Σάββατο 26 Μάρτη 2011 - Κυριακή 27 Μάρτη 2011 - 1η έκδοση
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 26
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΕΜΠΟΡΙΟ
Επιταχύνονται οι διαδικασίες συγκέντρωσης

Παρά τη γενική τάση, διατηρούνται δεκάδες χιλιάδες πολύ μικρές εμπορικές επιχειρήσεις

Το εμπόριο που στα μάτια των περισσοτέρων από εμάς είναι τα μαγαζιά και τα μεγαλοκαταστήματα που κάνουμε τις αγορές μας, στην πραγματικότητα αποτελεί έναν ιδιαίτερα σημαντικό και αναγκαίο κρίκο για την ολοκλήρωση του παραγωγικού κύκλου και την υλοποίηση - πώληση των εμπορευμάτων που έχουν παραχθεί, ενώ παράλληλα αποτελεί το κανάλι, μέσα από το οποίο οι καπιταλιστές, τόσο από τους διάφορους κλάδους της παραγωγής, όσο και του εμπορίου, εισπράττουν και εν τέλει μοιράζονται την υπεραξία, που παράγεται από την εκμετάλλευση των εργαζομένων κατά την παραγωγική διαδικασία.

Το εμπόριο που πρωτοεμφανίζεται με την εμφάνιση του καταμερισμού της εργασίας και τη διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις, στις μέρες μας έχει αποκτήσει τεράστιες διαστάσεις και καλύπτει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας, σε όλον τον κόσμο. Μάλιστα, όσο μεγαλώνει αυτό που με μια κουβέντα λέμε ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τόσο περισσότερο ενισχύεται το εμπόριο σαν κομμάτι της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, ισχυροποιείται παραπέρα το εμπορικό κεφάλαιο, πλουτίζουν ακόμα περισσότερο οι εκπρόσωποί του. Βέβαια, αν σε προηγούμενες φάσεις ανάπτυξης του συστήματος, υπήρχε ένας σχετικά σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στο βιομηχανικό και το εμπορικό κεφάλαιο, στις σημερινές συνθήκες της πολυκλαδικής δραστηριοποίησης των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και των πολυεθνικών, τα όρια αυτά είναι πολύ ρευστά. Ετσι, ενώ εξακολουθούν και υπάρχουν ομάδες κεφαλαιοκρατών που η κύρια δραστηριότητά τους εξακολουθεί να είναι το εμπόριο, η επιδίωξη της απόσπασης υπερκερδών σε συνδυασμό με την τεράστια συσσώρευση κεφαλαίων, διαδικασίες που οδηγούν στη συγκέντρωση κεφαλαίων, έχει σαν αποτέλεσμα οι κυρίαρχοι επιχειρηματικοί όμιλοι να καλύπτουν όλη την γκάμα των δραστηριοτήτων που απαιτούνται για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Και αυτό γίνεται με τη δημιουργία καθετοποιημένων μονάδων, που αγκαλιάζουν τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας (αγροτο-κτηνοτροφική παραγωγή) και τις πρώτες ύλες, τη μεταποίηση και τις κατασκευές, το εμπόριο και τις μεταφορές, μαζί με όλα αυτά ακόμα και τραπεζικές εργασίες για την εξασφάλιση πιστώσεων κλπ. Το παράδειγμα πολυκαταστημάτων πολυεθνικών που λειτουργούν και στη χώρα μας, είναι χαρακτηριστικό.

Τα «Καρφούρ», δεν είναι απλά μια πολυεθνική αλυσίδα πολυκαταστημάτων λιανικής πώλησης. Ενα πολύ μεγάλο ποσοστό των εμπορευμάτων που διαθέτει στην αγορά, από τρόφιμα μέχρι ρούχα και ηλεκτρικά είδη, παράγονται είτε από συνδεδεμένες με την ίδια εταιρείες, είτε από εταιρείες που δημιουργήθηκαν μόνο και μόνο για να παράγουν για την πολυεθνική «Καρφούρ».

