Πέμπτη 22 Δεκέμβρη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΜΙΣΕΛ ΧΑΖΑΝΑΒΙΣΙΟΥΣ
The artist

Μοιάζει πλαστογράφημα η βωβή ταινία του Μισέλ Χαζαναβίσιους, φόρος τιμής στη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ και το «βωβό» κινηματογράφο. Με αισθητική που πλησιάζει μεταγενέστερες του βωβού δεκαετίες, με προσεγμένες λεπτομέρειες, γοητευτικές ερμηνείες και ακατάσχετες οπτικές και ηχητικές αναφορές σε σπουδαίους δημιουργούς και σπουδαία έργα, η ταινία - παρά τις διακρίσεις, τα βραβεία και τη διθυραμβική αντιμετώπιση, μοιάζει να μην αναπνέει, να μη ζει. Δίνει την αίσθηση ότι δε δημιουργήθηκε από κάποια πιεστική για έκφραση εσωτερική ανάγκη, αλλά μάλλον σαν προϊόν / πλατφόρμα για επίδειξη τεχνικών δεξιοτήτων. Την εποχή που όλο και περισσότερες ταινίες υποκύπτουν στον πειρασμό της εμπορικότητας της τεχνικής 3D, ο Χαζαναβίσιους πάει στον αντίποδα με ένα ετεροχρονισμένο βωβό αισθηματικό μελόδραμα, όπερ, μεθερμηνευόμενο εισπρακτικά, συνιστά την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Ισως, όμως, αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο ήταν να παραθέσει στους βαθμολογητές της κινηματογραφικής βιομηχανίας τους καρπούς της σπουδής του στο θέμα.

Υπολογίζεται ότι η χρυσή περίοδος του βωβού κινηματογράφου στην Αμερική καλύπτει ουσιαστικά μια γεμάτη δεκαετία, που αρχίζει το 1916 με τη «ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑ» του Γκρίφιθ και ολοκληρώνεται το 1926 με τον «ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ» του Αλαν Κρόσλαντ. Ο ήχος ήταν κάτι γνωστό προ πολλού μέσα από πειραματικές μορφές, λανσαρίστηκε, όμως, με ανταπόκριση το 1926-27 γιατί αυτό που απαιτούσε πια το κοινό σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό ήταν κάτι αξιοσημείωτο, ένα ακουστικό κίνητρο.

Το τέλος του βωβού συνεπάγεται - κατά κάποιον τρόπο - και τη διάλυση μιας τεχνητής κοινωνίας. Μιας αγενούς υψηλής τάξης κι ενός τρόπου ζωής που λειτουργούσαν σε άμεση συνάρτηση με την πιστή μάζα των θεατών, που, όμως, τώρα καθρεφτίζεται στον ολόφρεσκα συναρπαστικό ομιλούντα κινηματογράφο που επί σειρά ετών δεν είχε καμιά σχέση με Τέχνη. Η ταχεία, ωστόσο, μετάβαση σε καινούριες μορφές παραγωγής προκαλεί και πληθώρα προσωπικών καταστροφών. Στο λαμπερό Χόλιγουντ του '27 πάμπολλοι σταρ του βωβού βρέθηκαν αναπάντεχα αντιμέτωποι με μια νέα σκληρή πραγματικότητα, δεδομένου ότι η ανάπτυξη του «star system» έπαιζε σημαντικό εμπορικό ρόλο και στην προσωπική τους ζωή. Τοποθετημένοι σε αμέτρητου γοήτρου περιβάλλοντα, συμβάλλουν στη δημιουργία των μύθων, γύρω από τον εαυτό τους. Στο μυστικισμό που καλλιεργούσε αυτή η τακτική συνέβαλε το γεγονός ότι ήταν πρόσωπα χωρίς φωνές. Ετσι και ο μέγας George Valentin που δεν πίστεψε στην καινούρια τεχνική. Αφησε το τρένο των ευκαιριών να προσπεράσει κι έπεσε στη λήθη ο ίδιος. Η μικρή, όμως, χορεύτρια Peppy Miller που κάποτε βοηθήθηκε απ' αυτόν έχει τώρα γίνει μεγάλη και τρανή κι έφθασε η ώρα να ανταποδώσει. Η ταινία αφηγείται την ιστορία δύο αστέρων του θεάματος, που οι αντίθετες τροχιές τους διασταυρώνονται, αλλά ο έρωτάς τους εμποδίζεται από το χρήμα, τη διασημότητα και την περηφάνια.


Το πέρασμα από το βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο υπήρξε περίπλοκο και γέννησε κρίση. Αυτήν την πικρή συμβιωτική σχέση του παλιού με το καινούριο στα πλαίσια του τέλους εποχής του «βωβού» απέδωσε το 1950 ο Μπίλι Γουάιλντερ στη μυθική ταινία του «ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ» μέσα από τη γηραιά σταρ Γκλόρια Σουάνσον που υποδύεται τον εαυτό της και το νεαρό σεναριογράφο που υποδύεται ο Γουίλιαμ Χόλντεν. Στην ταινία παρελαύνουν πλήθος θρύλοι του βωβού, ο Εριχ φον Στρόχαιμ, ο Σέσιλ Ντε Μιλ, ο Μπάστερ Κίτον...

