Κυριακή 22 Μάη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Στο Μαλιμάδι!

Παπαγεωργίου Βασίλης

Προς την Κρυσταλλοπηγή. Δώσαμε σκληρές μάχες. Εκεί πέσανε πολλά παλικάρια. Εμείς πιάσαμε την οροσειρά και είχαμε οχυρωθεί καλά, με τέλεια χαρακώματα. Εγώ και ο Ερμής απ' την αριστερή πλευρά απ' τα υψώματα όπου είχαμε στήσει ένα πρόχειρο πολυβολείο μπορούσαμε και ελέγχαμε απέναντι τις δυνάμεις του εχθρού. Οι μέρες ήταν δύσκολες. Εμείς δεν μπορούσαμε να κινηθούμε καθόλου την ημέρα. Την περνούσαμε μόνο με κανένα τενεκεδάκι με τον καφέ, που μας τον έφερναν πριν ξημερώσει για να μην κάνουμε άσκοπες και επικίνδυνες κινήσεις. Εκείνο που μας παρηγορούσε ήταν πως και οι φαντάροι είχαν δυσκολίες. Οχι, βέβαια, από φαγητό, αλλά οι ψείρες δεν τους χαρίζονταν. Μας χώριζε μόνο μία χαράδρα και τους έβλεπα πως ξεψειρίζονταν κι αυτοί μες στον καυτό ήλιο. Μπροστά μας ήταν πάλι χαράδρα και μας χώριζε αυτή τη φορά με ένα εχθρικό πολυβολείο. Αυτοί φαινόντουσαν πιο ευγενικοί, κάνανε και καμιά συζήτηση μαζί μας. Κάπου κάπου τραβούσαν και καμιά ριπή την ημέρα ίσως έτσι, για να μη μας πάρει ο ύπνος. Ενώ το βραδάκι μιλούσαν πιο δυνατά ίσως γιατί ακουγόντουσαν πιο καλά τη νύχτα. Τους ακούγαμε να λένε μεταξύ τους: «Ε, σταμάτα μη βάζεις... τώρα θα βγουν οι συναγωνίστριες απ' τα χαρακώματα για κατούρημα και για ξεμούδιασμα...» και γελούσαν ορεξάτοι για τα καλαμπούρια τους. Μια φορά έφυγε ο σύνδεσμος από μας και πήγαινε για άλλη ομάδα. Αν και περάσανε πολλά χρόνια ακόμη βλέπω μπροστά μου το Ζήση να πηδά λες και έπαιζε με το σκοινάκι. Τον βάλανε λοιπόν ίσως για διασκέδαση και ρίχνανε τις σφαίρες τόσο χαμηλά που σίγουρα αν ήθελαν να τον σκοτώσουν θα τον σκότωναν. Αυτοί όμως ρίχνανε τις σφαίρες ψηλά και ο Ζήσης μόνο που άκουγε πηδούσε και μιλούσε σα να έπαιζε θέατρο. Εδινε παράσταση και στις δύο παρατάξεις. Το καλό ήταν ότι δεν έπαθε τίποτα.

Την άλλη μέρα γύριζε ο γαλατάς πάνω απ' τα χαρακώματά μας. Στην πρώτη στροφή δε μας ενοχλούσε. Στη δεύτερη όμως έριξε ό,τι είχε λες και μας πήρε για στόχο. Μπόρεσε και πήρε μόνο από μπροστά μας τις πέτρες και μας ήρθε κάπως πλάγια όπως ήμασταν φάτσα στην κατηφόρα.

