Οι Λαϊκές Επιτροπές στη Δυτική Αττική δίνουν τη μάχη της συσπείρωσης για άμεσα ζητήματα ζωτικής ανάγκης. Οπως για παράδειγμα η θεώρηση των βιβλιαρίων όλων των αυτοαπασχολουμένων, είτε έχουν ανοιχτό μαγαζί, είτε κλειστό, είτε χρωστούν, είτε δε χρωστούν, για επίδομα ανεργίας, για μέτρα προστασίας των οικογενειών τους, λέει ο Χρ. Μαργανέλης. Τα νούμερα είναι καταπέλτης, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει, όταν από τους 780.000 οι μισοί αδυνατούν να πληρώσουν τις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις. Σε αυτό για μας «είναι βασικό να μην είναι κανείς μόνος του», σημειώνει.
Σημειώνει ωστόσο ότι η παρέμβαση δεν είναι εύκολη καθώς πρόκειται για «στρώμα με τις δικές του ιδιαιτερότητες, που κυριαρχεί ο ατομισμός, καλλιεργούνται έντονα οι αυταπάτες ότι με μια άλλη πολιτική διαχείρισης μπορεί να αλλάξει κάτι και πέφτουν αρκετοί σε αυτή την παγίδα. Την ίδια στιγμή που όλα επιτείνουν στο αντίθετο, δηλαδή συγκεντρώνεται η παραγωγή, η ανεργία αυξάνεται τα μεροκάματα χαμηλώνουν, ο διεθνής ανταγωνισμός είναι συγκεκριμένος». Για παράδειγμα, όπως σημειώνει, όταν τα προβλήματα είναι ιδιαίτερα πιεστικά υπάρχει συσπείρωση. Ωστόσο, την ίδια στιγμή υπάρχει και επιμονή στην «ανακύκλωση» του προβλήματος με ΕΒΕ ή άνεργους που προσπαθούν να ανοίξουν μια νέα μικρή επιχείρηση σε άλλο κλάδο. Για παράδειγμα, αυτό είναι έντονο στο λιανεμπόριο, στα τρόφιμα, ταχυφαγεία, κ.λπ., τα οποία όμως είναι «ναρκοθετημένα» (ως επιχειρήσεις) από την αρχή, πρόκειται δηλαδή για κινήσεις απελπισίας.
-- Ποια είναι η διέξοδος σήμερα για τον εν ενεργεία αλλά και τον άνεργο αυτοαπασχολούμενο;
Ο Χρ. Μαργανέλης απαντά ότι η συμπόρευση με το εργατικό κίνημα, η διεκδίκηση άμεσων ζωτικής σημασίας αιτημάτων είναι ένα το κρατούμενο. Πρέπει ταυτόχρονα να ενισχύεται η λαϊκή συμμαχία σύγκρουσης και ρήξης με αυτή την πολιτική. «Η λύση βρίσκεται σε μια άλλη παραγωγική διέξοδο. Σήμερα απαιτείται άλλος τρόπος οργάνωσης και άλλη εξουσία. Αυτοί που είναι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό κυρίως -που αποτελούν σήμερα και τη μεγαλύτερη μάζα- με ένα άλλο τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, με τη μορφή του συνεταιρισμού θα μπορέσουν να αναπτύξουν τις παραγωγικές δυνατότητες και να συμβάλλουν καθοριστικά στην προσπάθεια της λαϊκής οικονομίας. Αυτό είναι πολύ κρίσιμο», τονίζει. Σήμερα, άλλωστε, όπως προσθέτει, αρκετοί καταλαβαίνουν ότι η πορεία αυτού του συστήματος είναι μη αναστρέψιμη.
Εξηγεί, για παράδειγμα, ότι σήμερα υπάρχει μεγάλη πολυεθνική στο χώρο που δραστηριοποιείται στο χώρο του ξύλου. Το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο καθώς στη Δυτική Αττική υπήρχαν πάρα πολλά ξυλουργεία που έκλεισαν. Για παράδειγμα, στην Αγ. Βαρβάρα υπήρχαν περίπου 20 επιχειρήσεις και έχουν μείνει δυο ή τρεις. «Εμείς λέμε ότι πρέπει να υπάρχει φτηνό λαϊκό και ποιοτικό έπιπλο για τους εργαζόμενους, συνολικά για το λαό. Αυτό πώς μπορεί να γίνει; Με μια συνεταιριστική επιχείρηση που θα λειτουργήσει καθετοποιημένα, θα λειτουργήσει με τέτοιους όρους και στο εμπορικό και στο κατασκευαστικό και στο σχεδιαστικό της κομμάτι και δε θα έχει σκοπό το κέρδος, αλλά την κάλυψη των αναγκών του λαού. Θα είναι μια μεγάλη μονάδα και όχι διάσπαρτες μικρές επιχείρησης», τονίζει. Και προσθέτει: «Εμείς δε δαιμονοποιούμε τη συγκέντρωση της παραγωγής σαν τέτοια, αλλά εννοούμε ποιος έχει το κλειδί και με τι στόχο».
Και μεταξύ άλλων καταλήγει: «Εμείς σήμερα δίνουμε τη μάχη για συστράτευση των αυτοαπασχολούμενων στη συλλογική δράση. Για να πυκνώσουν τους συλλόγους τους εμπορικούς και κλαδικούς, να ενισχυθεί η αλληλεγγύη και ταυτόχρονα να ενισχύεται η συμμαχία με την εργατική τάξη, η συνολική αντιπαράθεση με αυτή την πολιτική».