Στη Γερουσία της Βραζιλίας κατέθεσε χτες η προσωρινά αποπεμφθείσα πρώην Πρόεδρος, Ντίλμα Ρουσέφ, της οποίας τα καθήκοντα έχουν ανασταλεί από τον περασμένο Απρίλη. Η Ρουσέφ χαρακτήρισε τη δίωξή της «πολιτικό πραξικόπημα» και δήλωσε κατά την εκδίκαση της υπόθεσής ότι η κατηγορία περί παραποίησης των οικονομικών δεδομένων του προϋπολογισμού της Βραζιλίας το 2014, προκειμένου να κερδίσει πολιτικά, δεν ευσταθεί. Σημείωσε χαρακτηριστικά: «Εχω τη συνείδησή μου καθαρή, δεν διέπραξα κανένα από τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούμαι. Δεν υπάρχει καμία αιτιολόγηση» και υπερασπιζόμενη τη διαχείριση στη θητεία της ισχυρίστηκε: «Η Δημοκρατία στη Βραζιλία τίθεται σε κίνδυνο με σκοπό να προστατευτούν τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ».
Οι γερουσιαστές αναμένεται να ψηφίσουν πιθανά σήμερα για την οριστική ετυμηγορία, που χρειάζεται ενισχυμένη πλειοψηφία (τα 2/3 των γερουσιαστών, 54 από τους 81), κάτι που φαίνεται πιθανό, ώστε η Ρουσέφ να απομακρυνθεί οριστικά από την προεδρία. Σε αντίθετη περίπτωση, επανέρχεται στη θέση της. Η όλη εξέλιξη είναι μέρος της ενδοαστικής σύγκρουσης στη χώρα, που κορυφώθηκε εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης και αποτέλεσε την επιλογή της αστικής τάξης της χώρας να αλλάξει το μείγμα διαχείρισης. Από τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση Λούλα και Ρουσέφ, που από το 2001 εξασφάλιζε τα κέρδη των καπιταλιστών με μοχλό την ταξική συναίνεση και κάποια ψίχουλα στο λαό, στη νεοφιλελεύθερη, που απαιτεί στη συγκεκριμένη φάση μια πιο περιοριστική πολιτική και χτύπημα εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων. Αυτό το ρόλο ανέλαβε ο κυβερνητικός πρώην σύμμαχος της Ρουσέφ, το νεοφιλελεύθερο Δημοκρατικό Κίνημα Βραζιλίας (PMDB), με επικεφαλής τον Μισέλ Τεμέρ, πρώην αντιπρόεδρο και τώρα υπηρεσιακό Πρόεδρο, και φυσικά το ζήτημα της κάθαρσης που κραδαίνουν οι τωρινοί αντίπαλοι της Ρουσέφ, αφορά όλο το αστικό πολιτικό σύστημα. Η αντιπαράθεση αυτή, ωστόσο, είναι χρήσιμο εργαλείο για τη χειραγώγηση του λαού, σε μια πλούσια χώρα που τον πλούτο που παράγουν οι πολλοί καρπώνονται λίγοι καπιταλιστές.