Πέμπτη 22 Δεκέμβρη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΜΑΧΑΜΑΤ - ΣΑΛΕΧ ΧΑΡΟΥΝ
Η κραυγή ενός ανθρώπου

Η ταινία/ παραβολή του σκηνοθέτη Μαχαμάτ - Σαλέχ Χαρούν από το Τσαντ της Αφρικής, δίνει στους ανθρώπους της άγνωστης χώρας του φωνή μέσα από την εικόνα. Με αφορμή μια προσωπική τραγωδία, το φιλμ αναφέρεται στο συλλογικό δράμα όχι μόνο ενός λαού, αλλά μιας ολόκληρης ηπείρου που κατακρεουργούν ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Ιδιαίτερα αξιόλογες οι αφηγηματικές στρατηγικές που άπτονται της δόμησης και ανάπτυξης της θεματικής (του discours) του φιλμ. Από τα πρώτα πλάνα, ο εμφύλιος είναι πανταχού παρών. Αρχικά σαν σκηνογραφικό φόντο στην ιστορία που διαδραματίζεται στο προσκήνιο. Σιγά - σιγά συνδέεται με κάθε έκφρασή της, γιγαντώνεται με μαεστρία και εισβάλλει στο φιλμικό χώρο τόσο απειλητικά που κατακλύζει ασφυκτικά ακόμα και τον αέρα που αναπνέουμε στην αίθουσα.

Ταινία βαθιά πολιτική που καταγράφει και σχολιάζει τη στάση των «πολλών», των αδυνάτων απέναντι στο γίγνεσθαι της σύγχρονής τους Ιστορίας. Δεν προτάσσει απαντήσεις, προτείνει να κρατάμε τα μάτια ανοιχτά, ώστε να βλέπουμε την αδικία δίπλα και γύρω μας κι όχι μόνο μέχρι τα δικά μας, τα ατομικά σύνορα. Ο καθένας ας το κάνει όπως νομίζει και μπορεί, η ταινία πάντως οριοθετεί πλαίσια και έννοιες εντός των οποίων κινούνται οι συγκεκριμένες πολιτικές τις οποίες καταγγέλλει, ενώ στέκεται κριτικά σε καταστάσεις και συμπεριφορές ...


Ο Αντάμ υπήρξε στα νιάτα του πρωταθλητής στην κολύμβηση. Κάποτε. Τώρα μεγάλωσε, οι αντοχές όσο πάει τον εγκαταλείπουν κι ας μην το παραδέχεται. Ο γιος του Αμπντέλ συνεχίζει την πορεία του 60χρονου πατέρα, που αισθάνεται ταυτισμένος με τη δουλειά του επιστάτη πισίνας, σε ένα ξενοδοχείο διεθνούς τουρισμού στην Ν' Τζαμένα, πρωτεύουσα του Τσαντ. Το ξενοδοχείο ιδιωτικοποιείται, πωλείται σε Κινέζους επιχειρηματίες και η νέα διεύθυνση υποβιβάζει τον γηραιό «πρωταθλητή» σε φύλακα του γκαράζ και δίνει τη θέση του επιστάτη πισίνας στο γιο του. Στο γιο, που ο πατέρας πια θεωρεί αντίπαλο και αντιμετωπίζει (όπως διδάσκεται από παντού) ανταγωνιστικά. Η ανταγωνιστικότητα, μήτρα κακού που καίει στο πέρασμά της ακόμα και τις σχέσεις πατέρα/ παιδιού.

