Κυριακή 14 Γενάρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΔΙΕΘΝΗ
ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
Η χρονιά που έπεσαν οι μάσκες

Associated Press

Η αρχή της περασμένης χρονιάς βρήκε την κοινή γνώμη, αλλά και το σύνολο, σχεδόν, της δυτικής διπλωματίας να έχει λάβει θέση χειροκροτητή για τη διαφαινόμενη, όπως πολλοί έλεγαν, επίτευξη οριστικής λύσης στο Μεσανατολικό. Μετά από δεκαετίες αιματοχυσίας και αντιπαράθεσης, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι παρουσιάζονταν να είναι πιο κοντά από ποτέ στην υπογραφή μιας οριστικής ειρηνευτικής συμφωνίας, ως κατάληξη της ειρηνευτικής διαδικασίας που είχε εισαγάγει η συμφωνία του Οσλο το 1993 και η διαδικασία συνομιλιών που ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια, δίνοντας τέλος σε μία από τις πιο περίπλοκες και αιματηρότερες διενέξεις του αιώνα.

Τα φαινόμενα, όμως, απατούν, και διαψεύδοντας την πεποίθηση και τις προσδοκίες των περισσοτέρων, η πολυσυζητημένη «ειρηνευτική διαδικασία» κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, μέσα σε λίγα μόλις 24ωρα, αποδεικνύοντας ότι όσοι «κακόπιστοι» επισήμαιναν, εξαρχής, τις εγγενείς αδυναμίες της, την πληθώρα των αδιευκρίνιστων σημείων της και την ανικανότητά της να ικανοποιήσει τα αιτήματα, αλλά και την ειρηνική συνύπαρξη των δύο λαών, είχαν δίκιο. Βέβαια, οι δυσάρεστοι οιωνοί ήταν αρκετοί κατά τη διάρκεια της χρονιάς, και σίγουρα θα μπορούσαν να αποτελέσουν σαφή προειδοποίηση για τον επικείμενο κόλαφο, αν η συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης δεν είχε πειστεί ότι το Μεσανατολικό είχε λήξει μέσα από την αμερικανο-εμπνευσμένη «ειρηνευτική διαδικασία», έτσι ώστε, σήμερα, να μην παρακολουθεί με απορία, έκπληξη και απογοήτευση, το διαρκώς αυξανόμενο αριθμό των νεκρών και των τραυματιών της αιματηρότατης κλιμάκωσης.


Associated Press

Το 2000 φάνηκε να αρχίζει αισιόδοξα για τις ισραηλινο-παλαιστινιακές συνομιλίες, καθώς, μόλις στις 4 Γενάρη, παρά κάποιες καθυστερήσεις, η ισραηλινή ηγεσία συναίνεσε στην πραγματοποίηση άλλης μιας στρατιωτικής αποχώρησης από τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη σε ποσοστό 5%. Η απόφαση αυτή καθώς και οι προσδοκίες που, όπως αποδεικνύεται, η παλαιστινιακή ηγεσία είχε επενδύσει στο πρόσωπο του Ισραηλινού πρωθυπουργού Εχούντ Μπαράκ έμοιαζαν να επιβεβαιώνουν τις ευχάριστες προβλέψεις. Δε θα πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η Παλαιστινιακή Αρχή είχε αποδεχτεί να αναβάλει την ανακήρυξη ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους και είχε συμφωνήσει στην παράταση των συνομιλιών, που -σύμφωνα με τη συμφωνία του Οσλο- έληγαν το Μάη του 1999, προκειμένου να μην «ταράξει» την πρόωρη προεκλογική εκστρατεία που λάμβανε χώρα, τότε, στο Ισραήλ και να δώσει πρόσφορο έδαφος στην εκλογή Μπαράκ, την οποία θεωρούσε ως την καλύτερη επιλογή για την ολοκλήρωση της «ειρηνευτικής διαδικασίας».

