Κυριακή 6 Απρίλη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 23
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ιονέσκο και Πιραντέλο

«Ρινόκερος»

Patroklos Skafidas

«Ρινόκερος»
«Ρινόκερος» στο «Θησείον»

Ο Ευγένιος Ιονέσκο, μετά τα μονόπρακτα «Η φαλακρή τραγουδίστρια», «Το μάθημα», «Οι καρέκλες», που σουρεαλιστικά σαρκάζουν τον κομφορμισμό, τον εγωτισμό, την αποξένωση, την ανοησία των ανθρώπων στην αστική κοινωνία, έγραψε το «Δολοφόνος χωρίς αμοιβή», με πρωταγωνιστή τον Μπερανζέ. Πρόσωπο που χρησιμοποίησε και στα έργα «Ρινόκερος», «Ο βασιλιάς πεθαίνει», «Ο πεζός στον αέρα», ως προσωπείο της απέχθειάς του για τον παραλογισμό της αστικής κοινωνίας που γεννά «τέρατα», όπως ο φασισμός - ναζισμός, που μολύνουν την κοινωνία, διαμορφώνοντας στην κοινωνία μια ψυχολογία διολίσθησης και εντέλει υποταγής και εθισμού της σε κάθε βίαιο, κόντρα στην ανθρώπινη φύση, καταστροφικό «εσμό» του κακού. Υποταγή και εθισμός, που επιφέρουν η παθητική στάση, ο συμβιβασμός και η σταδιακή αποδοχή του κακού, η μετάλλαξη πολλών ανθρώπων σε μιμητές, «διαλαλητές» και όργανά του και η αποχαύνωση μεγάλου μέρους του κοινωνικού συνόλου, ώστε να καταστεί παθητικός παρατηρητής του κακού. Η εμφάνιση, η αλματώδης μαζικοποίηση του φασισμού και ναζισμού και έπειτα η εφιαλτική εξουσία τους καταδεικνύουν τι σημαίνει «μόλυνση» της κοινωνίας και τις συνέπειές της. Ο Ιονέσκο, το 1959, έχοντας βιώσει τη φρίκη του φασισμού και ναζισμού και τη «μόλυνση» εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλες τις χώρες της Ευρώπης (μεταξύ των οποίων και η Γαλλία), γράφει το «Ρινόκερο». Μια δηλητηριώδους σαρκασμού κοινωνική αλληγορία, με πρωταγωνιστές τον Μπερανζέ και τον «κολλητό» φίλο του, τον Ζαν, που ξαφνικά μεταλλάσσεται σε «ρινόκερο», καθώς η πόλη προσβάλλεται από μια αποτρόπαιη επιδημία, τη «ρινοκερίτιδα». Μόνον ο Μπερανζέ, ένας λαϊκός άνθρωπος, ένας υπαλληλάκος, αντιδρά σ' αυτή την απάνθρωπη «επιδημία» κι ας τον εγκαταλείπει γι' αυτό η αγαπημένη του. Η άκρως επίκαιρη πολιτικο-κοινωνική αλληγορία του Ιονέσκο αναδείχθηκε πλήρως και ουσιαστικά, από την εξαιρετική, απέριττα ρεαλιστική αλλά και υπονοηματικής ειρωνείας, σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου (ο ίδιος υπογράφει τη μετάφραση), με συνεργάτες τους Χρήστο Παπαδόπουλο (κινησιολογία) και Σοφία Αλεξιάδου (φωτισμοί). Το «φτωχού θεάτρου» σκηνικό (σκηνικά - κοστούμια Μαγδαληνής Αυγερινού - Ελλης Παπαγεωργακοπούλου) συνθέτουν μερικά σκαμπό, που μετακινούνται για να ορίζεται η χωρο-χρονικά αλλαγή των σκηνών, αλλά και ένα δραστικότατο εύρημα. Σε έναν τοίχο αναρτώνται δεκάδες κορνιζαρισμένες φωτογραφίες, ανδρών και γυναικών, διαφόρων ηλικιών, που σταδιακά αναποδογυρίζονται και εικονίζουν τη «ρινοκεροποίησή» τους. Στο καλό υποκριτικό σύνολο - Θανάσης Δήμου, Γιώργος Παπαγεωργίου, Ηρώ Μπέζου, Ευαγγελία Καρακατσάνη - κυριαρχούν οι έξοχες, αρμόζουσες στους ρόλους τους, ερμηνείες του Μανώλη Μαυρομματάκη (Μπερανζέ) και του Γιώργου Χρυσοστόμου (Ζαν).