Μια άλλη μέρα φαίνεται τους έπιασαν τα μεράκια πάλι για τρεχάματα και μας επιτέθηκαν απ' τη δεξιά μεριά και μπήκαν στα χαρακώματά μας. Ευτυχώς πρόλαβε ο επίτροπος διμοιρίας και μας ειδοποίησε να φύγουμε. Αρπάξαμε το οπλοπολυβόλο και με λίγες ταινίες τι μπορούσαμε να κάνουμε; Τι μπορούσαμε να πάρουμε εκείνη τη στιγμή; Τα κασόνια μας μείνανε με τις σφαίρες εκεί στον τόπο τους. Εμείς δε βλέπαμε προς το χαράκωμα, αλλά στην απέναντι πλευρά και αυτό μας ερχότανε πισώπλατα. Μόλις προλάβαμε και πήραμε την κατηφόρα αυτοί φτάσανε στο πολυβολείο μας. Ω, πόσο τρομερό είναι να πέσεις αιχμάλωτος χωρίς να ξέρεις τι σου γίνεται! Πώς σπάσανε; Τι έγινε; Ατελείωτες ερωτήσεις. Αυτό που ξέρω είναι πως γλιτώσαμε μες απ' τα χέρια τους, ευτυχώς που δεν τελείωναν οι κορυφές και πιάσαμε όλο και πιο ψηλά. Αλλά ώσπου να βγούμε εκεί πάνω γινόταν του Κουτρούλη ο γάμος, που λέγαμε. Σε μια ώρα μέσα άραγε πόσο σίδερο να 'χει πέσει; Οσοι άκουγαν από μακριά ίσως να 'λεγαν πως δε θα έχει μείνει ψυχή! Αλλά σε μας τα παλικάρια ούτε μύτη δε μάτωσε. Βάζανε και βάζανε μέσα στη χαράδρα κι εμείς είχαμε κιόλας την κορυφή στα χέρια μας. Μόνος ο επίτροπος Αρκάδιος πιάστηκε στη χαράδρα και δεν πρόλαβε να βγει μαζί μας. Εμείς τον είχαμε ξεγράψει ύστερα από μια ώρα βάρβαρου βομβαρδισμού με το πυροβολικό. Οταν όμως ησυχάσανε τα πάντα μας ήρθε γερός γερός χωρίς να τον γρατζουνίζουν ούτε οι πέτρες που έπεφταν. Αφού ησυχάσανε όλα και δε μας ξαναεπιτέθηκαν τα παιδιά άρχισαν να μαζεύουν ξερόφυλλα για να τυλίξουν το πολυπόθητο τσιγαράκι. Βγήκαν ψιλά ψιλά γιατί δεν είχαν φωτιά. Αποφάσισαν με τη σφαίρα να λύσουν το πρόβλημα. Τη χτύπησαν και πήρε φωτιά αμέσως. Σε δευτερόλεπτα κόλλησε το χέρι ενός συναγωνιστή και άρχισε να χτυπά τα χέρια του και να φωνάζει αδιάκοπα. Φαίνεται πως κόλλησε το μπαρούτι στα δάχτυλά του. Εμείς τι το ήθελες! Γελούσαμε αντί να τον βοηθήσουμε και μας ταίριαζε πολύ το παιδικίστικο μυαλό. Αυτός πρέπει να ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία. Ο Γίγας μάλλον τον περιεργαζόταν για το επόμενο «θέατρο». Αφού γλίτωσε ο άνθρωπος απ' τη φωτιά και ας έκαψε τα δάχτυλά του σε λίγο τον πήρε και ο ύπνος. Ετσι όπως ξάπλωσε με την κοιλιά προς τα πάνω ήταν τόσο αστείος, μαυρισμένος απ' τις σκόνες και τον ήλιο, από την πολυήμερη βρώμα και από πάνω μελαχρινός απ' τη φύση του. Φαντάζεστε πώς έδειχνε! Δεν καλοκοιμήθηκε ο άνθρωπος και πάλι ο Γίγας τον χτύπησε με τα δάχτυλα στη φουσκωμένη κοιλιά του σα να 'ταν πιάνο και του τραγουδούσε «τουμπερτά τουμπερτά». Πού βρήκε τέτοιο τραγούδι ποιος τον ξέρει. Πέρασε το κακό. Τους είχε φύγει η όρεξη και για κάπνισμα και τελικά ησυχάσανε.