Αντίστροφη μέτρηση με αναλαμπές και παρατάσεις

Οι ματαιώσεις, όμως, ακολούθησαν η μία την άλλη. Ενα μήνα μετά τη συμφωνία για την περαιτέρω αποχώρηση, η παλαιστινιακή ηγεσία αναγκάστηκε να αποδεχτεί μια νέα παράταση, αλλά και μια νέα αναβολή ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της, καθώς οι αρχές μιας οριστικής συμφωνίας, στις οποίες είχαν δεσμευτεί να καταλήξουν οι δύο πλευρές μέχρι τις 13 Φλεβάρη του 2000, δεν είχαν, καν, περάσει ένα πρώτο στάδιο επεξεργασίας εξαιτίας των αλλεπάλληλων διαφωνιών και εμποδίων που οδηγούσαν σε αναβολές και ακυρώσεις των διαπραγματεύσεων. Το κλίμα είχε, ήδη, αρχίσει να βαραίνει επικίνδυνα στα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη και εντεινόταν ακόμη περισσότερο καθώς, μετά από ορισμένους μήνες ηρεμίας, οι εχθροπραξίες στο Νότιο Λίβανο κλιμακώνονταν προκαλώντας τις μεγαλύτερες ισραηλινές απώλειες των τελευταίων ετών.


Associated Press

Υπό τις έντονες πιέσεις ενός διογκούμενου φιλειρηνικού κινήματος, που πραγματοποιούσε καθημερινές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, ο Εχούντ Μπαράκ και η κυβέρνησή του εισηγούνται στην Κνεσέτ, στις 5 Μάρτη, την οριστική αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από την κατεχόμενη ζώνη του Νοτίου Λιβάνου. Η Κνεσέτ εγκρίνει την πρόταση, πυροδοτώντας πανηγυρισμούς στις κατάμεστες πλατείες του Τελ Αβίβ και της Ιερουσαλήμ. Η απόφαση αυτή εκλαμβάνεται ως ανάσα για την Παλαιστινιακή Αρχή, καθώς ο παλαιστινιακός λαός τείνει να εξαντλήσει τα αποθέματα της υπομονής του.

Η οργή και η απογοήτευση αρχίζει να ξεχειλίζει στα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη, που υπομένουν τους αλλεπάλληλους αποκλεισμούς από τον ισραηλινό στρατό, την απόλυτα εξαρτημένη, από το Ισραήλ, οικονομική ζωή, την ανέχεια, τη φτώχεια και την εξαθλίωση, στο όνομα της ημέρας που θα υπάρξει ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος. Η αγανάκτηση ξεσπά την ημέρα της επετείου της Καταστροφής «Αλ Νάκμπα», στις 15 Μάη, τη μέρα που οι Παλαιστίνιοι θυμούνται τους διωγμούς τους από τον ισραηλινό στρατό και την ίδρυση του εβραϊκού κράτους. Μεγάλες διαδηλώσεις πραγματοποιούνται σε όλες τις παλαιστινιακές πόλεις και ο θυμός γίνεται πράξη. Οι σφοδρές συγκρούσεις που σημειώθηκαν άφησαν 4 Παλαιστινίους νεκρούς, τουλάχιστον 312 τραυματίες, και έδωσαν σαφές μήνυμα τόσο στην ισραηλινή κυβέρνηση όσο και στην Παλαιστινιακή Αρχή ότι οι διαπραγματεύσεις και η υπομονή έχουν όρια: τόσο στα χρονικά τους περιθώρια όσο και στο ίδιο το περιεχόμενό τους.

Η αιφνιδιαστικά πρόωρη ολοκληρωτική στρατιωτική αποχώρηση του Ισραήλ από το Νότιο Λίβανο, στις 24 Μάη, λειτούργησε, μάλλον, αναλγητικά για την οργή του παλαιστινιακού λαού, πάντα, όμως, με πεπερασμένο χρονικό περιθώριο και με ανοιχτές ερμηνείες. Μια μεγάλη πλειοψηφία του ισραηλινού λαού πανηγύρισε το τέλος μιας ακατάσχετης αιμορραγίας, κυριολεκτικής και συμβολικής. Η κυβέρνηση Μπαράκ θριαμβολόγησε για την τήρηση των δεσμεύσεών της και την απτή απόδειξη της επιθυμίας της για επίτευξη συνολικής ηρεμίας στην περιοχή. Η Παλαιστινιακή Αρχή αναθάρρησε εκτιμώντας ότι η αποχώρηση αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης, ως ένα πεπραγμένο, προηγούμενο, υπέρ τις ευόδωσης των στόχων της. Για πολλές παλαιστινιακές οργανώσεις, αντιπολιτευτικές και μη, όχι μόνο ισλαμιστικές, η ισραηλινή αποχώρηση απέδειξε ότι οι ισραηλινές ηγεσίες «καταλαβαίνουν μόνο τη γλώσσα των όπλων, της αντίστασης, των συνεχόμενων πληγμάτων».

