Associated Press |
Από έκρηξη πετρελαιαγωγού στη Νιγηρία, όπου θρήνησαν πολλά θύματα |
Ο ολοένα και αυξανόμενος ρυθμιστικός ρόλος των πολυεθνικών επιχειρήσεων στις πολιτικές εξελίξεις σε περισσότερες από μία χώρες του πλανήτη δεν είναι τόσο δύσκολο να γίνει αντιληπτός. Η επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε πολλά κράτη, κυρίως του Τρίτου Κόσμου, και οι δρόμοι ελεύθερης μεταφοράς των προϊόντων και των κεφαλαίων τους, που απαλλάχτηκαν και από τα όποια εμπόδια παρέμεναν, μέσα από την παγκοσμιοποίηση, είναι γεγονός. Ως αναπόφευκτα αναμενόμενο, μάλλον, μπορεί να ηχεί το ότι, σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ανάμεσα στους 100 πιο ισχυρούς παράγοντες στις παγκόσμιες εξελίξεις, από την άποψη της οικονομικής δύναμης, φιγουράρουν, και μάλιστα, στις πρώτες θέσεις 50 μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, στην πλειοψηφία τους πετρελαϊκές. Αλλωστε, δεν αποτελεί μυστικό, ακόμη και για τον πιο αδαή, ότι ο έλεγχος των ενεργειακών πηγών αποτελεί τον ασφαλέστερο τρόπο άσκησης ελέγχου σε γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο, τόσο εθνικά όσο και παγκοσμίως.
Associated Press |
Για τα συμφέροντα των πολυεθνικών έδωσε όλη την «παράσταση» ο Κλίντον, κατά την επίσκεψή του στη Νιγηρία |
Οσα δε γνωρίζει κανείς με ακρίβεια, δεν είναι δύσκολο να τα φανταστεί. Η παρουσίαση αυτή, όμως, δεν παύει να είναι ένας πολύ καλός τρόπος «υπενθύμισης», όχι μόνο όσων συμβαίνουν, αλλά και των αιτίων που τα προκαλούν και όσων υποθάλπουν αυτά τα αίτια, τα τρέφουν, και στη συνέχεια «νίπτουν τας χείρας τους», διακηρύσσοντας, γενικόλογα και θολά, το «σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και τα υποκριτικά περί «κοινωνίας των πολιτών» και άλλα συναφή.
Η πιο γνωστή, αλλά διόλου αμελητέα, περίπτωση αφορά στις δραστηριότητες της, ολλανδικών συμφερόντων κυρίως, πετρελαϊκής βιομηχανίας Shell, που εκτιμάται ότι είναι η ισχυρότερη σήμερα παγκοσμίως στη Νιγηρία, την πιο πλούσια σε κοιτάσματα μαύρου χρυσού αφρικανική χώρα και συνάμα μία από τις πιο βασανισμένες. Η πετρελαϊκή εταιρία διαχειριζόταν επί δεκαετίες την επίσημη δυτική βοήθεια χρηματίζοντας και στηρίζοντας τα τυραννικά καθεστώτα της χώρας. Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, το δέλτα του Νίγηρα έγινε πεδίο σφοδρών συγκρούσεων δυνάμεων καταστολής και αγανακτισμένων εθνικών ομάδων, που κατηγορούσαν τη Shell για ολική καταστροφή του περιβάλλοντός τους, των χωριών τους και για στήριξη των δικτατορικών δυνάμεων προς όφελός της.
Associated Press |
Οι εξελίξεις στην Ινδονησία είναι άρρηκτα δεμένες με τη δράση των πολυεθνικών στην περιοχή |
Συμφωνίες με τις στρατιωτικές δυνάμεις της Κολομβίας κατηγορήθηκε, το 1998, ότι είχε συνάψει και η βρετανική πετρελαϊκή εταιρία BP. Οι συμφωνίες αυτές προέβλεπαν την παροχή στρατιωτικού υλικού, αλλά και χρηματοδότηση της εκπαίδευσης των κολομβιανών δυνάμεων σε επιχειρήσεις καταστολής, με αντάλλαγμα «την προστασία των εγκαταστάσεων της εταιρίας» που βρίσκονταν σε περιοχή υπό τον έλεγχο των Κολομβιανών ανταρτών. Παρά τις επανειλημμένες ανακοινώσεις και τα κατηγορητήρια στα οποία προσέφυγαν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις για τη χρήση υπερβολικής βίας απέναντι σε πολίτες, τόσο οι κολομβιανές στρατιωτικές δυνάμεις όσο και η πετρελαϊκή εταιρία αρνήθηκαν τις ευθύνες τους και φυσικά δεν καταδέχτηκαν ούτε καν να σχολιάσουν τα σχετικά στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας.