«Ετσι είναι (αν έτσι νομίζετε)»

Patroklos Skafidas

«Ετσι είναι (αν έτσι νομίζετε)»
«Ετσι είναι (αν έτσι νομίζετε)» στο Εθνικό Θέατρο

Αφενός ορμώμενος από βασανιστικά - τραυματικά βιώματά του από την οικογένεια και κυρίως από τη συζυγική του ζωή, «τραύματα» που είτε προσπαθούσε να αποκρύψει από το κοινωνικό του περιβάλλον, είτε απέκρυπτε τα αίτιά τους, είτε εμφανιζόταν ως θύμα απαλλασσόμενος από κάθε ευθύνη και αφετέρου επηρεασμένος από τη Θεωρία της Σχετικότητας, ο Λουίτζι Πιραντέλο, με όλα τα πεζογραφικά και θεατρικά έργα του, εμμονικά ασχολήθηκε με ένα παράδοξο, παντοτινό και οικουμενικό «δράμα» του ανθρώπου. Με το «είναι» και το «φαίνεσθαι», με το πρόσωπο και το προσωπείο του. «Ο καθένας πιστεύει πως ο εαυτός του είναι ένας. Μα γελιέται: Ο καθένας μας είναι τόσοι πολλοί όσες είναι οι δυνατότητες που υπάρχουν μέσα μας (...) Εμείς οι ίδιοι δεν ξέρουμε παρά μονάχα ένα μέρος του εαυτού μας (...) Γιατί έχουμε μέσα μας (...) την ανάγκη να εξαπατούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας, δημιουργώντας μια πραγματικότητα (...) που κάθε τόσο αποδείχνεται μάταιη και φανταστική (...)», ομολογούσε ο Πιραντέλο. Αναφερόμενος σ' αυτή τη θεματολογική εμμονή του συγγραφέα, ο μελετητής του Σίλβιο Ντ' Αμίκο έγραφε: «Ο καθένας μας δεν είναι αυτό που νομίζει ότι είναι, αλλά ένας, κανένας, εκατό χιλιάδες, ανάλογα με το πώς βλέπει τούτο ή εκείνο το πρόσωπο και πάντα αλλιώτικος απ' ό,τι πλάθει ο ίδιος για τον εαυτό του μέσα στο μυαλό του (...)». Ο καθένας βλέπει αλλιώς τον άλλον, επόμενα αλλιώς και την όποια «αλήθεια» του. Το «είναι» και το «φαίνεσθαι» και κατ' επέκταση η υποκειμενικότητα της αλήθειας είναι το θέμα του πιραντελικού έργου «Ετσι είναι (αν έτσι νομίζετε)». Ο κύριος Πόνζα - το κεντρικό πρόσωπο - ισχυρίζεται στο κοινωνικό περιβάλλον ότι η πρώτη γυναίκα του, η Λίνα, πέθανε, ότι ζει με τη δεύτερη γυναίκα του, την Σοφία, και ότι η πρώην πεθερά του, η κα Φρόλα, μη αποδεχόμενη το θάνατο της κόρης της, νομίζει ότι η δεύτερη γυναίκα του δεν είναι άλλη από την κόρη της Λίνα. Αντίθετα, η κα Φρόλα ισχυρίζεται ότι η Λίνα, για να μη διαταράξει ψυχικά τον σύζυγό της, Πόνζα, απλώς «παριστάνει» ότι είναι η δεύτερη γυναίκα του, η Σοφία. Το «μυστήριο» μένει άλυτο, αφού ο Πόνζα και η Φρόλα επιμένουν, ο καθένας, στη δική του «αλήθεια». Αλλά «δεν υπάρχει αλήθεια και αυτή είναι η μόνη αλήθεια», λέει ο Πιραντέλο, στην τελευταία φράση αυτού του - λεπτής, αμφίσημης ειρωνείας για την ιλαροτραγωδία της ανθρώπινης ψυχής - έργου. Εργο από τα σημαντικότερα του 20ού αιώνα, το οποίο, σε μετάφραση της Ξένιας Καλογεροπούλου, ανέβασε στο Εθνικό Θέατρο (στην κεντρική σκηνή μάλιστα) ο - πολυδιαφημιζόμενος ως «πολύφερνος» - σκηνοθέτης Δημήτρης Καρατζάς, ο οποίος, αμέσως μετά την αποφοίτησή του από δραματική σχολή, σκηνοθέτησε - καταντώντας τα, με τις μιμητικές «μεταμοντερνιές» του, αγνώριστα - δύο κλασικά έργα («Ο μικρός Εγιολφ» του Ιψεν, στην «Πόρτα», και «Ιβάνοφ» του Τσέχοφ στο Εθνικό Θέατρο. Ακολούθησαν και μερικές άλλες ανάλογες σκηνοθεσίες του). Το θέατρο πρέπει να «δοκιμάζει» νέους καλλιτέχνες, αλλά να τους αναθέτει έργα αξίας ανάλογης με την παιδεία, την πραγματικά κατακτημένη γνώση, την εμπειρία, την ποιότητα των πρότερων «δοκιμασιών» τους. Εχει συνέπειες η πανταχόθεν και τόσο πρόωρα - όπως με τον Δ. Καρατζά - παροχή «χώρου» στην άμετρη φιλοδοξία. Εχει συνέπειες το να εμπιστεύεται το Εθνικό Θέατρο σε έναν τόσο «άγουρο» - ηλικιακά και καλλιτεχνικά, που έχει δρόμο ακόμα για να μάθει την «αλφαβήτα» του θεάτρου - ένα έργο σαν του Πιραντέλο. Μια τόσο άκριτη και πρόωρη εμπιστοσύνη μπορεί να εκθρέψει ένα επηρμένο σκηνοθετικό «εγώ» και να καταλήξει σε αυθαίρετη «ανάγνωση» του περιεχομένου του έργου, στην αλλοίωση του ήθους του, αλλά και στην κακοποίηση της τέχνης και των μέσων των ηθοποιών. Ο Πιραντέλο χαρακτήριζε το θέατρό του «δυσάρεστο», γεμάτο «πικρή συμπόνια για όλους εκείνους που εξαπατούν τον εαυτό τους», ξεκαθαρίζοντας ότι «αυτή η συμπόνια δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από το άγριο περιγέλασμα της μοίρας, που καταδικάζει τον άνθρωπο στην απάτη». Ο σκηνοθέτης, όμως, αντιμετώπισε το έργο ως γελοιογραφία, στο μέγιστο βαθμό εξευτελισμού της ανθρώπινης υπόστασης. Κατά τη δήθεν «βαθυστόχαστη», δήθεν «μοντέρνα» σκηνοθεσία - σκηνοθεσία εντελώς μονοσήμαντη, μονότονη, αντιθεατρική, κυριολεκτικά ανυπόφορη για τα αυτιά και τα μάτια των θεατών - όλοι οι άνθρωποι είναι γελοιωδέστατοι, κουτσομπόληδες, μικρόνοοι και κακόψυχοι. Ολοι παράφρονες. Ολοι συνεχώς κραυγάζουν, μορφάζουν, παραδέρνουν χειρονομιακά και κινησιολογικά (κίνηση Σταυρούλας Σιάμου). Ετσι ζήτησε να ερμηνεύσουν τους ρόλους τους, όλοι, σχεδόν, οι ηθοποιοί που ζήτησε ο σκηνοθέτης και του διατέθηκαν. Ηθοποιοί έμπειροι και νεότεροι, μαθημένοι - από πεποίθηση ή από εργασιακή ανάγκη - να πειθαρχούν στον σκηνοθέτη. Αλλά η άκριτη πειθαρχία, η μη διατύπωση της διαφορετικής γνώμης για το έργο ή την ερμηνεία του ρόλου, η σιωπηρή υποταγή και σε ολοφάνερες στρεβλώσεις του έργου από μια «δικτατορική» σκηνοθεσία μόνο βλάβη προκαλούν. Στο έργο, στον ηθοποιό, στη θεατρική τέχνη. Και στον σκηνοθέτη, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Δεν του μαθαίνει το σωστό και το λάθος, τι σημαίνει μέτρο και τι υπερβολή. Από τη δίνη της εντελώς λαθεμένης και αντιανθρώπινης αντίληψης σκηνοθεσίας προσπάθησαν να διασωθούν και σε ένα βαθμό το κατάφεραν, χάρη στη μεγάλη πείρα και το κύρος τους, ο Μηνάς Χατζησάββας (κάνει το χατίρι του σκηνοθέτη αλλά και μαεστρικά του ξεγλιστρά) και η Ξένια Καλογεροπούλου. Η σκηνοθεσία - αποκλειστικά - ευθύνεται για την ερμηνεία των υπόλοιπων ηθοποιών (αλφαβητικά): Μαρίας Κεχαγιόγλου, Μιχάλη Κίμωνα, Εμιλυ Κολιανδρή, Θύμιου Κούκιου, Υβόννης Μαλτέζου, Κώστα Μπερικόπουλου, Μιχάλη Οικονόμου, Ελίνας Ρίζου, Γιώργου Συμεωνίδη.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