Στην ποίηση της Μάχης Μουζάκη «τα - πέλαγα - αγκαλιάζονται, - οι - ορίζοντες φιλιούνται». Εικόνες που «ενορά» η «Ανδρομάχη» για να τις κάνει και δική μας μ' έναν εικαστικό τρόπο, σα να ζωγραφίζει με λέξεις. Στο βάθος της ψυχής της μηδενίζονται οι αποστάσεις που μας χωρίζουν απ' την αγάπη όπως μηδενίζονται, για όσους ατενίζουν στον ουρανό το ίδιο αστέρι.
Η ποιήτρια ρωτά: «Τι ενοράς, Ανδρομάχη», η ίδια απαντά: «Τον Απρίλη» να σμίγει με την αγάπη και την ειρήνη που λαχταρούν οι «μικρές πατρίδες» όταν «οι - δολοφόνοι που όλο παχαίνουν - και μας κλείνουν τον ορίζοντα». «Σκοπευτής» ο χρονοθάνατος, όμως δεν πέφτει στο στόχο του. Εχει τη δύναμη να μεταλλάσσεται σε «κάρπημα». Σε φως αθανασίας του «Λαού» που σαρκάζει «εν χορώ» το θάνατο: «Μη - σημαδεύεις, - στα φύτρα του Γενάρη - ζει - Αγνάντεψέ την, - ως γράφει σου - γίνεται πλήθος». Η ψυχή της ορμητική σαν τον άνεμο και γι' αυτό άτρομη: «Αν - νοθευτεί, - την - παίρνουν τύραννοι. - Αν - φοβηθεί, - την - πνίγει το σκοτάδι». Ετσι το φως της ελληνικότητας το κρατά άσβηστο μέσα της. Το μοναδικό φόβο της θα τον εκμυστηρευτεί στην αρχαία πατρίδα του Ανθρώπου: «Φοβάμαι μη σου σφίξουν - τη θηλιά - κι εγώ δεν είμαι - φλέβα στην καρδιά - Σου, - Ελλάδα». Για τη Μ.Μ. η Ελλάδα κλείνει μέσα της την αγωνία όλων των «μικρών πατρίδων»: «Πατρίδες - συλλογιέμαι - και - αρματώνω λόγο». Απ' αυτές αντλεί δύναμη όπως ο Ανταίος: «Με φλέβα χόρτου - βύζαξα τη λάμψη - τους», μας λέει.
Δε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την ποίηση της Μ.Μ. παρά μόνο με το στόμα και την καρδιά της ίδιας, αντλώντας στίχους στην τύχη χωρίς καμιά έγνοια επιλογής. Πώς να επιλέξεις την αλήθεια απ' την αλήθεια; (Εκδόσεις «Αίολος»).