Με τη γνωστή μέθοδο της διάψευσης κάθε συνυπευθυνότητας αντιμετώπισε και η Mobil Oil τα στοιχεία που τη συνέδεαν με το στρατιωτικό νόμο, τις επιχειρήσεις «εκκαθάρισης», τις χιλιάδες εκτελέσεις, βασανισμούς και εξαφανίσεις, που έχουν λάβει χώρα, ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του '80, οπότε άρχισε τη δραστηριότητά του το «Κίνημα για την Απελευθέρωση του Ατσεχ» και συνεχίζονται μέχρι σήμερα στην επαρχία Ατσεχ της Ινδονησίας και συγκεκριμένα στην περιοχή γύρω από τις εγκαταστάσεις της εταιρίας. Το θέμα επανέφερε, λίαν προσφάτως, στο προσκήνιο το περιοδικό «Business Week», εντούτοις και πάλι η απάντηση ήταν η σιγή.
Τη σιωπή επιλέγει και σειρά εταιριών που δραστηριοποιούνται στο Σουδάν και, μέχρι σήμερα, διατηρούν φιλικότατες σχέσεις με το δικτατορικό ισλαμιστικό καθεστώς του Χαρτούμ, το οποίο έχει, επανειλημμένως, βρεθεί στο στόχαστρο ανθρωπιστικών οργανώσεων και προοδευτικών κινημάτων για τις κτηνωδίες, τις ομαδικές εκτελέσεις, τις αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών, τακτικές με τις οποίες αντιμετωπίζει τους μαχητές του Λαϊκού Στρατού για την απελευθέρωση του Σουδάν, που δρα στο νότιο, πιο πλούσιο μέρος της χώρας, υποστηριζόμενο από τον πληθυσμό. Σύμφωνα με έναν κατάλογο που έχει δώσει στη δημοσιότητα η Διεθνής Αμνηστία, οι πετρελαϊκές εταιρίες στην περιοχή που «δήθεν δεν ασχολούνται με τα φρικτά τεκταινόμενα στη χώρα» είναι πολλές και διόλου μικρές.
Σε αυτόν τον κατάλογο περίοπτες θέσεις κατέχουν η Petronas μαλαισιακών συμφερόντων, η αμερικανο-βρετανική BP Amoco, η καναδέζικη Talisman Energy, η σουηδική International Petroleum Corporation, η ιταλική Agip, η γαλλική TotalElfFina, η Gulf Petroleum Company από το Κατάρ, η Εθνική Πετρελαϊκή Εταιρία του Ιράν και η ολλανδική Shell. Την επιχειρηματική σιωπή έσπασε θρασύτατα και προκλητικά, μόλις το 1999, ο υπουργός Ενέργειας του σουδανικού καθεστώτος Αουάντ Αχμέντ Ελγιάζ, ο οποίος, σχολιάζοντας τη διεθνή κριτική για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπογράμμιζε ότι «οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στη χώρα δε φαίνεται να έχουν κανένα πρόβλημα με όσα γίνονται εδώ, αντίθετα μας ζητούν νέα συμβόλαια»!
Ανάλογες κατηγορίες, για συνεργασία με το στρατιωτικό καθεστώς της Βιρμανίας, βαραίνουν και τη γαλλική πετρελαϊκή εταιρία Total, καθώς και τη συνεργαζόμενη της αμερικανική Unocal, οι οποίες δραστηριοποιούνται στην περιοχή Yadana, υπό τη σκέπη των μαζικών εκτελέσεων, των συλλήψεων, της καταναγκαστικής εργασίας, τα οποία υφίστανται οι ιθαγενείς από τις καθεστωτικές δυνάμεις. Μάλιστα, εκτός από τις διαψεύσεις, προκλητικότατα διατείνονται ότι η δραστηριότητά τους στην περιοχή έχει συμβάλει «στην αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων». Αν και οι «επιδόσεις» καταστολής της βιρμανικής χούντας οδήγησαν στη λήψη μέτρων εναντίον της από τα Ηνωμένα Εθνη, την Ευρωπαϊκή Ενωση και άλλους διεθνείς οργανισμούς, ενώ πολλές άλλες πολυεθνικές εταιρίες (Heineken, Pepsi Cola, Motorola, Eastman Kodak) αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν από την περιοχή μέσα στη διεθνή κατακραυγή, οι δύο πετρελαϊκές εταιρίες επιμένουν στους ισχυρισμούς τους, αποτελώντας, μέχρι σήμερα, τα «καλύτερα στηρίγματα του καθεστώτος», όπως τονίζει η ηγέτιδα της βιρμανικής αντιπολίτευσης, βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης, Αουνγκ Σαν Σούου Κουί.
