Στην επιφάνεια η ανυπαρξία αντισεισμικής προστασίας, παρά και το φονικό σεισμό του 2009
Copyright 2016 The Associated |
Χωριό Βίιλα Σαν Λορέντσο. Κοιτάζοντας το ισοπεδωμένο σπίτι του |
Τους 292 είχαν φτάσει χτες τα θύματα από το φονικό σεισμό που «χτύπησε» στις 24 Αυγούστου την κεντρική Ιταλία, ισοπεδώνοντας ολόκληρα χωριά. Οι αρχές υποστήριζαν ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν αγνοούμενοι, ενώ χτες στο χωριό Αματρίτσε ανασύρθηκε η σορός μιας γυναίκας, κάτω από τα ερείπια που άλλοτε ήταν ένα τετραώροφο ξενοδοχείο.
Οι ιστορίες των σεισμοπλήκτων (όπως αυτή του 9χρονου κοριτσιού που ξεψύχησε αλλά το κορμί της προστάτεψε την 4χρονη αδελφή της και γλίτωσε) έχουν συγκινήσει ολόκληρο τον κόσμο. Από την άλλη πλευρά, μεγαλώνει η προκλητικότητα της ιταλικής κυβέρνησης και των τοπικών αρχών, που εμφανίζονται εκ των υστέρων να επισημαίνουν τη σημασία της αντισεισμικής προστασίας.
Οι άστεγοι υπολογίζονται σε 2.500, αν και η κατάσταση δεν έχει καταγραφεί ακόμα ολοκληρωμένα, με δεδομένο ότι τα σωστικά συνεργεία έφτασαν σε κάποια απομακρυσμένα χωριά πριν από μερικά 24ωρα.
Οι εισαγγελίες των πόλεων Ριέτι και Ασκολι Πιτσένο ξεκίνησαν έρευνα για εξ αμελείας καταστροφή, ενώ εξετάζεται και επίσημα το ενδεχόμενο κακοτεχνιών, με χρήση ακατάλληλων υλικών. Συν τοις άλλοις γίνονται καταγγελίες και για κύκλους της μαφίας που κερδοσκοπούν από την πώληση φτηνού και επικίνδυνου σκυροδέματος. Αρκετά δημοσιεύματα εστιάζουν στην περίπτωση του σχολείου στο χωριό Αματρίτσε, που κατέρρευσε αν και είχε ανακαινιστεί μόλις πριν από τέσσερα χρόνια. Επίσης, φαίνεται ότι οι υποσχέσεις των κυβερνήσεων για αντισεισμική «παρέμβαση» και έγκαιρους ελέγχους στα κτίρια της χώρας, μετά τον επίσης πολύνεκρο σεισμό του 2009 (Λ' Ακουιλα) δεν οδήγησαν σε επαρκή, συγκεκριμένα μέτρα.
Χτες, ο πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι, ανακοίνωσε την έναρξη προγράμματος αντισεισμικής προστασίας με τον τίτλο «Το σπίτι μας, η Ιταλία» και, προσπαθώντας να κρύψει τις ευθύνες της πολιτικής που σταθμίζει τα πάντα ανάλογα με το μέγιστο δυνατό κέρδος, σχολίασε ότι «δε θα μπορέσουμε ποτέ να εμποδίσουμε τη φύση», αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι «σταθήκαμε ανίκανοι να διασφαλίσουμε μια συντονισμένη, στρατηγική πολιτική παρεμπόδισης τα τελευταία 70 χρόνια».