Δεν είχε ποτέ κάνει ιδιαίτερα όνειρα για έκδοση βιβλίου η Ισμήνη. Οταν άρχισε να γράφει, αμέσως μετά την επιστροφή από το γαμήλιο ταξίδι, και τη συνειδητοποίηση της ανούσιας ζωής που την περίμενε στο εξής, ήταν απλά μια περιγραφή των πόθων και των ονείρων της. Ηταν ένα καταφύγιο στις άχαρες μέρες που ακολούθησαν αυτόν το γάμο από προξενιό που δέχτηκε, άβγαλτο κορίτσι, χωρίς να καλοσκεφτεί, σε μια επιπόλαια αντίδραση, ένα καταφύγιο στον πόνο που της προκάλεσε το τέλος μιας σχέσης που πίστευε αιώνια, του πρώτου της νεανικού αισθήματος. Πολύ γρήγορα το γράψιμο της έγινε καταφύγιο και πάθος. Στο χαρτί ζωντάνευε τα όνειρά της που τα αισθανόταν πιο αληθινά από την πεζή πραγματικότητα.
Ταξίδευε ταχτικά η Ισμήνη με τον άντρα της, τον Επαμεινόντα, έναν ευκατάστατο εμπορικό αντιπρόσωπο. Το ημερολόγιό της όμως πλημμύριζε από την αλμύρα της θάλασσας, τον άνεμο του πελάγους, το άπλετο φως, τα χρώματα, τις μυρωδιές, τους ήχους και τη ζωή των λιμανιών που ονειρευόταν να γνωρίσει στην αγκαλιά του αγαπημένου της ναυτικού, του Ζαφείρη Θαλάσση. Αλεξάνδρεια, Γένοβα, Μασσαλία, Αλγέρι, Βαρκελώνη, Λισσαβόνα, Πράσινο Ακρωτήρι, Αβάνα, Μπουένος Αϊιρες, Ρίο ντε Τζανέιρο, Σαν Ντιάγκο της Κούβας και της Καλιφόρνιας, Βαλπαρέζο, Σαγκάη και Σίδνεϊ. Εκλαιγε στην αγκαλιά του Ζαφείρη ακούγοντας αραβικούς και βερβέρικους ρυθμούς, μόρνα, φάδο και φλαμένκο, λικνίζονταν στους ήχους της σάμπα στις ακρογιαλιές της Βραζιλίας, χόρευε παθιασμένα ταγκό στις ταβέρνες της Αργεντινής. Από τις σελίδες του γραπτού της ξεπηδούσαν μεγάλοι καημοί κι άσβεστοι πόθοι, εφάμιλλοι μ' αυτούς που τραγουδούσαν ή χόρευαν, η Σεζάρια Εβόρα, η Αμάλια Ροντρίγκες, η Χριστίνα Χόγιος. Αποφάσισε να εκδώσει το έργο της όταν ξεπέρασε τις φοβίες και τις αναστολές της, μετά το γάμο και του δεύτερου παιδιού της, όταν δεν την ένοιαζε πια αν μάθαιναν άγνωστοι, γνωστοί, φίλοι και συγγενείς, ότι δεν ήταν ευτυχισμένη στο γάμο της, όπως όλοι νόμιζαν ή ήθελαν να πιστεύουν.
Ζήτησε να δει έναν πολύ καλό φίλο εκδότη, το Γιάννη Παπαδημητρίου.
-- Εγραψα ένα μυθιστόρημα. Θα ήθελα να το διαβάσεις του είπε. Δε θα σου ζητήσω να μου το εκδόσεις, αν και θα ήταν μεγάλη τιμή για μένα. Ξέρεις πόσο εκτιμώ τη δουλειά σου. Δεν έχω όμως ψευδαισθήσεις. Εξ άλλου δεν είναι το είδος των βιβλίων που δημοσιεύεις. Απλά, θα ήθελα να με συμβουλέψεις πώς να ενεργήσω.