Αναγκαία πολυδιάσπαση

Ο κλάδος του εμπορίου στη χώρα μας, ακολουθώντας την πορεία ανάπτυξης που ακολούθησε ο καπιταλισμός ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο, παρουσιάζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Κυριότερα από αυτά είναι η πολυδιάσπασή του, η ύπαρξη πολλών δεκάδων χιλιάδων μικρών εμπορικών καταστημάτων, το υψηλό ποσοστό αναπαραγωγής των αυτοαπασχολουμένων, ο χαμηλός σχετικά βαθμός συγκέντρωσης κεφαλαίων κλπ. Στην πραγματικότητα οι... «ιδιαιτερότητες» αυτές, οφείλονται κύρια στο γεγονός ότι μέσα από τη διατήρηση ενός πράγματι μεγάλου δικτύου εμπορικών καταστημάτων που στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην αυτοαπασχόληση, εκατοντάδες χιλιάδες άτομα από τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό κάλυψε τις ανάγκες του για εργασία - απασχόληση.

Την τελευταία εικοσαετία και ειδικά μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, στη χώρα εγκαταστάθηκαν μεγάλες εμπορικές αλυσίδες λιανικών πωλήσεων, που εδώ και χρόνια έχουν αποσπάσει το μεγαλύτερο μέρος της πίτας του εμπορίου, χωρίς ωστόσο μέχρι τώρα να έχουν παρατηρηθεί θεαματικές ανακατατάξεις στη δράση των μικρών εμπορικών μονάδων. Τα τελευταία πάντως χρόνια, λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση, αλλά ακόμα πιο δυναμικά μετά το ξέσπασμά της, παρατηρείται μια στροφή των μεγάλων αλυσίδων - πολυεθνικών στη δημιουργία μικρών συνοικιακών εμπορικών καταστημάτων, κάτι που σε συνδυασμό με την αδυναμία χιλιάδων αυτοαπασχολούμενων να τα βγάλουν πέρα, κατά πάσα βεβαιότητα, προμηνύει σημαντικές εξελίξεις για το άμεσο μέλλον.

Στοιχεία που να σκιαγραφούν την εικόνα που υπάρχει στους κλάδους του εμπορίου, μπορεί να αντλήσει κάποιος από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Πρόκειται για στοιχεία που συλλέγονται, κωδικοποιούνται και παρουσιάζονται με βάση τις αποφάσεις που κάθε φορά παίρνονται, πριν από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και τώρα πλέον από την Γιούροστατ, τα οποία πολλές φορές δεν έχουν συνέχεια και δεν είναι συγκρίσιμα με προηγούμενα.

Ενα παράδειγμα. Στους πίνακες για τη συμβολή του κάθε κλάδου στη διαμόρφωση του ΑΕΠ της χώρας, με βάση, βεβαίως που η ΕΛΣΤΑΤ υπολογίζει το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, ο κλάδος του εμπορίου μέχρι και το 2006 εμφανιζόταν ως «Εμπόριο - επισκευές αυτοκινήτων, πωλήσεις καυσίμων, χονδρικό εμπόριο, λιανικό εμπόριο, επισκευές οικιακών συσκευών». Ο καθένας καταλαβαίνει ότι αυτός ο δείκτης ούτε εμπόριο καθαρό είναι, ούτε δίνει εικόνα για τις επισκευές είτε των αυτοκινήτων, είτε των ηλεκτρικών συσκευών. Αποτελούσε όμως ένα δείκτη που λίγο - πολύ μπορούσες να βγάλεις μια άκρη. Ωστόσο, σύμφωνα με νεότερες οδηγίες της Γιούροστατ, από το 2006 για να βρεις το κομμάτι του εμπορίου πηγαίνεις στο δείκτη «χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευές οχημάτων και ειδών νοικοκυριού, ξενοδοχεία και εστιατόρια, μεταφορές, αποθηκεύσεις και επικοινωνίες». Τρέχα γύρευε, δηλαδή...

Στο 14,5% του ΑΕΠ

Για να αποκτήσουμε κάποια αίσθηση του μέρους του λιανικού και χονδρικού εμπορίου (μαζί με τις επισκευές οχημάτων και ηλεκτρικών συσκευών) που συνυπολογίζεται στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, να πούμε ότι μεταξύ του 2000 και του 2006 η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ ήταν σταθερή και κυμάνθηκε σε ποσοστά από 14,4% μέχρι 14,8%, ενώ σχετική σταθερότητα προκύπτει ότι υπάρχει και για τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι και το 20101.