Ανάλογο το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί στην Αγκόλα, όπου οι πετρελαϊκές εταιρίες BP - Amoco, Exxon, Gulf, TotalFinaElf, συνεπικουρούμενες από τις εταιρίες εξόρυξης διαμαντιών, χρηματοδοτούν τους μαχητές της UNITA, τρέφοντας έναν από τους αιματηρότερους εμφύλιους σπαραγμούς της ανθρώπινης ιστορίας. Επίσης, στην Ινδία, η εταιρία Dabhol, στην οποία συμμετέχουν οι Enron και οι αμερικανικές General Electric, Bechtel και Electricite de l' Etat de Maharashra, έχει συστήσει τον δικό της προσωπικό στρατό, ο οποίος αποκρούει ακόμη και με δολοφονίες τις ειρηνικές διαμαρτυρίες των κατοίκων για τη μόλυνση του περιβάλλοντός τους και την καταπάτηση της γης τους, χωρίς να υπάρχει κανένα εμφανές σημάδι αντίδρασης από την ινδική κυβέρνηση ή από κάποια άλλη ηγεσία. Και ο κατάλογος των ενδεικτικών περιπτώσεων περιέχει πολλά άλλα παραδείγματα, πολύ περισσότερες κυβερνήσεις, αλλά και πολλές ακόμη φορές τα γνωστά ονόματα σε ανάλογες διαπλοκές.
Η ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή των ίδιων εταιριών σε ανάλογες υποθέσεις, σε όλο τον κόσμο, οι ολοένα και περισσότερες καταγγελίες ανθρωπιστικών και περιβαλλοντικών κινημάτων και οργανώσεων, αλλά και η εντεινόμενη, κατά τόπους, λαϊκή πίεση, έφεραν το θέμα, ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο με τους ίδιους πρωταγωνιστές σε διάφορα σημεία του πλανήτη, στο φως της δημοσιότητας. Οσο μεγαλύτερη η δημοσιότητα, τόσο μεγαλύτερη η πίεση στις διάφορες μεγάλες διεθνείς οργανώσεις να «πάρουν θέση» απέναντι και να επιλέξουν τρόπο δράσης. Ο τρόπος αντιμετώπισης που επέλεξαν θα μπορούσε να θεωρηθεί ενδεικτικός (για πολλούς αποδεικτικός) των πραγματικών τους προθέσεων, αλλά και του λόγου ύπαρξής τους σε τελευταία ανάλυση...
Πρώτη η Διεθνής Αμνηστία, και στη συνέχεια η αμερικανική Human Rights Watch, οι δύο, καθόλου τυχαία, πιο γνωστές «ανθρωπιστικές οργανώσεις», διακηρύσσουν, σε όλους τους δυνατούς τόνους μετά από κάθε έκθεση κατάφωρης καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που γνωστοποιείται, ότι εντείνουν τις προσπάθειές τους για «εδραίωση ενός διαύλου επικοινωνίας με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, προκειμένου να θεσμοθετηθεί ένα τέτοιο νομικό πλαίσιο δράσης, μέσω του οποίου, χωρίς να γίνονται διαιτητές στις, ανά χώρα, πολιτικές εξελίξεις, οι πολυεθνικές θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η αύξουσα επιρροή τους πρέπει να χρησιμοποιηθεί στην κατεύθυνση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Αυτά και άλλα παρόμοια δήλωνε ο νυν επικεφαλής του τμήματος «επιχειρήσεις - πολυεθνικές» της Διεθνούς Αμνηστίας και πρώην διευθύνον στέλεχος της Shell (!), Τζέφρι Τσάντλερ, ο οποίος και εκπροσωπεί, τα τελευταία χρόνια, τη διεθνή οργάνωση στις «συναντήσεις» που πραγματοποιούνται με επιχειρηματίες 2 - 3 φορές το χρόνο στο Παρίσι, «προκειμένου να ανταλλάσσονται ιδέες, εμπειρίες και απόψεις».
