Ταινία αστυνομική, θρίλερ, ψυχολογικό δράμα, γουέστερν ... όλα αυτά σε ένα. Το πόνημα εκθειάζει ένα είδος βίας απάνθρωπα ωμό, βία που μάλιστα αποτυπώνει με κάθε λεπτομέρεια δίνοντας την αίσθηση ότι αυτές οι σκηνές υπάγονται σε πραγματικό και όχι σε συμβατικό χρόνο. Ολόκληρο το φιλμ διαπερνάται από το στοιχείο της φρικιαστικής βίας. Αιφνίδιας αρχικά, προβλέψιμης στο έπακρο όμως όσο επαναλαμβάνεται. Πρόκειται για μεταφορά στον κινηματογράφο του ομώνυμου μυθιστορήματος του Jim Thompson, ο οποίος παρότι ουδέποτε συνέγραψε κινηματογραφικό σενάριο υπήρξε άριστος στη σύνθεση διαλόγων για το σινεμά. Συνεργάστηκε μάλιστα με τον Στάνλι Κούμπρικ στους διαλόγους της ταινίας του τελευταίου «Τhe Killing» (1956).Ο Thompson υπήρξε σεσημασμένος αλκοολικός. Το έργο του αγγίζει τα όρια της τρέλας. Παραφροσύνη που αναδίνει μπόχα υγρασίας από το ποτό και τον ιδρώτα. Γράφει για τον εσωτερικό ανίατο πόνο, για τον ψυχικό, ανεξίτηλο τραυματισμό και την ψυχολογική διαταραχή. Υπήρξε μια εποχή που ο Κούμπρικ σκεφτόταν σοβαρά να κάνει ταινία το εν λόγω μυθιστόρημα, άλλαξε όμως γνώμη μόλις συνειδητοποίησε ότι δε θα έβρισκε στούντιο που να δεχόταν να χρηματοδοτήσει μια τόσο ζοφερή παραγωγή. Πράγματι, όλη η ταινία περιστρέφεται γύρω από τις μέρες και τα έργα ενός ψυχικά διεστραμμένου βοηθού σερίφη κάπου στις πολιτείες του αμερικάνικου επαρχιώτικου νότου στις αρχές της δεκαετίας του '60, ενός ψυχοπαθούς, κατά συρροή, δολοφόνου. Τολμώ να ισχυριστώ ότι όποιο φροϋδικού, ψυχαναλυτικού τύπου υλικό - δίνεται κυρίως σε μορφή φλας μπακ πλάνων - που παραπέμπει στο ιστορικό του βοηθού σερίφη, στο μακρινό παρελθόν της παιδικής ηλικίας, γεγονότα που το υλικό αυτό υπαινίσσεται ως αίτιο της διεστραμμένης του συμπεριφοράς, θα έπρεπε να είχε οργανωθεί μέσα στο φιλμ με διαφορετικό τρόπο, ώστε να καθίσταται αποτελεσματικό ως προς την ικανότητά του να πείσει για το συσχετισμό με την τωρινή εγκληματική φύση και να μην αφήνει παράθυρα συσχετίζεται δυσανάλογα με την έκταση και ένταση της βίας, να μη φαντάζει επιφανειακό κι ανίσχυρο. Την τυχόν αρχική γοητεία της ταινίας επισκιάζει μάλλον γρήγορα η λανθάνουσα ανακολουθία και το αυθαίρετο της συμπεριφοράς του πρωταγωνιστή. Ο ρόλος του δολοφόνου θα έπρεπε να εμφανίζεται ο ίδιος πεισμένος ως τα μύχια ότι σκοτώνει γιατί πρέπει να κάνει το σωστό και διαπράττει το έγκλημα, γιατί δε γίνεται να κάνει απολύτως τίποτε άλλο. Ο δολοφόνος στο φιλμ εμφανίζεται να μην έχει πειστεί ο ίδιος γι' αυτό που κάνει. Ας αφήσουμε τον άλλο άρρωστο ρόλο της μαζοχίστριας πόρνης, μια κατασκευή που δραματουργικά αιωρείται, παραπαίει και καταλήγει εντελώς γελοία. Ταινία ακατάληπτη, χωρίς κανέναν λόγο ύπαρξης. Οσο για τις ερμηνείες που είναι όντως καλές ... από τέτοιες βρίθει ο τόπος ... χρειάζεται και κάτι πέρα απ' αυτό! Εν κατακλείδι, όσο περνά ο χρόνος κατανοώ ότι μάλλον πρέπει να είσαι εγκληματίας στη χώρα της ελευθερίας για να σου διασφαλίσουν οι νόμοι σεβασμό στα ατομικά σου δικαιώματα. Ενώ από τη μέση της ταινίας οι σοβαρότεροι τοπικοί παράγοντες εξουσίας υποψιάζονται βάσιμα ότι ο δράστης των απεχθών δολοφονιών δεν μπορεί παρά να είναι ο βοηθός σερίφης - έτσι τουλάχιστον μας δείχνει ο σκηνοθέτης, δεν κάνουν τίποτα προληπτικά... Ο σεβασμός της ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων είναι όντως κάτι το συγκινητικό!
Παίζουν: Κέισι Αφλεκ, Τζέσικα Αλμπα, Κέιτ Χάντσον, Ελίας Κοτέας, Μπιλ Πούλμαν, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).