Για τον αριθμό των εμπορικών επιχειρήσεων στοιχεία υπάρχουν μέχρι και το 2007. Οπως φαίνεται και στο σχετικό πίνακα, οι εταιρείες που καταγράφονται να δραστηριοποιούνται στον κλάδο του εμπορίου είναι 305.723, έναντι 261.779 το 2000, δηλαδή παρουσιάζουν αύξηση της τάξης του 16,8%. Οι επιχειρήσεις του 2007 χωρίζονται σε (στην παρένθεση το ποσοστό μεταβολής σε σχέση με το 2000):

  • Λιανικού εμπορίου και επισκευής ηλεκτρικών συσκευών: 194.164 (8,7%)
  • Χονδρικού εμπορίου: 74.549 (40%)
  • Πωλήσεων - επισκευής αυτοκινήτων: 37.010 (24,1%).

Ενδιαφέρον έχουν όμως οι τρεις επόμενες στήλες του πίνακα, όπου εμφανίζεται ο τρόπος που διαμορφώνεται η απασχόληση στις εμπορικές επιχειρήσεις, όπου μαζί με τους εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς, απασχολούνται σχεδόν άλλοι τόσοι αυτοαπασχολούμενοι - μικρέμποροι, οι οποίοι στην ουσία δουλεύουν για ένα μεροκάματο. Οπως δείχνουν τα στοιχεία, ειδικά στο λιανικό εμπόριο οι μισθωτοί αποτελούν το 51,8% των απασχολουμένων, ποσοστό που εμφανίζεται σαφώς μεγαλύτερο στους κλάδους των πωλήσεων αυτοκινήτων (57,8%) και του χονδρικού εμπορίου (73,3%).

Εκεί όμως που μπορεί κανείς να παρατηρήσει στην πραγματική εικόνα που υπάρχει στο εμπόριο είναι τα στοιχεία που αφορούν τον αριθμό των επιχειρήσεων με βάση το προσωπικό τους. Το 2000, με βάση τα συγκεντρωτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ2 που επεξεργάστηκε ο «Ρ»:

-- Στις εμπορικές επιχειρήσεις με 1 απασχολούμενο, εργαζόταν, εκτός από τους ιδιοκτήτες, το 0,6% των εμποροϋπαλλήλων.

-- Στις επιχειρήσεις με απασχόληση 2-9 ατόμων, εργαζόταν το 46,6% των εμποροϋπαλλήλων.

-- Στις επιχειρήσεις με απασχόληση 10-49 ατόμων, εργαζόταν το 26,7% των εμποροϋπαλλήλων.

-- Στις επιχειρήσεις με απασχόληση 50-249 ατόμων, εργαζόταν το 10,4% των εμποροϋπαλλήλων.

-- Στις επιχειρήσεις με απασχόληση πάνω από 250 άτομα, εργαζόταν το 15,7% των εμποροϋπαλλήλων.

Από τα παραπάνω στοιχεία φαίνεται ότι η πλειοψηφία των θέσεων απασχόλησης στους κλάδους του εμπορίου προερχόταν από τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, γεγονός που διαψεύδει απόλυτα όλους εκείνους που υποστηρίζουν ότι η συγκέντρωση κεφαλαίων και η δημιουργία μεγάλων εμπορικών ομίλων δημιουργούν θέσεις εργασίας. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν περίοδος μεγάλης συσσώρευσης κεφαλαίων, εξαγορών και συγχωνεύσεων στο χώρο του εμπορίου, περίοδος εισβολής και νέων μεγάλων πολυεθνικών αλυσίδων, με αποτέλεσμα να αλλάξουν τα δεδομένα μέχρι το 2000. Ετσι, αν και το ποσοστό της αύξησης των εμπορικών επιχειρήσεων συνολικά, όπως αναφέρεται παραπάνω, ήταν 16,8%, για τις επιμέρους κατηγορίες των επιχειρήσεων παρατηρήθηκε αύξηση3:

  • 21,6% σε εκείνες με 1 απασχολούμενο
  • 10,5% όσων είχαν απασχόληση 2-9 ατόμων
  • 62,5% των επιχειρήσεων με απασχόληση 10-49 άτομα
  • 122,2% όσων απασχολούσαν 50-249 άτομα
  • 46,5% των επιχειρήσεων με απασχόληση πάνω από 250 άτομα.
Η εικόνα του 2007

Μετά από όλα αυτά, η εικόνα για το 2007, σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ4 φαίνεται ότι λειτουργούσαν:

138.155 εμπορικές επιχειρήσεις με 1 απασχολούμενο. Σε 135.759 από αυτές ο απασχολούμενος ήταν ταυτόχρονα και ο ιδιοκτήτης του εμπορικού, ενώ σε 2.724 ο απασχολούμενος ήταν μισθωτός.