«Η Διεθνής Αμνηστία δεν υποστηρίζει το μποϊκοτάζ ή τη λήψη οικονομικών μέτρων κατά των επιχειρήσεων, ούτε ασκεί κριτική σε όσες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται νόμιμα σε χώρες των οποίων τα καθεστώτα δεν είναι δημοκρατικά. Εντούτοις, στηριζόμενη ολοένα και περισσότερο σε μια κοινή γνώμη που ασκεί πιέσεις, θεωρεί ότι αυτές οι επιχειρήσεις, με τις ολοένα και αυξανόμενες οικονομικές δραστηριότητες, σε ολοένα και περισσότερες χώρες, έχουν την υποχρέωση να χρησιμοποιούν την αυξανόμενη επιρροή τους για να υπερασπίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα». Με αυτά τα λόγια, ο Τσάντλερ έθεσε το πλαίσιο δράσης της Διεθνούς Αμνηστίας, το 1997, σε μια διεθνή επιχειρηματική συνάντηση, μιλώντας και εκ μέρους άλλων διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Τα αποτελέσματα ήταν άμεσα. Ορισμένες επιχειρήσεις, με πρώτες τις Gap, Nike, Levi Strauss και Reebok, «συμμορφώθηκαν» με τις νέες συνθήκες και φροντίζουν με ανακοινώσεις τους, αλλά και με σχετικές ετικέτες στα προϊόντα τους να τονίζουν ότι «ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η ενσωμάτωση των αρχών αυτών στη δραστηριότητα μας βοηθά στη βελτίωση του ηθικού των υπαλλήλων, στο περιβάλλον εργασίας και στην ποιότητα των προϊόντων μας». Μια σειρά πετρελαϊκών επιχειρήσεων, επίσης, προχώρησαν στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την προστασία του περιβάλλοντος ή για την προστασία κάποιου σπάνιου εκπροσώπου του ζωικού βασιλείου, διαφημίζοντας, μέσα από τις σελίδες του διαδικτύου και όχι μόνο, τις νέες αυτές δραστηριότητές τους και συνδέοντάς τις με τα προϊόντα τους.
Εκτός, όμως, από το «περιτύλιγμα», καμία ουσιαστική πρόοδος δε σημειώθηκε στα βασανισμένα πεδία δράσης των πολυεθνικών εταιριών, όπως αποδεικνύουν και τα προαναφερόμενα παραδείγματα. Η επικεφαλής της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Μέρι Ρόμπινσον, διαπίστωνε, στις αρχές του 2000, ότι «η συντριπτική πλειοψηφία των πολυεθνικών επιχειρήσεων δε μοιάζει να συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να παραμένει αδιάφορη για το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιείται». «Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι δουλιά και των επιχειρήσεων» κατέληγε η Ρόμπινσον, δίνοντας το τελευταίο σύνθημα της Αρμοστείας, αλλά και των διεθνών οργανώσεων για την καμπάνια του έτους που φεύγει, καμπάνια που δεν απέδωσε, όπως αναμενόταν, τίποτε ουσιαστικό.
Τόσο ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, όσο και οι μεγαλύτερες ανθρωπιστικές οργανώσεις, που όπως έχει γνωστοποιηθεί δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν δεχτεί χρηματικές προσφορές και ενισχύσεις από μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες, παραδέχονται, όπως γίνεται σαφές, ότι ο ρόλος και η παρέμβαση των πολυεθνικών στις πολιτικές εξελίξεις και στη διαμόρφωση του εξουσιαστικού σκηνικού (τρόπος ανάδειξης, μέθοδοι διακυβέρνησης, κομβικές πολιτικές και θεσμικές επιλογές) είναι κάτι παραπάνω από απλώς ρυθμιστικός. Γι' αυτό και ως καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χρησιμοποιείται η, μέσω του διαλόγου, στοιχειώδης διαχείριση και έλεγχος των δραστηριοτήτων των πολυεθνικών αυτών, διαδικασία αποκλειστικά βασισμένη στην «καλή θέληση» των ίδιων των πολυεθνικών, που αποτελούν το στόχο σε όλα τα κατηγορητήρια.
Ως όπλο στα χέρια των διεθνών οργανώσεων χρησιμοποιείται η πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης, δηλαδή του καταναλωτικού πληθυσμού για τα προϊόντα των πολυεθνικών. Μια «διευθέτηση» της κακής εικόνας μοιάζει να είναι αρκετή, εκατέρωθεν, για να κοιμούνται όλοι ήσυχοι. Εντούτοις, τα εγκλήματα σε βάρος των λαών συνεχίζονται και η «καλή εικόνα» χρειάζεται να αναπροσαρμοστεί πολλές φορές ανά έτος, μετά από άλλη μία πολύνεκρη έκρηξη στη Νιγηρία ή την ανακάλυψη ομαδικών τάφων στην Ινδονησία. Η ανάγκη ενίσχυσης της ενημέρωσης, αλλά και του παγκόσμιου συντονισμού δράσης και πίεσης για την επίτευξη του σεβασμού των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης σε όσα βρίσκονται πίσω από το «φαίνεσθαι» των «μεγάλων ονομάτων», για την αποκάλυψη περισσότερων πλευρών του γόρδιου δεσμού που συνδέει τα πολυεθνικά συμφέροντα με τα θεμέλια του συγκεκριμένου εξουσιαστικού συστήματος σε βάρος των λαών, όχι μόνο των χωρών που βρίσκονται στο άμεσο πεδίο εκμετάλλευσης, αλλά ολόκληρου του πλανήτη, δεν μπορεί να είναι πια μια επιλογή, είναι αναγκαίος μονόδρομος ζωής.