Την άλλη μέρα είχαμε ξανά περιπέτεια. Ηταν μία ή δύο η ώρα, ίσως και πιο νωρίς όταν ήρθε ο σύνδεσμος και μας είπε να ετοιμαστούμε όσο το δυνατό πιο γρήγορα και να αφήσουμε ακόμη και τα πράγματά μας. Λες και ποιος ξέρει τι είχαμε. Είχαμε; Ετσι κοφτά αντηχούσε... μόνο τον οπλισμό σας και όταν δείτε από την απέναντι οροσειρά να προχωρούν, δηλαδή η διμοιρία, τότε και σεις από δω, γιατί είστε πιο κοντά, μαζί θα τους διώξετε. Λες και παίζαμε κρυφτό. Θα τους διώξουμε εμείς. Πραγματικά, η διμοιρία του Πράσα από το Γιαννούλι του Εβρου, προχωρούσε και αφού κόντευαν να φτάσουν στον εχθρό τότε μόνο άρχισε το πυροβολικό τους να πυροβολεί από όπου είχαν φύγει οι στρατιώτες. Κατηφορίσαμε κι εμείς και εκεί που τρέχαμε βγήκε μπροστά μας ο Θεός, όχι βέβαια αυτός που τον προσκυνάνε. Ηταν ο επιμελητής μας και έτσι τον λέγαμε, Θεό. Ερχόταν στην αντίθετη πλευρά, ποιος ξέρει από πού. Ξετρύπωσε σα διάολος με το τσουβάλι άδειο στον ώμο του και το δίκοχό του στραβά, έτσι που οι μύτες ήταν προς τα αυτιά του. Μιλούσε μόνος του. Ποιος είχε καιρό να του μιλήσει, αφού όλοι τρέχαμε. Εκείνο που άκουσα μόνο ήταν να λέει στη γλώσσα του χωριού του: «πού πλαλάτε μαρή, κιαζίμ; Τι χαλεύουν γαμωτσ' μασκαράδες κ' δέρνονται μέρα μεσημέρι;». Λες και ο πόλεμος είχε ώρες προτίμησης. Να μη βρέχει και να 'ναι δροσιά, όχι πολλή ζέστη και ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ο Πράσας έφτασε πιο μπροστά από μας ευχαριστημένος από τη μάχη γιατί έπιασαν τον εχθρό ακριβώς πάνω στην προετοιμασία του για επίθεση. Εβαζε το πυροβολικό του συνέχεια προς τις δικές μας θέσεις. Είναι να πάρει ο διάολος όταν πάθεις αιφνιδιασμό στον πανικό. Ετρεχαν όπως όπως οι φαντάροι στην κατηφόρα. Αλλοι τους πετούσαν πέτρες, άλλοι σφαίρες και αυτοί όλο και τρέχανε. Αφού βγήκαμε κι εμείς απ' τις θέσεις μας γίναμε πιο πολλοί. Ο Πράσας κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα και άρχισε να τραγουδά. Η φωνή του ήταν τόσο γλυκιά, τόσο μελωδική που ίσως να την ομόρφαιναν και τα λόγια του τραγουδιού:

Ονειρο είδα μάνα μου

Μολύβι να σφυρίζει

Απόσπασμα εκτελεστικό

Το σώμα να ξεσκίζει

***

Μην κλαις γλυκιά μανούλα μου

Μην κλαις και μη θρηνήσεις

***

Σ' αφήνω τέσσερα παιδιά

Και μια γυναίκα, πέντε

Κι ξέχασε μανούλα μου

Το γιο σου το λεβέντη

Πώς μπορεί ο άνθρωπος ύστερα από τόση κούραση να συγκεντρώνει τόσες δυνάμεις και για το τραγούδι; Ισως να ήταν η αφορμή που βρήκανε φαντάρο σκοτωμένο. Εγραφε γράμμα εκείνη τη στιγμή και δεν πρόλαβε να το στείλει...Μα σαν προλάβαινε και το 'στελνε και το 'παιρναν οι δικοί του θα χαιρόντουσαν και ας μην ζούσε ύστερα από πέντε ή δέκα λεπτά. Το γράμμα του φαντάρου, του σκοτωμένου, έγραφε: «Γρήγορα θα 'μαι κοντά σας. Τελειώνουμε με τους κατσαπλιάδες. Εχουμε ακόμα ένα ύψωμα και θα τελειώσουμε». Αραγε το 'γραφε για να τους παρηγορήσει ή έτσι και το πίστευε; Κρίμα! Ο πόλεμος είναι παράξενος. Είναι ο χάρος της ανθρωπότητας. Δεν προλαβαίνεις καμιά φορά να κάνεις και το τελευταίο βήμα που μένει για να σωθείς και τσαφ σε σταματά ο χάρος. Ετσι τελείωσε η μάχη, με το τραγούδι του Πράσα. Δεν είχαμε θύματα.

