(της αδούλωτης Αθήνας)
ΕΙΝΑΙ μερικές φορές, που ο δημοσιογράφος έχει να δώσει μοναδικές στιγμές, που δε χρειάζεται να 'χει τεφτέρια κι άλλα σύνεργα. Είναι τα μάτια, είναι η καρδιά που τα καταγράφουν όλα και τα βαστάνε για πάντα άσβηστα.
ΜΙΑ τέτοια μοναδική μέρα στάθηκε εκείνη η αλησμόνητη Πέμπτη (12 Οκτώβρη 1944) ημέρα της Λευτεριάς, που ζούσε η αδούλωτη πρωτεύουσα ύστερα από μια φοβερή, εφιαλτική νύχτα, που είχε κρατήσει 1.625 μέρες.
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ μας φέρνει σ' εκείνες τις κοσμογονικές στιγμές, τον Οκτώβρη της λευτεριάς, που βημάτιζε από τη μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη, από του Μοριά τ' ακρογιάλια ως ψηλά πάνω στη Θράκη... «Ομορφες μέρες - γράφει ο Ρίτσος - Δεν προφτάσαμε να τις χαρούμε. Βούιζε η πολιτεία. Βούιζε ο κόσμος. Βούιζε κι η καρδιά του ανθρώπου, σαν ένα ζήτω ανάμεσα σε χιλιάδες κόκκινες σημαίες.
ΚΙ ΗΤΑΝ χιλιάδες κόκκινες σημαίες στα μπαλκόνια της Αθήνας / χιλιάδες κόκκινα συνθήματα στους τοίχους / στον περίβολο της Βουλής, στις σκάλες της Εθνικής Βιβλιοθήκης, στα μάρμαρα του Πανεπιστημίου, στην Ακαδημία καθώς χιμούσαν τα εργατόπαιδα απ' τις γειτονιές / πλημμυρίζοντας την οδό Σταδίου, τις κεντρικές λεωφόρους, το Σύνταγμα ο λαός κατηφορώντας απ' τις γειτονιές στα επιταγμένα αυτοκίνητα / ο λαός φωνάζοντας απ' τους εξώστες των θεάτρων / κι οι φοιτητές καβαλικεύοντας τα κάγκελα των μπαρκονιών / καβαλικεύοντας τις άσωρες μάντρες άσωρα άλογα να φεύγουν στον ορίζοντα σφίγγοντας μες στα χέρια τους τα γκέμια του μέλλοντος / λευτεριά ή θάνατος / υποστολή του αγκυλωτού σταυρού στην Ακρόπολη» (Γιάννης Ρίτσος: «Από τις γειτονιές του κόσμου»)
ΕΚΕΙΝΗ η Πέμπτη ήταν μέρα που δεν τέλειωνε στην αδούλωτη Αθήνα, που ζούσε, χαιρόταν την απελευθέρωσή της από τους χιτλερικούς και τους άθλιους προδότες συνεργάτες τους. Τα μάτια βλέπουν την Ακρόπολη κι εκεί πια δεν αντικρίζουν το βρωμερό «χιτλερικό κουρέλι», τη σβάστικα που είχαν υψώσει τον Απρίλη του 1941, όταν μπήκαν στην Αθήνα.
ΠΑΝΕΤΟΙΜΕΣ για το μεγάλο γιορτασμό της λευτεριάς οι γειτονιές, που μήνες ολόκληρους μέρα - νύχτα του ΕΛΑΣ τα τμήματα δέχτηκαν κι άντεξαν τις λυσσαλέες επιθέσεις που εξαπέλυαν οι χιτλερικοί, οι ταγματασφαλίτες, οι Χίτες, οι Μπουραντάδες, οι κάθε λογής προδότες.
ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ της λευτεριάς στα χέρια, στο φως πια του ήλιου, της μέρας κι η εφημερίδα μας, ο «Ριζοσπάστης» βγαίνει από τα κατάβαθα της γης, τις κατακόμβες και τα παράνομα στέκια. Ο κόσμος τον αγκαλιάζει, τον διαβάζει. Ενα μικρούτσικο μονόφυλλο με νούμερο «1» στην προμετωπίδα με προσθήκη Γ' Εκδοση. Κι αυτό το μονόφυλλο που βγαίνει στο φως ύστερα από τη βασιλομεταξική δικτατορία και τη χιτλεροφασιστική Κατοχή, όσο κι αν είναι τόσο μικρό, τα δίνει όλα σ' εκείνο το δωρικό φλογερό γράψιμο που χρόνια και χρόνια σκληρά και δύσκολα πύρωνε τις καρδιές...
«ΣΕ ΚΑΘΕ γωνιά - γράφει το πρώτο εκείνο ρεπορτάζ του «Ρ» - βουίζουν τα χωνιά. Κι η Αθήνα που έμαθε ν' ακούει τη φωνή τους, το κάλεσμα στην Αντίσταση και τον αγώνα, τρέχει τώρα για το γιορτασμό και τη χαρά... Από τον εξώστη του Μετοχικού ακούγεται η φωνή του ΚΚΕ. Χιλιάδες ο κόσμος που κρέμεται από τα χείλια του ομιλητή... Ολοι περιμένουν να τους μιλήσει το Κόμμα τους, το κόμμα του λαού, που πρώτο σήκωσε τη σημαία της αντίστασης, της ενότητας και της λευτεριάς... που στάθηκε πάντα μπροστά κι έδωσε αμέτρητες θυσίες. Κι οδήγησε το λαό στη Νίκη...».
ΔΥΟ στερνά λόγια από το ρεπορτάζ της εφημερίδας. Γράφτηκε πριν 57 χρόνια κι έχει πάνω όλη τη φωτιά, την αλήθεια της μεγάλης εκείνης ώρας: «... Δεν ήταν πια άνθρωποι κοινοί, δεν ήταν άτομα όλες αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες άντρες, γυναίκες, παιδιά, που ξεχύθηκαν σε μια απερίγραπτη ανθρωποθάλασσα προς το κέντρο της ξεσκλαβωμένης πόλης. Η ατομική ζωή χάνει ολότελα τη σημαία σε παρόμοιες στιγμές. Ηταν ο λαός, που έγραφε μια ακόμα περήφανη κι ακατάλυτη σελίδα στη δοξασμένη ιστορία των αγώνων του...».
ΠΕΝΗΝΤΑ εφτά χρόνια από τη μεγάλη μέρα της αδούλωτης της ΕΑΜικής Αθήνας. Τις όμορφες μέρες που όπως λέει ο ποιητής δεν προφτάσαμε να τις χαρούμε.