155.866 εμπορικές επιχειρήσεις που είχαν 2-9 απασχολούμενους. Σε αυτές απασχολούνταν 455.666 άτομα, από τα οποία 204.449 ήταν μισθωτοί - εμποροϋπάλληλοι.

10.627 εμπορικές επιχειρήσεις που είχαν 10-49 απασχολούμενους. Σε αυτές απασχολούνταν 198.404 άτομα, από τα οποία 189.686 ήταν μισθωτοί - εμποροϋπάλληλοι.

971 επιχειρήσεις που είχαν 50-249 απασχολούμενους. Σε αυτές απασχολούνταν 89.845 άτομα, από τα οποία 89.777 ήταν μισθωτοί - εμποροϋπάλληλοι.

104 επιχειρήσεις με περισσότερους από 250 απασχολούμενους. Σε αυτές απασχολούνταν 101.360 άτομα που, με εξαίρεση 232 άτομα που είχαν άλλη σχέση εργασίας, όλοι τους ήταν μισθωτοί.

Οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις

Η κατάσταση μπορεί να μην έχει αλλάξει ριζικά από το 2000, ωστόσο υπάρχουν εμφανείς διαφοροποιήσεις. Αν και παραμένει συντριπτικά μεγαλύτερος ο αριθμός των πολύ μικρών και μικρών εμπορικών επιχειρήσεων, έχουν ενισχυθεί σημαντικά οι μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις.

Ενδεικτικό πάντως των τάσεων συγκέντρωσης κεφαλαίων που υπάρχουν και στους κλάδους του εμπορίου, είναι το πώς μοιράζεται η πίτα της αγοράς. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2007 ο συνολικός κύκλος εργασιών, ο τζίρος που λέμε, και των 305.724 επιχειρήσεων, έφτασε τα 172,2 δισ. ευρώ5. Την ίδια στιγμή, όμως, οι 7.581 μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου, αυτές που λειτουργούν με τη μορφή Ανωνύμων Εταιρειών και ΕΠΕ, είχαν τζίρο που άγγιξε το 77% του συνολικού κύκλου εργασιών6. Δηλαδή, το 2,4% των μεγάλων επιχειρήσεων καταβρόχθισε το 44,7% του συνολικού τζίρου στο εμπόριο.

Είναι ενδεικτικό ότι σε μια περίοδο που χιλιάδες μικρά καταστήματα βάζουν οριστικά λουκέτο, οι μεγάλες αυτές επιχειρήσεις αυξάνουν κάθε χρόνο τα κέρδη και τα κεφάλαιά τους. Ετσι, ενώ το συνολικό ενεργητικό αυτών των μεγάλων εμπορικών ομίλων, ο πλούτος που διέθεταν, δηλαδή, το 2005 κυμαινόταν στα 42,9 δισ. ευρώ, το 2009, έφτασε τα 56,2 δισ. ευρώ7, μια αύξηση της τάξης του 31%!!!

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, θεαματικές είναι οι αποδόσεις των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων και για το 2009, χρονιά που οι εργαζόμενοι στέναζαν από την πολιτική της μείωσης των εισοδημάτων τους, αλλά οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις, με βάση τους ισολογισμούς τους, παρουσίασαν8:

Μεικτά κέρδη 15,1 δισ. ευρώ

Καθαρά κέρδη 1,5 δισ. ευρώ

Περιθώριο μεικτού κέρδους 21,4%

Αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων 10,6%

Περιθώριο καθαρού κέρδους 2,1%

Μεικτά κέρδη ανά απασχολούμενο 67.000 ευρώ

Καθαρά κέρδη ανά απασχολούμενο 7.000 ευρώ.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. ΕΛΣΤΑΤ, Εθνικοί Λογαριασμοί, ΚΛΑΔΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (2000-2010).

2. ΕΛΣΤΑΤ, Εθνικοί Λογαριασμοί, Συνοπτικά στοιχεία των βασικών μεγεθών των επιχειρήσεων εμπορίου, έτους 2000.

3. Οπως προηγούμενο, έτους 2007 (επεξεργασία).

4. Οπως προηγούμενο.

5. Οπως προηγούμενο.

6. ICAP, Η Ελλάδα σε αριθμούς, 2010 σελ. 123.

7. ICAP, Η Ελλάδα σε αριθμούς, 2011 σελ. 6.

8. ICAP, Η Ελλάδα σε αριθμούς, 2011 σελ. 121-124.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