Αυτό το πέρασμα περιγράφεται συνήθως απλουστευτικά, κάτι που συνιστά τη ρουτίνα, ή με χαρακτηρισμούς του τύπου «τεχνική επανάσταση» στο εσωτερικό της γλώσσας του κινηματογράφου. Την άποψη αυτή υιοθετεί ο σκηνοθέτης Στάνλεϊ Ντόνεν στο πασίγνωστο μιούζικαλ από το 1952 «ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ» με το καταπληκτικό τρίο Τζιν Κέλι, Ντέμπι Ρέινολντς και Ντόναλντ Ο' Κόνορ.

Ομως, και αυτή η απλούστευση αφήνει στο περιθώριο την πλειοψηφία των συνιστωσών μιας εξέλιξης. Μετά τις πρώτες εισπρακτικές επιτυχίες του ομιλούντα, η κινηματογραφική βιομηχανία προέβη σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά πλαίσια με κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες για τους περισσότερους εργαζόμενους. Η ιστορία του κινηματογράφου είναι σε μέγιστο βαθμό οικονομική ιστορία και αποδεικνύει ότι μια αισθητική εξέλιξη δεν μπορεί ποτέ να εξηγηθεί πλήρως με τη χρήση αποκλειστικά δικών της όρων και πλαισίων, αλλά πρέπει να αντιμετωπίζεται σε σχέση με την κοινωνία που την επηρεάζει ή την παραγγέλλει. Μια ακόμα απλοποίηση είναι αυτή που περιγράφει την επιτυχία του ομιλούντα σαν «καλλιτεχνική απώλεια» και σαν «απώλεια» στην έκφραση. Θα έπρεπε, όμως, να ισχύει το αντίθετο. Με τον ήχο μπορείς να διαμορφώσεις βιώματα χρόνου και χώρου, κάτι που λογικά συνεπάγεται κέρδος στην ελευθερία έκφρασης. Για μια μεταβατική περίοδο, από το 1927 ως το '30 αυτή η μαύρη οπτική ήταν δικαιολογημένη. Η πρώην κινητική κάμερα ήταν ανάπηρη, κλεισμένη σαν σε κελιά ηχομόνωσης και περικυκλωμένη από θνησιγενή και υπερευαίσθητα μικρόφωνα. Κάτι που περιγράφεται διεξοδικά στην ταινία «ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ». Γρήγορα όμως ήρθαν οι διορθώσεις, έμαθαν τον τρόπο να δαμάζουν τις καινούριες τεχνικές και να τις τελειοποιήσουν. Κι έτσι επανήλθε η απελευθερωμένη μηχανή. Αυτό αποδεικνύεται από τη μεγάλη ποσότητα ομιλούντων ταινιών πριν το 1932, φτιαγμένων με μαεστρία. Παρ' όλα ταύτα, ακόμα φούντωνε η αντιπαράθεση για την προτίμηση του βωβού σε σχέση με τον ομιλούντα. Κι ας μην ξεχνάμε ότι η σιωπή σαν εκφραστικό μέσο έγινε δυνατή μετά την εμφάνιση και την επικράτηση του ήχου. Η απόλαυση μιας βωβής εικόνας έγινε πολύ μεταγενέστερα δείγμα υψηλής τέχνης.

Το Χόλιγουντ της δεκαετίας του '20 ήταν μια αυτοκρατορία, σαν την ρωμαϊκή, μόνο που αυτή γεννήθηκε σε μια νύχτα. Στον τόπο που κάποτε κυρίευαν ατέλειωτες καλλιέργειες εσπεριδοειδών και παραγκουπόλεις των φτωχών εργατών που δούλευαν περιοδικά μαζεύοντας τους καρπούς, ξεφύτρωσαν μέσα σε μια νύχτα στους γύρω λόφους ιδιωτικά πολυτελή παλάτια και τράπεζες πάνω στους βάλτους. Ετσι λέει ο μύθος της δημιουργίας του Χόλιγουντ. Η ηγεμονία της Γαλλίας στο πεδίο του κινηματογράφου, με την ισχυρή κάποτε εταιρεία Path?, καταλύθηκε από την αμερικάνικη εξαγωγική δραστηριότητα ιδίως σε ό,τι αφορά το «είδος» στον κινηματογράφο. Μετά τον α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η αξία του μέσου επαναπροσδιορίζεται σε μέσον πληροφόρησης, αλλά ακόμα και αντίστασης, διαμαρτυρίας και προπαγάνδας.

Την προηγούμενη περίοδο ο κινηματογράφος ήταν συνδεδεμένος με την εργατική τάξη, ήταν κάτι ανάλογο του λούνα παρκ. Τώρα, νομιμοποιημένα αναβαθμισμένο, τον αποζητούν τα υψηλά στρώματα. Οι αλυσίδες των μικρών και βιαστικά ανοιγμένων «nickel - odeons» (έτσι ονομάζονταν οι αίθουσες) υφίσταντο ακόμα και εκτελούσαν χρέη τζακιού σε κάθε νέα κρίση, ενώ το σημαντικότερο μέρος των κινηματογραφικών παραγωγών λειτουργούσε όλο και περισσότερο σαν κατευναστικό χάπι για τους ανέργους, όπως ακριβώς και σήμερα...

Παίζουν: Ζαν Ντιζαρντάν, Μπερενίς Μπεζό, Τζον Γκούντμαν, Τζέιμς Κρόμγουελ, Μάλκομ Μακ Ντάουελ, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (2011).


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