Ο θάνατος του Σύρου Προέδρου Χαφέζ αλ Ασαντ, στις 10 Ιούλη, περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την κατάσταση, καθώς ο Ασαντ, αν και γνωστός επικριτής της «ειρηνευτικής διαδικασίας» ήταν ένας πολύ ισχυρός παίχτης στην παρτίδα της Μέσης Ανατολής, αλλά με γνωστές τακτικές και μεθόδους μετά από, περίπου, 30 χρόνια στην εξουσία και στη διεθνή διπλωματική σκηνή. Η διαδοχή του, από το γιο του Μπάσαρ, που παρουσιάστηκε ως «μετριοπαθέστερος» πλην σαφώς λιγότερο χαρισματικός, σε άλλους ενέπνευσε αισιοδοξία, σε άλλους ανησυχία για το κατά πόσο ο νέος Σύρος Πρόεδρος θα ήταν σε θέση, όποια στάση και αν τηρούσε, να χειριστεί αποτελεσματικά και χωρίς δυσάρεστες εκρήξεις, τις λεπτές ισορροπίες του σημαντικότατου ρόλου της Συρίας στην περιοχή.

Η αποκαλυπτική σύνοδος στο Καμπ Ντέιβιντ

Η αυξανόμενη λαϊκή οργή στα παλαιστινιακά εδάφη, αλλά και η αντίστροφη μέτρηση της παραμονής στην αμερικανική προεδρία του Μπιλ Κλίντον οδήγησαν σε μια εμφανώς ιδιαίτερα πιεσμένη σύνοδο κορυφής στο Καμπ Ντέιβιντ των ΗΠΑ. Στην έναρξή της, οι πληροφορίες και οι εκτιμήσεις ήταν αντιφατικές. Οι μέρες που ακολούθησαν, όμως, οδήγησαν με ταχύτατους ρυθμούς στο να πέσουν οριστικά οι μάσκες της «ειρηνευτικής διαδικασίας». Μετά από, περίπου, 15 ημέρες διαρκών διαβουλεύσεων και εντονότατων πιέσεων, οι Μπαράκ και Αραφάτ αναχώρησαν άπρακτοι αποδεικνύοντας ότι τα μείζονα ζητήματα που χώριζαν τις δύο πλευρές δεν είχαν καν αγγιχτεί σε αυτά τα 7 χρόνια της «ειρηνευτικής διαδικασίας», η οποία αποδεικνυόταν, περισσότερο από ποτέ, ελλιπής όσον αφορά στα αιτήματα της διένεξης, αλλά διαρθρωμένη έτσι ώστε να επιτρέπει τη συνεχόμενη αμερικανική διαμεσολάβηση και παρέμβαση.

Η απόκλιση, μάλιστα, της διαδικασίας και των συνομιλιών από τα δίκαια αιτήματα του παλαιστινιακού λαού ήταν τέτοια, που, σύμφωνα με πηγές που η Παλαιστινιακή Αρχή δε διέψευσε ποτέ, ο Γιάσερ Αραφάτ αποχώρησε δηλώνοντας ότι αν αποδεχτεί τις προτεινόμενες λύσεις, «θα πρέπει όλοι να έρθετε στην κηδεία μου αμέσως μετά την επιστροφή μου στη Γάζα». Οι απειλές και οι πιέσεις της Ουάσινγκτον και της CIA, που ενεργά συμμετείχε εξαρχής στην «ειρηνευτική διαδικασία», δε στάθηκαν ικανές να αλλάξει γνώμη ο Παλαιστίνιος ηγέτης, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά, όπως αποδείχτηκε, ότι οι χειρισμοί, οι διπλωματίες, οι γενικόλογες διαβεβαιώσεις και γενικότερα όλες οι μέθοδοι που είχε ακολουθήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή σε μια «ειρηνευτική διαδικασία» (για τη συμμετοχή στην οποία πολλές είναι οι επικρίσεις και οι αμφισβητήσεις μέχρι σήμερα τόσο για τις επιλογές όσο και για την τακτική του), δεν μπορούσαν, πλέον, να συγκρατήσουν την αγανάκτηση του παλαιστινιακού λαού.