-- Σου υπόσχομαι να το διαβάσω και να σου πω τη γνώμη μου. Να ξέρεις όμως τα εξής: Οποια και να είναι η αξία του βιβλίου σου, θα δυσκολευτείς να το εκδόσεις. Δεχόμαστε άπειρο αριθμό χειρογράφων και οι δυνατότητές μας είναι περιορισμένες. Δεν ξέρω τι παθαίνουν σήμερα οι άνθρωποι. Οσο λιγότερο διαβάζουν, τόσο περισσότερο το ρίχνουν στο γράψιμο και θέλουν όλοι να δημοσιεύσουν τη δουλειά τους. Είναι η διέξοδος στην έλλειψη επικοινωνίας της εποχής μας; Τι έχουν να πουν όλοι αυτοί και τι καταφύγιο ψάχνουν; Να φανερώσουν τα αισθήματα που δε βρήκαν το χρόνο, τον τρόπο ή το κουράγιο να εκδηλώσουν πρόσωπο με πρόσωπο; Εχουν σωρεύσει γνώσεις και πείρα και νιώθουν την ανάγκη να τα μοιραστούν; Αναζητούν την αιώνια νεότητα, μια αναλαμπή, μια ελπίδα, ένα όνειρο, την αθανασία; Θέλουν ένα διάλογο χωρίς αντίθετη άποψη; Εχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με τον εαυτό τους, την κοινωνία, το θεό; Είναι μια εξομολόγηση ή μια λύτρωση; Μια προσπάθεια ν' ακουστεί η φωνή της καρδιάς, των πόθων ή της λογικής τους; Θέλουν να φορέσουν μάσκα, να εμφανιστούν δυνατοί, ωραίοι, επιτυχημένοι ή να ξεγυμνωθούν και να δείξουν τον πραγματικό τους εαυτό; Να ζήσουν μια, δυο, δέκα ζωές μέσα από τους ήρωές τους, να δοκιμάσουν διαφορετικά, δύσβατα μονοπάτια, να κάνουν λάθη και ν' αλλάξουν ζωή;
Το μαγαζί μου και οι άλλοι εκδότες που έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες από μας, επιλέγουν συγγραφείς αναγνωρισμένους, ή πολύ νέους ανθρώπους, εκκολαπτόμενα ταλέντα ή αντίθετα, γνωστά ονόματα, φίρμες, πολιτικούς, δημοσιογράφους, αθλητές, καλλιτέχνες και παράγοντες, υπόδικους ή ανθρώπους καταδικασμένους για στυγερά εγκλήματα. Ενας εκδοτικός οίκος είναι μια επιχείρηση, όπως όλες οι άλλες. Δεν είναι ούτε κοινωφελής οργανισμός, ούτε ευεργετικό ίδρυμα και δε θυσιάζεται αφιλόκερδα στο βωμό της προώθησης του πνεύματος και της τέχνης. Κι εμείς οι λίγοι που διαλέξαμε αυτό το επάγγελμα από αγάπη για το καλό βιβλίο, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με όνειρο να βοηθήσουμε τους ταλαντούχους συγγραφείς ν' αναδειχτούν, να εκδίδουμε μόνο βιβλία ποιότητας και να παλέψουμε ενάντια στην υποκουλτούρα, πολύ γρήγορα χάσαμε τις ψευδαισθήσεις μας. Προσαρμοστήκαμε στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς, του άγριου ανταγωνισμού που έχει θεό της το κέρδος, προσαρμοστήκαμε στον κόσμο που ζούμε. Τα έξοδα, η ακρίβεια, οι μικρές δυνατότητες λόγω του περιορισμένου αναγνωστικού κοινού στην Ελλάδα, δε μας αφήνουν μεγάλα περιθώρια κέρδους. Λέγεται σαν ανέκδοτο, αλλά πιθανά αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα - αν ο Προυστ πρότεινε το βιβλίο του σήμερα, θα είχε ελάχιστες ελπίδες να το εκδώσει. Ξέρεις ότι ένας πρωτοεμφανιζόμενος Αμερικάνος συγγραφέας πρέπει να απευθυνθεί σε εβδομήντα περίπου εκδοτικούς οίκους πριν το χειρόγραφό του γίνει δεκτό;
