Τρίτη, μεγάλου μήκους ταινία του Λομβαρδού σκηνοθέτη Ερμάνο Ολμι, με νεορεαλιστικής γραφής κάμερα και μη επαγγελματίες ηθοποιούς. Αργή, εσωστρεφής, στοχαστική η δουλειά του πρώιμου Ολμι, στις αρχές της δεκαετίας του '60, στο ζενίθ του ιταλικού οικονομικού «μπουμ» και της μαζικής εσωτερικής μετανάστευσης - από το φτωχό Νότο στον πλούσιο Βορρά και όχι αντίστροφα. Το βλέμμα όμως, του χριστιανικών καταβολών και αδιάφορου για τον πολιτικό κινηματογράφο, Ερμάνο Ολμι, αποδεικνύει ότι ο σκηνοθέτης δεν υπήρξε ικανός να διεισδύσει στην αληθινή ουσία της κοινωνίας του Νότου (τη σικελική), την οποία περιγράφει επιφανειακά και μέσα από στερεότυπα. Η ταινία, ιστορία ενός έρωτα χαμένου και ξαναζωντανεμένου, διαφέρει από τις προγενέστερες λόγω στιλιστικής ποικιλίας. Η ταινία ανοίγει σε μια «μπαλέρα» (έτσι ονομάζεται ο χώρος όπου το κοινό συχνάζει για να χορέψει). Το πρώτο αυτό μέρος παραπέμπει κάπως στο πνεύμα των ταινιών του Αντονιόνι, όπου πρωταγωνιστεί η αδυναμία επικοινωνίας. Στο δεύτερο μέρος της, η ταινία μετατρέπεται σε ντοκιμαντέρ εποχής, ανακαλύπτοντας «αλλαγές», προϊόν της βιομηχανοποίησης, που όμως αντιμετωπίζει με μη κριτικό βλέμμα, ενώ στο τρίτο της μέρος, η ταινία προσπαθεί να αναπαραγάγει οπτικά γραπτές επιστολές.Οπως στο «Η Θέση» (1961) έτσι κι εδώ, πρωταγωνιστές είναι απλοί άνθρωποι του λαού. Λαός για τον Ολμι σημαίνει άνθρωποι έντιμοι, εργατικοί και φειδωλοί, που σέβονται τους κανόνες. Ο σκηνοθέτης παρατηρεί τα συναισθήματά τους και τη σχέση τους με τη φύση και τη μοναξιά και η προσοχή του σκαλώνει στα απλά πράγματα της καθημερινότητας της εργατικής τάξης, ενώ διεισδύει με ευαισθησία σε συναισθήματα και κραδασμούς της συνείδησης, ανακαλύπτοντας ξανά ξεχασμένες αξίες.
Ο Μιλανέζος οξυγονοκολλητής Τζοβάνι, χαρακτήρας κλειστός, σιωπηλός, μη ικανός για εκφραστικές φινέτσες, παίρνει μετάθεση για τη Σικελία, όπου μπροστά σε μια διαφορετική πραγματικότητα αισθάνεται εξόριστος, υποφέρει από μοναξιά και νοσταλγία, μέχρι που αποφασίζει να τα «ξαναβρεί» με την κοπέλα του Λιλιάνα, που άφησε πίσω στο βορρά. Η ιστορία δεν έχει ανατροπές, βασίζεται στην περιγραφή μιας ερωτικής σχέσης που μπαίνει στη δοκιμασία της απόστασης. Η λογική γραμμή αναπαράστασης κόβεται συχνά από φλασμπάκ και σκέψεις οπτικοποιημένες που ανασύρονται διστακτικά στη μνήμη και στο φινάλε διαγράφεται μια σκιά αποξένωσης, λόγω ρουτίνας, στην αισιόδοξη και ήπια εικόνα, όταν ο Τζοβάνι λέει στην Λιλιάνα: Θα σου τηλεφωνήσω την Κυριακή, έτσι θα πληρώσω λιγότερα. Εντυπωσιακά τα πυροτεχνήματα στη γιορτή του χωριού Πατερνό, γνωστού για το καρναβάλι του...
Με τους: Κάρλο Καμπρίνι και Αννα Κάντζι
Παραγωγή: «I Fidanzati», Ιταλία (1963)