Τα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη έβραζαν, κυριολεκτικά, σε επικίνδυνο βαθμό, ήδη, από τα τέλη Ιούλη. Οι ελιγμοί της Παλαιστινιακής Αρχής να μην προχωρήσει σε άλλη μια αναβολή της ανακήρυξης παλαιστινιακού κράτους, που είχε προγραμματιστεί για τις αρχές Σεπτέμβρη, αλλά να μιλήσει για «καθυστέρηση που δε μας στερεί το δικαίωμα να προχωρήσουμε μονομερώς σε μια τέτοια κίνηση» δεν κατάφερε να απαλύνει τη συσσωρευμένη απογοήτευση. Η όξυνση των διπλωματικών τόνων, τακτική που άλλες φορές είχε αποδειχθεί αποτελεσματική, δε βοήθησε, αυτή τη φορά, να εκτονωθεί ο θυμός που εντεινόταν μέρα με τη μέρα, με τους αλλεπάλληλους αποκλεισμούς, με τις εντεινόμενες δυσκολίες στην καθημερινή ζωή του παλαιστινιακού λαού.

Το φιτίλι της έκρηξης επέλεξε να πυροδοτήσει η ισραηλινή ηγεσία, η οποία συγκατατέθηκε και περιφρούρησε με στρατό και αστυνομία, την προκλητικότατη επίσκεψη του ηγέτη του δεξιού Λικούντ, Αριέλ Σαρόν, στο τέμενος Αλ Ακσά, της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. Δεν ήταν μόνο η επιλογή του τόπου, του τρίτου ιερότερου τόπου του Ισλάμ, όπου κανένας Εβραίος πολίτης δεν είχε, ποτέ, την έγκριση να μεταβεί. Πρόκληση ήταν το ίδιο το πρόσωπο Σαρόν, ένα πρόσωπο που έχει ταυτιστεί με τις σφαγές χιλιάδων Παλαιστινίων γυναικόπαιδων στα προσφυγικά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα, στο Λίβανο, στις αρχές του '80, σφαγές για τις οποίες καταδικάστηκε από ισραηλινό δικαστήριο.

Πρόκληση, όμως, ήταν και μόνο το γεγονός ότι ένας Ισραηλινός πολιτικός πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του σε έναν ιερό τόπο, του οποίου την κυριαρχία διεκδικούν οι Παλαιστίνιοι στη βάση και της, ήδη, ειλημμένης απόφασης του ΟΗΕ για αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από κάθε κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος. Και μάλιστα, η κίνηση αυτή έγινε σε μα ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, όπου η «ειρηνευτική διαδικασία» παρέπαιε περισσότερο από ποτέ και δεν μπορούσε πλέον να καλύψει τις πραγματικές προθέσεις της ισραηλινής ηγεσίας και τις εγγενείς ανεπάρκειές της.

Νέα Ιντιφάντα

Η επομένη της επίσκεψης Σαρόν στο Αλ Ακσά, σήμανε την έναρξη μιας ανείπωτης αιματοχυσίας. Η δεύτερη Ιντιφάντα ήταν πλέον γεγονός και, όπως εκτιμάται πλέον, σήμερα, μετά από τους μήνες που μεσολάβησαν μέχρι την εκπνοή του τρέχοντος έτους, απογύμνωσαν, πλήρως, τα σαθρά θεμέλια της «ειρηνευτικής διαδικασίας» και οδήγησαν πολλούς στο αναρωτιούνται για το αν υπήρξε, πράγματι, ποτέ αυτή η διαδικασία και για το τι τελικά πέτυχε.