Εχουμε ανάγκη από εκδόσεις που θα πουλήσουν και θα μας ξελασπώσουν. Διαλέγουμε λοιπόν κλασικούς συγγραφείς, ξένες εμπορικές επιτυχίες - μπεστ σέλερς, ή Ελληνες συγγραφείς που είναι γνωστοί, αγαπητοί και καταξιωμένοι, αλλά κυρίως αυτούς που το όνομά τους βρίσκεται καθημερινά πρώτη σελίδα στις εφημερίδες, έχουν απαραίτητη παρουσία στα δελτία ειδήσεων και στα παράθυρα των καναλιών, γνώμη επί παντός του επιστητού, είναι παρόντες στις δεξιώσεις, στις πίστες ή στα γήπεδα. Αυτούς που ξέρουν να προβάλλουν τον εαυτό τους, να προκαλούν, να επιβάλλονται μ' οποιονδήποτε τρόπο. Τον μεγαλύτερο τζίρο τον κάνουμε με τα έργα πολιτικών που βρίσκονται σε ενεργό δράση, σε προσωρινή αναμονή, ώσπου να γυρίσουν τα πράγματα ή πολιτικών που είχαν μια πολύχρονη καριέρα και αποσύρθηκαν. Διαθέτουν χρόνο και χρήμα, γραμματείς και συμβούλους, γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα, είναι φιλόδοξοι, οι απόψεις τους ενδιαφέρουν τον μέσο Ελληνα. Αυτοί λοιπόν έχουν εμπειρίες να μας μεταδώσουν, συχνά ενδιαφέρονται να παρουσιάσουν μια εικόνα κολακευτική για τον εαυτό τους, να δώσουν συμβουλές στους παρόντες και μελλοντικούς πολιτικούς σε θέματα που γνωρίζουν ή τους είναι άγνωστα, να προτείνουν λύσεις που συχνά αυτοί δεν αποτόλμησαν να εφαρμόσουν, ή να εμφανιστούν σαν ειδήμονες σε τομείς που επανειλημμένα απότυχαν οικτρά.
Δεν ανήκεις σε καμιά απ' αυτές τις κατηγορίες. Είσαι μια άγνωστη γυναίκα, μια κοινή νοικοκυρά, κάποιας ηλικίας. Να με συμπαθάς για τον κυνισμό. Τι έχει να ελπίσει ένας εκδότης αναλαμβάνοντας την έκδοση του βιβλίο σου; Και πες ότι παρά τις προβλέψεις, η έκδοση έχει επιτυχία. Και λοιπόν; Δεν υπάρχει μέλλον, να πει θα την αναδείξω, θα την προβάλω και θα κρατήσω την αποκλειστικότητα. Λυπάμαι, αλλά πρέπει να είμαστε ρεαλιστές.
Και η Μαρία Ιορδανίδου που δημοσίευσε στα εξήντα έξι της το εξαιρετικό μυθιστόρημα «Η Λωξάνδρα», αναρωτήθηκε η Ισμήνη, αλλά ντράπηκε να εκφράσει τη σκέψη της από φόβο μήπως ο Γιάννης θεωρήσει ότι καβάλησε το καλάμι. Κι η μυλωνού τον άντρα της... σκέφτηκε και συγκρατήθηκε να μη γελάσει.
-- Ευχαριστώ για την ενημέρωση του είπε. Αυτό που θέλω τώρα από σένα είναι να μου πεις σε ποιους εκδοτικούς οίκους να απευθυνθώ, ποιοι μπορεί να ενδιαφερθούν για το γραπτό μου, ποιοι παίρνουν τις αποφάσεις, αν έχεις πρόχειρα ονόματα, διευθύνσεις, τηλέφωνα.
