύρω από το σημερινό κανάλι του Σουέζ, μέσω επενδύσεων ύψους 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων την επόμενη 15ετία. Το φιλόδοξο αυτό σχέδιο, που είναι γνωστό ως «Κανάλι Σουέζ για την Περιφερειακή Ανάπτυξη», επιδιώκει την ενίσχυση του γεωπολιτικού ρόλου της Αιγύπτου στο διεθνές εμπόριο, κυρίως μεταξύ Ευρώπης, Αφρικής και Ασίας, εκσυγχρονίζοντας και ενισχύοντας το Σουέζ, μεταξύ άλλων, και με τη δημιουργία ενός νέου παράλληλου καναλιού που θα επιταχύνει τις διεθνείς ναυτιλιακές διαδρομές και θα διπλασιάζει τον αριθμό των πλοίων (από 47 σε 95) που θα περνούν από την περιοχή το αργότερο ως το 2018, οπότε αναμένεται να είναι έτοιμο. Πέρα από το νέο κανάλι στο Σουέζ (μήκους 75 χλμ και εκτιμώμενου κόστους 30 δισ. αιγυπτιακών λιρών), η αιγυπτιακή κυβέρνηση επιδιώκει την ανάπτυξη των υποδομών και τον εκσυγχρονισμό τριών πόλεων της περιοχής (Σουέζ, Ισμαϊλία, Πορτ Σαίντ). Προβλέπεται ακόμη να δημιουργηθεί νέο, αχανές βιομηχανικό και επιχειρηματικό πάρκο, ξεχωριστή ρωσική βιομηχανική ζώνη, μεγάλες εγκαταστάσεις για ιχθυοκαλλιέργειες, τεχνολογική κοιλάδα ανάλογη με τη αμερικανική Σίλικον Βάλεϊ στην Καλιφόρνια, βελτίωση των εγκαταστάσεων σε πέντε μεγάλα λιμάνια της περιοχής και εκατοντάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.
Από αυτά τα φιλόδοξα σχέδια δε λείπουν ούτε τα πλάνα για νέους οδικούς άξονες, επτά υπόγειες σήραγγες, 13 σταθμοί παραγωγής ενέργειας, είτε με συμβατικές είτε με Ανανεώσιμες Πηγές, ιδιαίτερα μετά την, προ ολίγων μηνών, σταδιακή ιδιωτικοποίηση της Κρατικής Εταιρείας Ηλεκτρισμού και τα σχέδια της κυβέρνησης Σίσι για ξεπούλημα του τομέα παραγωγής και διανομής ενέργειας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα ήδη εξασθενημένα φτωχά λαϊκά στρώματα, ιδιαίτερα μετά τη δραματική μείωση έως και κατάργηση της κρατικής επιδότησης στα καύσιμα το περασμένο καλοκαίρι... Τα σχέδια αυτά έχουν ήδη προσελκύσει το ενδιαφέρον μεγάλων ευρωπαϊκών ενεργειακών μονοπωλίων, με πιο πρόσφατη την περίπτωση της ρωσικής βιομηχανίας κατασκευής σταθμών πυρηνικής ενέργειας, καθώς στη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης Πούτιν στο Κάιρο, γνωστοποιήθηκε η πρόθεση της ρωσικής εταιρείας «ΡΟΣΑΤΟΜ» να αναλάβει την κατασκευή του πρώτου αιγυπτιακού πυρηνικού σταθμού!
Μεγάλα κίνητρα δίνονται και στον κλάδο της οικοδομής, με δεδομένες τις ανάγκες στέγασης των 87.000.000 Αιγυπτίων και τους υψηλούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης (2% ετησίως). Η κυβέρνηση Σίσι θεωρεί τον κλάδο της οικοδομής ως μία από τις ατμομηχανές της αιγυπτιακής οικονομίας, έχοντας ήδη υποσχεθεί την κατασκευή ενός εκατομμυρίου εργατικών κατοικιών για τα ασθενή λαϊκά στρώματα ως το 2020.
Το γνωστό παραμύθι περί «ανάπτυξης» μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων είχε πουλήσει στον αιγυπτιακό λαό πριν 20-30 χρόνια ο τότε πρόεδρος της χώρας, Χόσνι Μουμπάρακ. Στη διάρκεια της δεκαετίας του '90 και του 2000, οι τότε ιθύνοντες έταζαν στον αιγυπτιακό λαό «λαγούς με πετραχήλια», πως δηλαδή με τις ιδιωτικοποίησεις πάνω από 350 κρατικών και δημόσιων οργανισμών θα έβλεπαν «άσπρη μέρα»... Οχι μόνο «άσπρη μέρα» δεν είδαν αλλά αναγκάστηκαν να σφίξουν το ζωνάρι ακόμη περισσότερο.
Μέσα στη βδομάδα έγινε διαμαρτυρία εργαζομένων σε κατασκευαστικές εταιρείες έξω από κυβερνητικές υπηρεσίες στο Κάιρο που διεκδικούσαν τα δεδουλευμένα τους. Από τη διαδικασία, δε, των ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων εταιρειών από τη δεκαετία του '90, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, από τους 8.000 υπαλλήλους που δούλευαν σε 380 δημόσιες επιχειρήσεις σήμερα έμειναν γύρω στους 2.000.
Η κατάσταση έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε, ακόμη και τα αιγυπτιακά αστικά δικαστήρια, διέταξαν προ μηνών την «εθνικοποίηση» έξι εταιρειών μετά από προσφυγή των υπαλλήλων.
Σήμερα στοιχεία διαφόρων οικονομικών αναλυτών διαψεύδουν τα περί μείωσης της ανεργίας από το 13,1% στο 8,5% σε μία τετραετία λόγω των ξένων επενδύσεων, όπως ισχυρίστηκε ο υπουργός Επενδύσεων, Ασράφ Σαλμάν. Η αντεργατική πολιτική, οι διώξεις συνδικαλιστών επιβεβαιώνουν ότι, για άλλη μια φορά, από τη λεγόμενη «μεγάλη ανάπτυξη που έρχεται», πάλι χαμένοι θα βγουν οι εργαζόμενοι. Και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει όσο κυριαρχεί ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης, που για να εξασφαλιστεί «πατάει» πάνω σε σμπαραλιασμένα εργατικά δικαιώματα. Μονόδρομος για τους εργάτες και τα λαϊκά στρώματα είναι η ρήξη με τη στρατηγική του κεφαλαίου, ώστε να γίνουν αφέντες του πλούτου που παράγουν με τη δική τους εξουσία.