Δεν πρόλαβαν οι φαντάροι να συνέλθουν για να βάλουν εναντίον μας. Φαίνεται πως τους απασχολούσε πώς θα φύγουν πιο γρήγορα. Πόσο ωραία είναι η ζωή! Ομως αξίζει να θυσιάζεσαι προς όφελος του λαού, όχι προς όφελος των ξένων συμφερόντων.

Ας συνεχίσω με τη μάχη στο Μαλιμάδι και ας αναφερθώ στην πρώτη μέρα που γευτήκαμε το μπαρούτι και τη φωτιά μέσα στις ηλιόλουστες και καυτές μέρες του καλοκαιριού και φυσικά στις δροσερές νύχτες του καλοκαιριού. Πήραμε διάταξη μάχης και σιγά σιγά προχωρούσαμε. Η διμοιρία μας ήταν στο κέντρο της μάχης, η διμοιρία νεολαίας ήταν στη αριστερή πλευρά μας. Μπήκαμε σε έφοδο και όλο και προχωρούσαμε. Εμείς δε δεχτήκαμε τόσα πυρά όσο η διμοιρία νεολαίας. Είχαν πολλές απώλειες και η πάλη τους ήταν μόνο με χειροβομβίδες. Από μας τραυματίστηκε μόνο ο Ερμής, ο σκοπευτής μας και μάλιστα βαριά. Σκοτώθηκαν όμως ο Αλέκος και η Μαρίκα και τους βάλαμε στον ίδιο τάφο. Καιρό για χάσιμο δεν είχαμε εκείνη την ώρα αλλά ούτε και για κλάματα. Ξέραμε όμως να τιμούμε τους νεκρούς μας μόνο με όρκο και με πίστη! «Κοιμηθείτε σύντροφοι ήσυχα! Εμείς συνεχίζουμε».

Αφού είχαμε προχωρήσει και οχυρωθήκαμε έστω και για μία ή δύο μέρες η κούρασή μας ήταν μεγάλη και δεν είχαμε τη δύναμη ούτε να ξεκουραστούμε αλλά ούτε και να ξεθαρρέψουμε σε τέτοιο μέρος που βρισκόμασταν. Σ' αυτήν τη φάση είχαμε ομαδάρχη κάποιον Πολύχρονη, νεότατο παιδί και πιστεύω να είχε τα εικοσιπέντε του χρόνια. Πολύ ψύχραιμο παιδί. Διμοιρίτης ήταν κάποιος Ράφτης Κώστας και μας φαινότανε ηλικιωμένος, ίσως γιατί τον βλέπαμε με γκρίζα τα μαλλιά του. Ηταν πολύ καλός άνθρωπος και μας καταλάβαινε τον καθένα με τα παιδικά ελαττώματά μας.

Αυτό τον καιρό ήμασταν στην ίδια ομάδα με τη Θοδώρα και ο ύπνος μας εγκατέλειψε εντελώς. Μιλούσαμε ασταμάτητα για διάφορα, αλλά μιλούσαμε και για τις θέσεις μας. Εκεί δεν τις βλέπαμε και τόσο καλές γιατί ήμασταν πολύ χαμηλά και ο εχθρός σα να 'ταν πάνω απ' τα κεφάλια μας. Μα ήταν και πιο ψηλά. Η σειρά μας για τη σκοπιά ήταν τις πρωινές ώρες. Περιμέναμε να μας φωνάξουν και τίποτα. Μας φάνηκε πως άρχιζε να χαράζει. Σηκωθήκαμε ανήσυχες να δούμε τι γίνεται. Μήπως είμαστε κυκλωμένοι και η σκοπιά μας είναι στα χέρια τους; Κουνήσαμε η μία την άλλη με νοήματα για να συρθούμε κρυφά, χωρίς θόρυβο και να ψάξουμε μήπως έπαθε κανένα κακό ο σκοπός μας. Ανιχνεύαμε χωρίς να πούμε σε κανέναν τίποτα και ξεσηκώσουμε ξαφνικά τους πάντες. Αφού σιγουρευτήκαμε ότι σκοπιά δεν έχουμε τότε ξυπνήσαμε και τον ομαδάρχη. Ο σκοπός κοιμόταν πολύ πιο πέρα απ' το σημείο της σκοπιάς. Τι να κατακρίνεις; Ενα παιδί που όπως όλοι μας πολλές φορές κοιμόμασταν βαδίζοντας; Εμένα μου συνέβαινε πολύ συχνά να βαδίζω και να κοιμάμαι. Κοιμόταν το μυαλό μου, δεν άντεχα. Ενώ άλλοι θέλαν να ξαπλώσουν λιγάκι. Ο καθένας πάλευε με τον οργανισμό του για να πάρει δύναμη απαραίτητη για να αντέξει σε πορείες και σε αϋπνίες, στη δίψα και στην πείνα, στις ψείρες και στα βάρη που κουβαλούσε.