Τη βοήθησε ειλικρινά ο Γιάννης. Ξεκίνησε το κυνήγι της έκδοσης από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Στην γραμματεία των εκδόσεων Φουαγιέ, Κερασίδη και Χαλικιώτη, την πληροφόρησαν ευγενικά ότι το χειρόγραφο θα το διαβάσει επιτροπή, της οποίας τα ονόματα δεν ανακοινώνονται. Κράτησαν το χειρόγραφο και το βιογραφικό της σημείωμα και της υποσχέθηκαν απάντηση σε τρεις με τέσσερις μήνες, θετική ή αρνητική, χωρίς διευκρινίσεις σε περίπτωση απόρριψης. Ετσι έγινε ακριβώς. Ηρθαν τρεις αρνητικές απαντήσεις. Στις εκδόσεις Σμυρνιώτη, της ζήτησαν να υπογράψει δήλωση ότι «κατά τη διάρκεια του εξαμήνου που θα μεσολαβήσει ως την οριστική απάντηση, δεν έχει το δικαίωμα να προτείνει το χειρόγραφο σε άλλον εκδότη, κλπ., κλπ. ...» Δεν τους άφησε τη δουλειά της, η Ισμήνη.
Με τους μικρότερους εκδότες, είχε προσωπική επαφή. Δυο γυναίκες μάλιστα έδειξαν ενδιαφέρον και είχε μια σύντομη συζήτηση μαζί τους. Της απάντησαν σε δυο μήνες. «Ο εκδοτικός οίκος λυπάται αλλά, λόγω άλλων προτεραιοτήτων, δεν έχει τη δυνατότητα να προγραμματίσει την έκδοση του βιβλίου σας για τα επόμενα δύο χρόνια». Μερικά βιβλία του μικρού, πρωτοεμφανιζόμενου και πολλά υποσχόμενου εκδοτικού οίκου «Το καλάμι», της είχαν κάνει καλή εντύπωση. Πέρασε ένα πρωινό από τα γραφεία. Μόλις τελείωσε με το μακιγιάζ της τη δέχτηκε η εκδότρια, μια γυναίκα της ηλικίας της. Αφού ενημερώθηκε για το περιεχόμενο και το βρήκε ενδιαφέρον, άκουσε ότι πρόκειται για το πρώτο της μυθιστόρημα και τη ρώτησε στα ίσια.
-- Και γιατί αποφάσισες να γράψεις σ' αυτή την ηλικία; Είναι ο δικός σου τρόπος να αντιμετωπίσεις το πέρασμα του χρόνου και να ξαναβρείς τη νιότη σου;
-- Δεν άρχισα να γράφω σ' αυτή την ηλικία. Τώρα απλά αποφάσισα να δημοσιεύσω τη δουλειά μου. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας. Πότε να σας ενοχλήσω για την απάντηση;
-- Καταλαβαίνετε, έχω τόση δουλειά κι ευθύνες! Πάρτε σε κανένα μήνα.
Πέρασε πολλές φορές από τις εκδόσεις Καλάμι. Πάνω στους τέσσερις μήνες, η εκδότρια της δήλωσε ότι δεν της αρέσει το στιλ του γραψίματός της κι επέστρεψε το χειρόγραφο στην ταλαίπωρη Ισμήνη
Απευθύνθηκε σε καμιά δεκαριά επιπλέον, εκδότες. Πέσανε τα πόδια της πάνω, κάτω, στα Εξάρχεια, τη Σόλωνος, την Ομήρου, τη Σίνα. Τα ίδια παντού. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε. Μέχρι πάνω ψηλά στο Λυκαβηττό ανέβηκε, σ' ένα αδιέξοδο στα κατσάβραχα, για να βρει τις εκδόσεις «Περιπλανήσεις», μια αποθήκη όλη κι όλη. Οι δυο υπάλληλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
-- Πού μας βρήκες εδώ πάνω βρε θηρίο; Τώρα είναι γιορτές, πάρε μας κατά το τέλος Γενάρη. Θα το 'χουμε διαβάσει και θα σας απαντήσουμε.
Αρχές Φλεβάρη, τους τηλεφώνησε. Της πρότειναν να ξαναπάρει αργότερα. Τηλεφώνησε πριν το Πάσχα.
-- Δεν κάνουμε πλέον εκδόσεις εδώ κι έξι μήνες της δήλωσε ξερά ένας κύριο που της συστήθηκε σαν υπεύθυνος εκδόσεων. Δεν είναι δυνατόν να σας είπε κανείς να αφήσετε χειρόγραφο.