Την πρώτη πληροφορία - πριν ακόμα καταλάβουμε ότι έξω από τα προστατευτικά τείχη του ξενοδοχείου γίνεται πόλεμος - δίνει ο μάγειρας από το Κονγκό: «Η ιδιωτικοποίηση του ξενοδοχείου με ανησυχεί, φοβάμαι απολύσεις και ανεργία». Απολύεται αμέσως μετά από την κα Γουάνγκ που διοικεί την επιχείρηση με όρους ανταγωνισμού. Αρχικά μόνο ακούμε για τον πόλεμο. Οι αντάρτες που πολεμούν τη «νόμιμη» κυβέρνηση όλο και προωθούν τις θέσεις τους. Ακούμε συνεχώς τις ειδήσεις, από το τρανζιστοράκι του Αντάμ, από την τηλεόραση και από τον ήχο των ακατάπαυστων πτήσεων των πολεμικών αεροσκαφών. Αργότερα βλέπουμε τα μπλόκα παντού στους δρόμους. Βλέπουμε και τους μηχανισμούς της πολιτικής εξουσίας. Τόσο τους μυστικούς, ο ντυμένος με παραδοσιακό καφτάνι που κινείται σε λαϊκούς χώρους των συνοικιών - όσο και τους φανερούς, αστυνομικούς και στρατιωτικούς στα ψηλότερα κλιμάκια της ιεραρχίας - τους «κονομημένους» ένστολους με τα τζιπ. Αντιλαμβανόμαστε πλήρως τι είδους προσωπικά συμφέροντα υπερασπίζονται αυτοί με τη διατήρηση των κυβερνητικών δυνάμεων στην εξουσία. Η δουλειά τους είναι - μεταξύ άλλων - να υποχρεώνουν τους φτωχούς να πληρώσουν «χαράτσι» για τον κυβερνητικό στρατό. Οσοι δεν έχουν να πληρώσουν, δίνουν υποχρεωτικά τα παιδιά τους στην κρεατομηχανή του πολέμου των συμφερόντων των αφεντικών. Ετσι ο πατέρας, ο αδιάφορος Ανταμ - που ουδέποτε εξέφρασε άποψη για ό,τι συμβαίνει έξω απ' αυτόν - θολωμένος από το «τομαριστικό» μένος του για το γιο που δέχθηκε να «πάρει» τη δικιά του δουλειά, δίνει άσκεφτα τον Αμπντέλ στο στρατό.

Τον 18χρονο γιο που ονειρεύεται μια ζωή χωρίς πόλεμο και αποθανατίζει με τη μικρή του φωτογραφική μηχανή αυτούς που αγαπά, από τους οποίους ζητά μόνο να χαμογελούν ξέγνοιαστα. Και ο πόλεμος όλο και πλησιάζει και γίνεται απτός κι οι στρατιώτες και τα μπλόκα πολλαπλασιάζονται και ισχύουν απαγορεύσεις κυκλοφορίας και έρχονται και προσωπικές μαρτυρίες για τη φρίκη της κόλασης. Σακατεμένοι νέοι, παιδιά ορφανά - κι ας είναι ακόμα αγέννητα - και το ολοζώντανο κατηγορώ του Αμπντέλ - πριν τραυματιστεί θανάσιμα στο μέτωπο, μέσα από την κασέτα στο μαγνητόφωνο. Κορυφαίος ο αφοπλιστικός θρήνος της κοπέλας... Και ένα ερώτημα αναδύεται συνεχώς: υπάρχει τελικά Θεός, καλά δεν αισχύνεται να αντικρίζει όλη αυτή τη δυστυχία; Την απάντηση έχει δώσει - κάπου στην αρχή - ο μάγειρας από το Κονγκό: «Η δυστυχία μας είναι ότι εμπιστευθήκαμε την τύχη μας στον Θεό».

Ο πόλεμος πια πνίγει τα πάντα, ο ήχος των πολεμικών ελικοπτέρων εκκωφαντικός... Εν μέσω του γενικευμένου χαμού, οι Αρειοι Κυανόκρανοι, οι επί συμβολαίω «μισθοφόροι», ενός ξεδοντιασμένου ΟΗΕ χαριεντίζονται παιχνιδίζοντας στα τιρκουάζ νερά της πισίνας του ξενοδοχείου, ενώ ο πληθυσμός εγκαταλείπει τις εστίες του για μια μόνιμης διάρκειας προσφυγιά προς το άγνωστο... Και ο νεαρός Αμπντέλ τι θέλησε από τη ζωή του; Να κολυμπά... Οχι όμως άψυχος στο ποτάμι ...

Ταινία καλλιτέχνημα αυθεντικό, ασκητικό, κομψό και μετρημένο, με διακριτική ταπεινότητα, μακριά από τα φτηνά κλισέ της δράσης και της ενσωματωμένης πολεμικής σύγκρουσης. Σκάβοντας στη φαινομενική νωθρότητα της σκηνοθεσίας, στα εκτεταμένα πλάνα σεκάνς και τον αργό ρυθμό, ανακαλύπτεις ότι χτίζεται και εν τέλει ορθώνεται ένα γρανιτένιο οικουμενικό κατηγορώ από ένα σημαντικό - καθώς φαίνεται - σκηνοθέτη που συμπεριλαμβάνει και την ποίηση - μέσα από το μελαγχολικό λυρισμό της εικόνας - στα απαραίτητα δομικά στοιχεία της ζωής.

Παίζουν: Γιουσούφ Ντζιαορό, Ντιουκουντά Κομά, Χατζέ Φατίμε Ν'γκούα, Εμίλ Αμποσόλο Μ'μπο, Μαριούς Γιελόλο, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, Βέλγιο, Τσαντ (2010).


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