Η υποχρηματοδότηση της έρευνας και ιδιαίτερα αυτής που πραγματοποιείται στα ελληνικά πανεπιστήμια, μια σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν εδώ και χρόνια τα ιδρύματα, παρουσιάστηκε από τις σελίδες του χτεσινού «Βήματος», αντιπαραθετικά με την κατάσταση στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο κύριος όγκος της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων για τα ερευνητικά τους προγράμματα προέρχεται από κοινοτικά κονδύλια, μια και η κρατική χρηματοδότηση μόλις και φτάνει για να καλύψει λειτουργικά έξοδα των ιδρυμάτων. Οι πόροι όμως που προέρχονται από την ΕΕ έχουν και ημερομηνία λήξης, ενώ τα ερευνητικά προγράμματα που παίρνουν αυτή την έγκριση χρηματοδότησης κατά κανόνα, σημαίνει ότι δεν αντιβαίνουν στις πολιτικές κατευθύνσεις που θέτει η ΕΕ για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την έρευνα.
Στην τελευταία θέση της ευρωπαϊκής κατάστασης βρίσκεται η χώρα μας από την πλευρά των κρατικών δαπανών για την έρευνα. Αντί όμως αυτό να αποτελέσει αφορμή για αύξηση των κρατικών δαπανών, σπρώχνει στη μεγαλύτερη υποβάθμιση της έρευνας και στην πρόσδεσή της από τις επιχειρήσεις. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση που έχει την ευθύνη για την υποχρηματοδότηση, τη χρησιμοποιεί ως όχημα για να «περάσει» μέτρα και νομοθετήματα που θα κάνουν την έλλειψη πόρων για τα πανεπιστήμια, καθεστώς. Ετσι, μέσω των προτάσεων που επεξεργάζεται το υπουργείο Παιδείας για την οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, προωθεί την εξάρτησή τους από επιχειρήσεις στις οποίες θα πουλούν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους και τις υπηρεσίες τους, με αντίτιμο τη χρηματοδότησή τους.
Κάτω από την έννοια της οικονομικής αυτοτέλειας θα κληθούν τα πανεπιστήμια να βρουν μόνα τους πόρους για να επιβιώσουν και το ξεπούλημα της έρευνας στις επιχειρήσεις θεωρείται δοκιμασμένη μέθοδος, αφού ήδη πραγματοποιείται σε πολλά ευρωπαϊκά ιδρύματα.