-- Αρχισα να τα παίρνω στο κρανίο ομολόγησε σε μια φίλη της η Ισμήνη. Τα μάζεψα και ξαναπήγα στο Γιάννη. Δεν τον άφησα να μου πει τα «σε προειδοποίησα». Του ζήτησα συμβουλή να το βγάλω με δικά μου έξοδα. Μου 'δωσε τρεις διευθύνσεις. Μετά από διαπραγματεύσεις και παζάρια που δεν υπάρχει λόγος να στα διηγηθώ, κατάφερα να το εκδώσω.
Το μυθιστόρημα ήταν ένα όνειρο, ένα ποίημα, ένα πάθος κι ένας ρυθμός. Ηταν η ζωή της, οι πόθοι και οι αναστεναγμοί της. Οταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, ο σύζυγος της Ισμήνης βρισκόταν για δουλειές στη Νότια Αφρική. Τρεις μέρες μετά την επιστροφή του, της ζήτησε να χωρίσουν με κοινή συναίνεση. Δέχτηκε την πρόταση με ανακούφιση. Ο Επαμεινόντας υπήρξε κύριος στα οικονομικά και η Ισμήνη, απαλλαγμένη από προβλήματα επιβίωσης και συζυγικά καθήκοντα, αφιερώθηκε με πάθος στη συγγραφή ενός νέου μυθιστορήματος. Οσο έγραφε, τόσο μεγαλύτερη ένιωθε την ανάγκη να συνεχίσει. Οι ώρες που περνούσε μπροστά στον υπολογιστή ή στη δημιουργία του έργου στο μυαλό της, της προκαλούσαν απρόσμενη ευχαρίστηση και ικανοποίηση. Ενιωθε να πραγματοποιεί τα όνειρα και τις επιθυμίες της χωρίς κανένα εμπόδιο. Αυτή αποφάσιζε για τη ζωή, την ευτυχία, ή το θάνατο των ηρώων της. Ηταν ο απόλυτος εξουσιαστής της τύχης τους.
Τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου της, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα που της έφερε μεγάλη ταραχή. Ο Ζαφείρης Θαλάσσης, συνταξιούχος καπετάνιος του εμπορικού ναυτικού, διάβασε το μυθιστόρημα και ζήτησε να τη συναντήσει στον Πλαταμώνα, στη θαλασσινή σπηλιά που είχαν γνωρίσει τον έρωτα και πολύ σύντομα διέκοψαν τη σχέση τους, 30 χρόνια πριν.
Εκαναν μια βουτιά στα βαθυγάλανα νερά του Αιγαίου, στη σκιά του Ολύμπου. Εμειναν κάτω από τον έναστρο ουρανό άγρυπνοι να μιλούν για τα περασμένα, που όσο περνούσε η ώρα έβλεπαν ότι τους απομάκρυναν όλο και περισσότερο. Δεν είχαν πια τίποτα το κοινό. Ούτε ανησυχίες, ούτε εμπειρίες, ούτε επιθυμίες, ούτε όνειρα. Ηταν δυο ξένοι, πεντάξενοι. Πέρασε η νύχτα και η επόμενη μέρα. Ο ήλιος χανόταν πίσω από το βουνό και οι δυο σιλουέτες τους, λεπτές, αέρινες, μεγάλωναν όλο και περισσότερο, σαν την απόσταση που τους χώριζε. Η Ισμήνη τραγουδούσε ασυναίσθητα
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές υπάρχει μια δίψα, υπάρχει μια αγάπη υπάρχει μια έκσταση... Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια και δε σε γνώριζα, αλί,
μήτε με γνώριζες.
Ανέβηκε στο αυτοκίνητό της για τη Λάρισα. Ο Ζαφείρης πήρε το λεωφορείο για Θεσσαλονίκη σιγοσφυρίζοντας το τελευταίο σουξέ της Ευροβίζιον.
Μια εβδομάδα αργότερα, τα παιδιά της την ενημέρωσαν ότι ο Επαμεινόντας εγκαταστάθηκε σε μια νεόκτιστη βίλα με την Ναταλία, μια ωραιότατη Ρωσίδα 25 χρόνια μικρότερή του, με την οποία διατηρούσε σχέσεις εδώ και χρόνια.
(Ανέκδοτο διήγημα)