«Θα ήθελα πάρα πολύ κάποιος να με πείσει ότι η κατεδάφιση σπιτιών, άνευ λόγου και προειδοποίησης, η εμφάνιση της κάννης των τεθωρακισμένων μέσα στα σπίτια, οι εικόνες των πολιτών να τρέχουν πανικόβλητοι και το μικρό παιδί που έχω μπροστά μου μέσα στο θάλαμο του παλαιστινιακού νοσοκομείου με το πόδι κομμένο από οβίδα που γκρέμισε το σπίτι του δεν είναι τρομοκρατία» γράφει, ανήμερα του Πάσχα, από τη Λωρίδα της Γάζας, ο Ρόμπερτ Φισκ για την «Independent». «Δεν μπορεί παρά να είναι ψέμα και υποκρισία η επιμονή στο χαρακτηρισμό αντεπίθεση ή αντίποινα στις ισραηλινές επιδρομές και επιθέσεις», σημειώνει ο Φισκ, καταλήγοντας ότι όντως υπάρχουν ένοπλοι Παλαιστίνιοι και όντως γίνονται τρομοκρατικές πράξεις εναντίον των Ισραηλινών, αλλά ο χαρακτηρισμός δεν αφορά ούτε το σύνολο του παλαιστινιακού λαού, ούτε μόνο τις παλαιστινιακές πράξεις.
Η δράση των Ισραηλινών ειρηνιστών, οι διώξεις που υφίστανται, οι συλλήψεις, αλλά ακόμη και οι φυλακίσεις τους είναι θέματα που δε θίγονται από τη διεθνή ειδησεογραφία. Οι φωνές αντίστασης πνίγονται γρήγορα στο περιθώριο. «Γιατί η κατεδάφιση δεκάδων σπιτιών δε συνιστά τρομοκρατική πράξη;», τολμά να αναρωτιέται ο Ισραηλινός συγγραφέας Γκίντεον Λεβί, στη Χααρέτζ, για να καταλήξει ότι «ίσως... εκτόξευση όλμων από τους Παλαιστινίους να είναι μια πράξη αυτοάμυνας ενάντια σε μια κατοχή που δεν έχει τέλος, ενάντια στους εβραϊκούς εποικισμούς που από το 1967 επεκτείνουν διαρκώς τα σύνορά τους μπροστά στα εξουθενωμένα μάτια των Παλαιστινίων».
Σε αυτά, δεν μπορεί κανείς να μη συμπληρώσει τον επιλεκτικό τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η όλη διένεξη, αλλά και οι έξωθεν παρεμβάσεις. Δεν είναι κρυφό ότι τα ΜΜΕ εστιάζουν στις ένοπλες αντιπαραθέσεις και δεν αναφέρονται καθόλου στο καθημερινό δράμα του παλαιστινιακού λαού. Δεν είναι τυχαίο ότι προβλήθηκε ως «κατευναστική» και «δίκαιη» η γραπτή δήλωση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ, που χαρακτήριζε «δυσανάλογη και ακραία» την ανακατάληψη παλαιστινιακών εδαφών και οδήγησε στην αναίρεση της ισραηλινής εισβολής. Οι ίδιοι οι Αμερικανοί διπλωμάτες διευκρίνιζαν ότι η αμερικανική «επίκριση» ήταν περισσότερο μια προσπάθεια να συγκρατηθούν οι ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις σε επίπεδο τέτοιο που η αμερικανική διπλωματία να μη χάνει εντελώς την αξιοπιστία της (και τη δυνατότητα άσκησης επιρροής) απέναντι στις αραβικές κυβερνήσεις, που πιέζονται έντονα από τους λαούς τους για ανάληψη σοβαρής δράσης στο πλευρό της Ιντιφάντα.
Δεν μπορεί κανείς να ξεχνά ότι η Ουάσιγκτον αυτοβαπτίστηκε εγγυήτρια μιας ειρηνευτικής διαδικασίας και μοναδικός διαμεσολαβητής τη στιγμή που είναι γνωστό ότι ετησίως 5 δισ. δολάρια του προϋπολογισμού της χορηγούνται στο Ισραήλ. Είναι επίσης γνωστό ότι έχει ασκήσει βέτο σε όλες τις αποφάσεις που είναι επικριτικές για το Ισραήλ, στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας, ακόμη και σε αυτές που προέβλεπαν απλώς την προστασία του παλαιστινιακού λαού. Είναι τουλάχιστον αφελής εθελοτυφλία να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να υπάρξει δίκαιη ειρηνευτική διαδικασία και ισότιμη διαμεσολάβηση όταν το ένα μέρος των διαπραγματεύσεων είναι ισχυρότερο από όλες τις απόψεις και έχει τη σταθερή πολυεπίπεδη υποστήριξη του διαμεσολαβητή!
«Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι είναι εγκλωβισμένοι σε μια κόλαση» σημειώνει σε ένα άρθρο του ο Παλαιστίνιος καθηγητής και διανοητής Εντουαρντ Σαΐντ. «Δεν αρκεί να μιλάμε γενικά για ειρήνη. Η ειρήνη χρειάζεται πραγματικό έδαφος να εφαρμοστεί, συγκεκριμένες βάσεις, αυτές των υπαρχόντων αποφάσεων, του διεθνούς δικαίου, του στοιχειώδους ανθρωπισμού, χωρίς ειρηνευτικές διαδικασίες βασισμένες σε εξωτερικούς παράγοντες και προς την ικανοποίηση αλλότριων συμφερόντων». Και η πραγματική ειρήνη δεν μπορεί να είναι άλλη από την ευημερία, την αποκατάσταση της γαλήνης, της καλής γειτονίας, της συνεργασίας, της υιοθέτησης ανθρωπίνων όρων διαβίωσης και προόδου και για τους δύο λαούς, Ισραηλινούς και Παλαιστινίους.