Οι αναμετρήσεις καθημερινές και άνισες. Ο παλαιστινιακός λαός, παρά το διαρκή οικονομικό αποκλεισμό που έχει οδηγήσει τα αυτόνομα εδάφη στο χείλος της καταστροφής, διαδηλώνει καθημερινά στις πόλεις, συγκρούεται στα ισραηλινά φυλάκια που έχουν αναπτυχθεί ακριβώς στις εισόδους των πόλεών του, θρηνεί νεκρούς και τραυματίες και συνεχίζει τον αγώνα. Ο ισραηλινός στρατός έχει απαντήσει με βαρέα όπλα εναντίον εγκαταστάσεων της Παλαιστινιακής Αρχής, αλλά και διαδηλωτών, ενώ από τις αρχές Νοέμβρη φαίνεται ότι αναπτύσσει ένα σχέδιο «δολοφονιών ακριβείας», ανθρώπων που θεωρεί ότι ηγούνται της εξέγερσης. Η σκληρότητα με την οποία ο ισραηλινός στρατός αντιμετώπισε άοπλους, τις περισσότερες φορές, Παλαιστινίους χαρακτηρίστηκε ως «βαρβαρότητα άνευ προηγουμένου, που αγγίζει τα όρια των εγκλημάτων πολέμου» από την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

Πόλεις βομβαρδίζονται καθημερινά με το άλλοθι ότι ελαφρά όπλα μπορούν να αποτελέσουν απειλή από χιλιόμετρα, παιδιά με πέτρες στο χέρι εκτελούνται με σφαίρες στο κεφάλι ή στην καρδιά, επειδή «απείλησαν τη ζωή των Ισραηλινών στρατιωτών». Οι νεκροί των τριών αυτών μηνών έχουν φθάσει, πλέον, τους 350, εκ των οποίων οι 37 είναι Ισραηλινοί στρατιώτες, έποικοι, αλλά και Ισραηλινοί Αραβες των οποίων οι διαμαρτυρίες για τη στρατιωτική καταστολή της Ιντιφάντα πνίγηκαν στο αίμα. Οι υπόλοιποι είναι Παλαιστίνιοι. Οι τραυματίες ξεπερνούν, πια, τις 10.000 από τους οποίους πολλοί είναι παιδιά και μεγάλος αριθμός θα μείνουν ανάπηροι, από τις σφαίρες ακριβείας του ισραηλινού στρατού. Είναι, ίσως, ενδεικτικό ότι οι νεκροί και οι τραυματίες των τριών αυτών μηνών ξεπερνούν κατά πολύ τις απώλειες του πρώτου χρόνου της πρώτης Ιντιφάντα, το 1987.

Η απόπειρα του Μπιλ Κλίντον να συγκρατήσει τις εξελίξεις και να δώσει το «φιλί της ζωής» στην «ειρηνευτική διαδικασία» με την έκτακτη σύνοδο στο Σαρμ Ελ Σέικ, στις αρχές του Οκτώβρη 2000, απέτυχε παταγωδώς. Η γενικόλογη εκεχειρία ανάμεσα στις δύο πλευρές δε διήρκησε παρά λίγες ώρες. Οι νέες αμερικανικές προτάσεις που εκπονήθηκαν από τις πενθήμερες διαπραγματεύσεις και με τις δύο πλευρές στην Ουάσινγκτον, στα τέλη Δεκέμβρη, δεν κατάφεραν να οδηγήσουν σε μια νέα σύνοδο και πιθανώς σε μια νέα συναίνεση για την έναρξη, έστω, ενός νέου διαλόγου.

Το 2000 έφυγε έχοντας διαψεύσει πλήρως τις ελπίδες και την αγωνία του παλαιστινιακού λαού για ανεξαρτησία, ελευθερία, εθνική κυριαρχία. Η νέα χρονιά βρίσκει τους δύο λαούς στο σημείο από όπου ξεκίνησαν, σχεδόν, στη βία, στο αίμα, στο θρήνο, πολύ μακριά από την προοπτική της ειρηνικής συνύπαρξης και της αρμονικής γειτνίασης. Και βρίσκει τον παλαιστινιακό λαό στους δρόμους των φτωχών, αποκλεισμένων, αυτόνομων περιοχών, να διαδηλώνει, να αιματοκυλίζεται και να αγωνίζεται με τον μοναδικό τρόπο που έχει για να ζήσει, για να έχει αξιοπρέπεια, για να μη σκύψει το κεφάλι αρκούμενος σε μια δύσκολη και εξαθλιωμένη επιβίωση σε πόλεις - φυλακές, για να εφαρμοστεί το αυτονόητο του σεβασμού της ύπαρξής του, έτσι όπως έχει κατοχυρωθεί από τις αποφάσεις του ΟΗΕ, οι οποίες, εμφανώς, ουδέποτε λήφθηκαν υπόψη ως δεδομένες στην «ειρηνευτική διαδικασία».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