Αφού ξημέρωσε καλά καλά και δε φαινόταν καμία κίνηση ησυχάσαμε πια, ηρεμήσαμε. Κατά το μεσημέρι φάνηκε ένας στρατιώτης με ένα μουλάρι να έρχεται από την Κορομηλιά. Το μουλάρι ήταν παραφορτωμένο το καημένο και τραβούσε ήσυχα το δρόμο του σε ανοιχτό μέρος και μεις τον βλέπαμε. Μόλις βγήκε απ' τα αμπέλια της Κορομηλιάς και το μυαλό μας πήγε στα σταφύλια. Ισως γιατί η δίψα μας ήταν πολύ έντονη. Σκεφτήκαμε να βγούμε μπροστά του και τρέχαμε στην κατηφόρα που είχαμε μπροστά μας. Και να, είμαστε ξαφνικά στην απέναντι μεριά και δεν βλέπουμε τον φαντάρο. Φαίνεται πως κρύφτηκε και άφησε το ζώο μόνο του. Η Θοδώρα δεν άργησε να το πιάσει. Και τι χαρά είχε η κακομοίρα που επιτέλους θα έτρωγε σταφύλια. Δεν έδινε σημασία ούτε στο γαλατά που πετούσε συνέχεια πάνω απ' το κεφάλι της. Καταφέραμε και φέραμε το μουλάρι κοντά μας. Ξεφορτώσαμε τα κασόνια. Είχαν σφαίρες και όχι τα ονειρεμένα σταφύλια. Γελάσαμε με την ψυχή μας. Ηταν όμως παράξενο και με τον φαντάρο που δεν αντιστάθηκε καθόλου, μα καθόλου. Ισως να σκέφτηκε πως είμαστε κοπέλες. Λέγαμε πως ίσως να ήταν και ευγενικός και τ' άφησε για να μην πάει χαμένος ο κόπος μας. Η αλήθεια είναι πως τον λυπηθήκαμε. Σκεφτόμασταν πως θα ξεμπερδέψει από την ευθύνη που ανέλαβε. Εδώ χορτάσαμε και μόνο με την όρεξη. Στο γυρισμό βέβαια μας κατσάδιασε δικαίως ο διμοιρίτης. Εκεί που μας μάλωνε η Θοδώρα έλεγε: «Α, παν σι ακια, σερσεμ, τι φωνάζεις; Αφού είμαστε στη δική τους τη μεριά, τι θα μας κάνει ο γαλατάς;». Αυτά τα έλεγε έτσι όπως έβγαιναν οι λέξεις απ' τα βάθη της καρδιάς της και φυσικά επηρεασμένη από τη χαρά και τη συγκίνηση αλλά και από το απέραντο κουράγιο που είχαμε. Στην πραγματικότητα, όμως, σεβόμασταν πάρα πολύ τον διμοιρίτη μας γιατί ήταν πραγματικά άνθρωπος.

Αυτόν τον καιρό είχαμε ψωμί ωραίο. Είχαμε το κασεράκι μας και τη μαρμελάδα. Ηταν άφθονα. Ελα όμως που όλα ήταν ενάντια στη δίψα. Το νερό νεράκι το λέγαμε. Νιώθαμε ότι είχαν ξεραθεί τα εντόσθιά μας. Γλύφαμε τα φύλλα των δέντρων για να δροσίσουμε έστω και λίγο τα χείλη μας. Και αυτό μόνο τις πρωινές ώρες το κάναμε. Μετά, τίποτα... Και μεις κάναμε το αντίθετο. Οταν διψούσαμε προσπαθούσαμε να κόψουμε τη δίψα με το ψωμάκι στο στόμα σα να ζητούσε κάτι ο οργανισμός. Εστω και το αντίθετο, αρκεί να του δώσουμε κάτι.

