Πέμπτη 6 Ιούνη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΛΟΥΚΙΝΟ ΒΙΣΚΟΝΤΙ
Σένσο

Θεμελιώδες έργο της ιταλικής κινηματογραφίας όλων των εποχών και μέγα ιστορικό ντοκουμέντο. Ανεπανάληπτη σύνθεση αριστοκρατικής κομψότητας και θλιβερής παρακμής. Μένει στη μνήμη σαν μια από τις ωραιότερες αναπαραστάσεις της Αναγέννησης (Risorgimento), της πιο πλούσιας εποχής σε πατριωτικά και επαναστατικά σύμβολα κι εκφράζει ολοζώντανα το πνεύμα της. Οπως το '42 με το «ΔΙΑΒΟΛΙΚΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ» το '48 με το «Η ΓΗ ΤΡΕΜΕΙ» έτσι το '54 ο Βισκόντι κάνει το «ΣΕΝΣΟ», ένα επαναστατικό φιλμ και με αυτό το φιλμ ο Βισκόντι χαλαρώνει τους δεσμούς του με το νεορεαλισμό, περνά στο χρώμα και ρίχνει το βλέμμα του στην αστική τάξη... Το «ΣΕΝΣΟ» έχει και φιλοδοξίες μεγάλου σοσιαλιστικού φρέσκου, εδώ η εσωτερική διάσταση του αριστοκράτη - σοσιαλιστή Βισκόντι γίνεται εντονότερη. Ξεκινά από την ποίηση, το εκλεπτυσμένο θέατρο και μια «υψηλή» ιστορία έρωτα και σταδιακά πέφτει στο χώρο μιας λαϊκής πραγματικότητας, χοντροκομμένης αλλά καθόλου υποκριτικής και τίθεται επικεφαλής ενός εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου που είναι κυρίως ταξικός πόλεμος...

Η ταινία πηγάζει από την ομώνυμη νουβέλα του 1883, του Καμίλο Μπόιτο - αρχιτέκτονα στο επάγγελμα. Με φόντο τον εθνικοαπελευθερωτικό, ιταλο-αυστριακό πόλεμο του 1866 μια Βενετσιάνα κοντέσα προδίδει, για τον έρωτα ενός δειλού νεαρού Αυστριακού υπολοχαγού, την υπόθεση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Το 1866 κι ενώ η περιοχή του Βένετο βρίσκεται υπό το ζυγό των Αυστριακών, το περίφημο λυρικό βενετσιάνικο θέατρο Φενίτσε φιλοξενεί παράσταση του Trovatore του Βέρντι. Βροχή προκηρύξεις πέφτουν, το θέαμα διακόπτεται, συλλήψεις γίνονται και ο πατριώτης μαρκήσιος Ουσόνι προκαλεί σε μονομαχία τον αυστριακό υπολοχαγό Φραντς Μάλερ. Η κοντέσα Λίβια Σερπιέρι, ξαδέλφη του Ουσόνι που στηρίζει τον πατριωτικό αγώνα, στην προσπάθειά της να σώσει τον ξάδελφό της συναντά τον Αυστριακό υπολοχαγό, τον οποίο και ερωτεύεται απελπισμένα, φθάνοντας μέχρι την προδοσία της κοινής πατριωτικής υπόθεσης.

Ακρογωνιαίος λίθος του παγκόσμιου σινεμά η ταινία, δουλεμένο στις τελευταίες λεπτομέρειες, οι διάλογοι σε συνεργασία με τον Τενεσί Γουίλιαμς, η σκηνογραφία και η μουσική (Βέρντι, Μπρούκνερ) να υπογραμμίζουν την ρυπαρότητα αυτού του έρωτα, τον ξεπεσμό μιας κοινωνίας και το τέλος ενός βασιλείου. Από ιστορία έρωτα το εξαιρετικής απεικονιστικής ομορφιάς «ΣΕΝΣΟ» μετατρέπεται σε ιστορικό ντοκουμέντο, που παντρεύει την Ιστορία, τον πατριωτισμό και το ρομαντισμό. Με κριτική ματιά πάνω στα γεγονότα και ξεκάθαρο ορθολογισμό κάθε χαρακτήρας σε αυτό το μελόδραμα λαγνείας και θανάτου φέρει χροιά κοινωνική και ιστορική. Θαυμαστή η χρωματική και σκηνογραφική συνοχή της ταινίας (βοηθοί σκηνοθεσίας οι νεαροί τότε Φραντσέσκο Ρόζι και Φράνκο Τζεφιρέλι) αναπτύσσεται με την αμείλικτη αναγκαιότητα μιας ρομαντικής τραγωδίας που στον επίλογο αποκηρύσσει ανελέητα το ρομαντισμό της. Την Λίβια Σερπιέρι ερμηνεύει η Αλίντα Βάλι. Ο Βισκόντι εξαρχής επέλεξε την Βάλι όχι απλά για την ομορφιά και το ταλέντο της, αλλά σε μεγάλο βαθμό, για το «φιζίκ του ρόλου» ιδιότητα εγγενή με τις αριστοκρατικές καταβολές της Βάλι (το πραγματικό της όνομα ήταν Αλίντα Μαρία Λάουρα Αλτενμπούργκερ βαρόνη φον Μάρκενσταϊν και Φράουενμπεργκ). Για το ρόλο του νεαρού Αυστριακού υπολοχαγού ο Βισκόντι ήθελε τον Μάρλον Μπράντο. Αυτός δεν ήταν διαθέσιμος κι έτσι επελέγη ο Φάρλεϊ Γκρέιντζερ από την Καλιφόρνια, γνωστός στην πατρίδα του αλλά άγνωστος στον υπόλοιπο κόσμο.

Η φιλμική Λίβια διαφέρει από τη λογοτεχνική. Αυτή του Μπόιτο είναι ψυχρή, παγερή ακόμα και στην εκδίκησή της. Γι' αυτό ο συγγραφέας τη βάφτισε Λίβια σαν τις σκληρές Ρωμαίες πατρίκιες. Η Λίβια του Βισκόντι θυμίζει μάλλον την Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ με το τυφλό της πάθος. Αλλοτε είναι παράλογη, άλλοτε παιδαριώδης. Συχνά θέλει να μη βλέπει και να μην ακούει, για να μην παραδοθεί στο προφανές και με την κρίση του μυαλού επιστρέψει στην γκρίζα, βολική βέβαια, συζυγική ζωή της. Το πραγματικό αποκορύφωμα στην επικείμενη τραγωδία της κοντέσας Σερπιέρι συνοψίζεται σε κείνο το «Ναι Φραντς, μείνε!»... Απελπισμένα ερωτευμένη, εγκλωβισμένη στη νεανική ζωτικότητα και την υποκρισία του γοητευτικού Αυστριακού αξιωματικού που με κυνικό οπορτουνισμό καταπατά τους στίχους του Χάινε, η Λίβια αναλώνεται - σε μια Βενετία τραγική που πεθαίνει - στην ύστατη ελπίδα μιας πραγματικής ζωής, ενός πάθους, πέρα από τις υποκριτικές συμβάσεις και τις κοινωνικές μάσκες.

Παίζουν: Αλίντα Βάλι, Μάσιμο Τζιρότι, Φάρλεϊ Γκρέιντζερ κ.ά.

Παραγωγή: Ιταλία (1954).


Κορυφή σελίδας
Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