ΑΓΚΥΡΑ.--
Η Κεντρική Διοίκηση του Πολεμικού Ναυτικού της Τουρκίας υπέβαλε πρόταση στο υπουργείο Εξωτερικών της χώρας για τη δημιουργία στρατιωτικής ναυτικής βάσης στα Κατεχόμενα της Κύπρου, σύμφωνα με χτεσινό δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας «Γενί Σαφάκ». Το δημοσίευμα έχει τον τίτλο «Επειγόντως μεγάλη ναυτική βάση στο νησί (Κύπρος)» και εξηγεί πως η Αγκυρα μελετά πολύ συγκεκριμένα τρόπους αναβάθμισης της στρατιωτικής και γεωπολιτικής θέσης της σε όλη τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και ευρύτερα.
Καθόλου τυχαία, η εφημερίδα παρατηρεί ότι στη συγκεκριμένη «γωνιά» του πλανήτη μια σειρά δυνάμεις έχουν μονιμοποιήσει τη στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή, όπως οι ΗΠΑ, Ρωσία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ισπανία, Καναδάς, Πορτογαλία, Ελλάδα, Δανία.
Η Ανατολική Μεσόγειος περιγράφεται ως «αρένα για ενεργειακούς αγώνες» και επικρίνονται συνεργασίες που αποκλείουν την Τουρκία, όπως αυτές που επιδιώκει η Κύπρος «ειδικά με το Ισραήλ, ώστε να περιορίσει τη ναυτική δικαιοδοσία της Αγκυρας».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η «Γενί Σαφάκ» μιλά για ένα «προσεκτικό σχέδιο» που η Τουρκία έχει έτοιμο για να προλάβει εξελίξεις και σημειώνει: «Οι διάφοροι παίκτες έχουν αρχίσει ήδη να διαλέγουν πλευρά στην Ανατολική Μεσόγειο, που έχει κρίσιμη σημασία εξαιτίας των ενεργειακών της πόρων που αξίζουν δισεκατομμύρια δολάρια. Η περιοχή είναι επίσης σημαντική ως πέρασμα - κλειδί για το παγκόσμιο εμπόριο και τη μεταφορά Ενέργειας...». Αναφέρεται ακόμα ότι η Κύπρος βρίσκεται στο κέντρο πολλών δρόμων μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου, σε μια περιοχή πολύ κοντά στη Διώρυγα του Σουέζ, που ενώνει Μεσόγειο με Ινδικό ωκεανό, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, από όπου μεταφέρεται το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας, που αντιπροσωπεύει πάνω από το μισό του πετρελαίου που χρησιμοποιείται διεθνώς.
Ειδικότερα για τη χρησιμότητα μιας ναυτικής τουρκικής βάσης στην Κύπρο εξηγείται: «Η βάση θα επιτρέψει την προστασία της κυριαρχίας της Βόρειας Κύπρου, όπως επίσης θα διευκολύνει και θα ισχυροποιήσει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, εμποδίζοντας την κατάληψη θαλάσσιων ενεργειακών οικοπέδων και ενισχύοντας τη θέση της Τουρκίας στις συνομιλίες για την ειρηνευτική διαδικασία της Κύπρου». Ακόμα, η τουρκική βάση «θα συνεισφέρει ιδιαίτερα στη λήψη στρατιωτικών μέτρων ενάντια στο θαλάσσιο διακανονισμό που διακήρυξε η ελληνική διοίκηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, τις συμφωνίες που "κλείνει" και τις επιδοτήσεις ερευνών υδρογονανθράκων που επιτρέπει αγνοώντας την Τουρκία και τη Βόρεια Κύπρο...». Και συνεχίζει το δημοσίευμα, αναδεικνύοντας και οφέλη για ευρύτερες γεωστρατηγικές επιδιώξεις του τουρκικού κεφαλαίου και φυσικά των συμμάχων του: «Μία τουρκική βάση στην περιοχή θα μείωνε το χρόνο αντίδρασης (που χρειάζεται) για τη λήψη στρατιωτικής και ανθρωπιστικής δράσης. Μια ναυτική βάση της Τουρκίας θα έκανε επίσης την περιοχή πιο ειρηνική όπως και θα περιόριζε τις προσπάθειες άλλων παραγόντων να προκαλέσουν αναταραχή».
Θυμίζουμε ότι η Αγκυρα όχι μόνο έχει αντιδράσει στα ενεργειακά σχέδια που προχωρούν στην κυπριακή ΑΟΖ χωρίς την έγκριση και συμμετοχή της, αλλά και έχει εξαγγείλει δικές της γεωτρήσεις στην περιοχή, μέχρι τα τέλη του 2018, προκειμένου αφενός να καλύψει τις αυξανόμενες ενεργειακές της ανάγκες, αφετέρου να εξυπηρετήσει τα σχέδια μετατροπής της σε κόμβο μεταφοράς Ενέργειας. Σε αυτήν την κατεύθυνση, διαμηνύει ότι θα χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της, αυξάνοντας τα στρατιωτικά γυμνάσια αλλά και τα πολεμικά πλοία που στέλνει στην περιοχή, με συνεχείς παραβιάσεις της κυπριακής αλλά και της ελληνικής κυριαρχίας.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η πρόταση του τουρκικού ΠΝ περιλαμβάνει τη δημιουργία της βάσης ως «ανεξάρτητης υποδομής (σ.σ. «ανεξάρτητης» προφανώς από τις κατοχικές αρχές), αντίστοιχης με τη βρετανική βάση στην περιοχή». Αναφορά επίσης γίνεται και στην αεροπορική βάση στο Λευκόνοικο της κατεχόμενης Κύπρου (δυτικά της Αμμοχώστου), όπου η τουρκική Πολεμική Αεροπορία φιλοξενούσε για ένα διάστημα - όπως επισημαίνει και το ίδιο το δημοσίευμα - μαχητικά αεροσκάφη «F-16», αλλά μετά έκλεισε και τώρα αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο ότι «θα μπορούσε να ανακαινιστεί και να ξανανοίξει».