Υστερα απ' όλα αυτά έγινε και η μεγάλη επίθεση στο Μαλιμάδι. Ηταν απόγευμα και δόθηκε η εντολή να καθαρίσουμε καλά τον οπλισμό μας, να αφήσουμε ό,τι περίσσιο έχουμε και να είμαστε έτοιμοι. Οταν δόθηκε η εντολή «εμπρός» λες και είχε ξεχυθεί μεγάλο ποτάμι και σκέπαζε ό,τι έβρισκε μπροστά του... Ετσι ορμίσαμε και ας βάζανε με βικεψ, με αυτόματα, με όλμους. Ηταν αδύνατο να ανακόψουν την ορμή μας. Τρέχαμε λες και σκοπός μας ήταν ποιος θα βγει πρώτος στο ύψωμα του εχθρού. Αφού μας βάλαν με ό,τι είχαν και δεν είχαν και δεν κατάφεραν με τίποτα να μας σταματήσουν, τότε το βάλανε στα πόδια. Για μια στιγμή δεν ακουγόταν πια πυροβολισμοί αλλά ένας θόρυβος από πέτρες που σέρναν οι φαντάροι πίσω τους, λες και οι πέτρες ήταν εναντίον τους και κυλούσαν, κυλούσαν πίσω κάνοντας έναν περίεργο θόρυβο. Ακόμη και αυτές τους κυνηγούσαν.

Αυτή τη φορά βρήκαμε και πολλά λάφυρα: τι σακιά με ψωμί, τι σακιά με παπούτσια κ.τ.λ. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι είχαμε δεμένα στα πόδια μας μόνο τα κορδόνια από τα άρβυλα, ενώ το κάτω μέρος όλο και μας έλειπε. Εμένα μου έδωσαν ένα ζευγάρι σκαρπίνια κόκκινα, καινούρια και αστραφτερά αλλά όχι για πόδια αντάρτη. Είχα καταπληγωθεί στους αστράγαλους και οι πέτρες δε μου επέτρεπαν παρά μόνο άρβυλα και σφιχτά δεμένα στα πόδια. Αφού πιάσαμε τις θέσεις μας και κάποιος όλμος μας έστελνε για αρκετή ώρα τα βλήματα, εμείς κάπως συνηθίσαμε την κατάσταση. Σκεφτόμασταν για κάτι άλλο. Εγώ είχα ένα γεμιστή οπλοπολυβόλου.

Ενας νέος που μας ήρθε από το Μπούλκες για μια στιγμή μ' έκανε να γελάσω, γιατί αυτό που είπε μου ήταν πολύ άγνωστο. Εκανε μια φορά «αχ!», «τι έχεις;», τον ρωτώ περίεργα. «Να 'χα τώρα έναν μπουράντα να φάω...». Τον κοίταξα παραξενεμένη. «Τι να 'χεις;», ξαναρωτώ. «Εναν μπουράντα...». Είναι να μη γελάσει κανείς; Να γελάς ή να μη γελάς; Εγώ αγνά αγνά και ήρεμα τον ρώτησα «Μόνο έναν θέλεις; Να κοίταξε σε κείνη την κορφούλα φαίνονται πολλοί... Αντε λοιπόν...». «Α!», κάνει αυτός, «όχι τέτοιους», μου λέει. Απ' ό,τι κατάλαβα μάλλον το παγωτό θα το λέγανε στα μέρη του Μπούλκες «μπουράντα» ή ίσως και τις πάστες να εννοούσε και δροσιζόταν με το νου του ο άνθρωπος. «Μπα! Παράξενη λέξη "μπουράντας". Αντε καημένε να μην σκέφτεσαι». Αυτά είναι τα παράξενα του πολέμου.

Εδώ ευτυχώς δεν πάθαμε τίποτα. Μας βοήθησε και λίγο η τοποθεσία και ας ανοίγανε τα θραύσματα σαν ομπρέλες πάνω απ' τα κεφάλια μας.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