Νέα τεράστια επιβάρυνση για τα λαϊκά νοικοκυριά οι ανατιμήσεις σε εκατοντάδες φάρμακα, που δεν καλύπτονται από τα ασφαλιστικά ταμεία
Αυξήσεις τιμών σε χιλιάδες φάρμακα περιλαμβάνονται στο νέο δελτίο τιμών φαρμάκων, που «γέννησαν» οι κυβερνητικές εξαγγελίες για εκτεταμένες και μεγάλες μειώσεις τιμών με στόχο τη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης. Πρόκειται για ανατιμήσεις που επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο την δεινή, έτσι κι αλλιώς, κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι.
Η επιβάρυνση γίνεται ακόμα μεγαλύτερη σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήδη από τον προηγούμενο Μάη η κυβέρνηση στο όνομα της περιστολής των δαπανών των ασφαλιστικών ταμείων εξαίρεσε από τη συνταγογράφηση χίλια σκευάσματα μεταξύ των οποίων παυσίπονα, αντισηπτικά, δερματολογικά, αποσυμφορητικά, κολύρια, ιώδια, οξυζενέ, οινόπνευμα κ.ά. τα οποία πλέον πληρώνουν οι ασφαλισμένοι εξολοκλήρου από την τσέπη τους.
Αναλυτικά, στο νέο δελτίο τιμών φαρμάκων που ισχύει από χτες περιλαμβάνονται, σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομίας, ανατιμολογήσεις για 6.830 φάρμακα και σκευάσματα και νέες τιμές για 324 καινούρια φάρμακα. Από αυτά που ανατιμολογούνται στα 1.370 οι τιμές αυξάνονται, σε 4.847 μειώνονται, ενώ στα υπόλοιπα παραμένουν σταθερές. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τις αρχικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης για ανατιμήσεις που θα κινούνται γύρω από το 5-10%, σε δεκάδες φάρμακα οι αυξήσεις είναι υψηλότερες.
Στην ουσία η κυβέρνηση ακολουθώντας πιστά την πολιτική στήριξης των κερδών του μεγάλου κεφαλαίου και των επιταγών των πολυεθνικών του φαρμάκου, με τη χτεσινή ρύθμιση επιχειρεί να ικανοποιήσει δύο ταυτόχρονα στόχους. Αφ' ενός να μην θιγεί η κερδοφορία των εκπροσώπων του κλάδου και αφ' ετέρου να περιοριστούν όσο γίνεται περισσότερο τα κονδύλια που πληρώνει το δημόσιο για φάρμακα. Αυτό το πετυχαίνει με την αισθητή μείωση των τιμών σε φάρμακα που κυρίως διακινούνται μέσω των νοσοκομείων και επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ την ίδια στιγμή αυξάνονται οι τιμές εκατοντάδων φαρμάκων που συνταγογραφούνταν ευρέως και τα οποία τώρα θα τα πληρώνουν 100% οι ίδιοι οι εργαζόμενοι.
Εντελώς ενδεικτικά και από μία πρώτη μόνο ματιά στις νέες χονδρικές τμές, για φάρμακα ευρείας χρήσης, τα ποσοστά των ανατιμήσεων διαμορφώνονται ως εξής:
Η λογική βάσει της οποίας πάρθηκαν οι τελικές αποφάσεις της κυβέρνησης κινείται στην απαράδεκτη και εντελώς προκλητική προσέγγιση που λέει ότι με την επιβάρυνση λίγων λεπτών ανά φάρμακο δεν θα χειροτερεύσει η θέση των εργαζομένων, ενώ λίγα λεπτά φτηνότερα ανά φάρμακο για τις προμήθειες που κάνει το δημόσιο, αποτελεί λογαριασμό. Ετσι, αποκαλύπτεται ότι οποιαδήποτε ανακοστολόγηση κι αν έκανε η σημερινή κυβέρνηση ή θα κάνει στο μέλλον κάποια άλλη, που θα εξακολουθεί να διατηρεί στο απυρόβλητο την πολιτική της αντιμετώπισης του φαρμάκου σαν εμπόρευμα, την πολιτική της παράδοσης της έρευνας, της παραγωγής και διακίνησής του στα κερδοσκοπικά συμφέροντα των μονοπωλίων, δεν μπορεί να οδηγήσει σε φιλολαϊκές λύσεις και αποτελέσματα που να εξυπηρετούν πραγματικά τις ανάγκες των εργαζομένων για δωρεάν και ποιοτικό φάρμακο, για όποιον το έχει ανάγκη.
Την ίδια στιγμή, αποκαλύπτεται ότι η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης κατά 1,2 δισ. ευρώ το χρόνο για τα ασφαλιστικά ταμεία, που προπαγανδίζει κατά κόρον η κυβέρνηση, δεν σχετίζεται τόσο με την ανατιμολόγηση που ανακοινώθηκε, αλλά κύρια με την διαγραφή φαρμάκων από τη λίστα των συνταγογραφούμενων φαρμάκων. Αλλωστε, όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, οι ασκήσεις επί χάρτου που έκαναν σε αυτή τη φάση τα κυβερνητικά επιτελεία, υπολογίζοντας κονδύλια και δαπάνες και όχι τις πραγματικές ανάγκες για φάρμακο, σε καμιά περίπτωση δεν διασφαλίζουν σταθερότητα στις τιμές. Στο βαθμό που οι πολυεθνικές έχουν το μαχαίρι και το πεπόνι στην κοστολόγηση και στη διακίνηση των φαρμάκων στη χώρα, αλλά και σε επίπεδο ΕΕ συνολικά, εάν μια πολυεθνική κρίνει ότι είναι ασύμφορη για την κερδοφορία της η τιμή που πήρε κάποιο φάρμακο στην Ελλάδα με βάση τις τρεις φθηνότερες χώρες της ΕΕ, μπορεί να αποσύρει το συγκεκριμένο φάρμακο από την τρίτη φθηνότερη χώρα, ώστε να μη ληφθεί υπόψη και στο «μείγμα» των τριών φθηνότερων να εντάσσονται οι αμέσως προηγούμενες.