Ερώτηση στη Βουλή για τις εξελίξεις ιδιωτικοποίησης των ερευνητικών κέντρων κατέθεσαν προχτές βουλευτές του ΚΚΕ
Την απόσυρση της απόφασης που αποδιαρθρώνει και ενισχύει την ιδιωτικοοικονομική λειτουργία των ερευνητικών κέντρων, τη σύνδεση της έρευνας με την Ανώτατη Εκπαίδευση και την επαρκή κρατική της χρηματοδότηση, παράλληλα με την ουσιαστική αναβάθμιση και καταξίωση του ρόλου των ερευνητών, ζητά το ΚΚΕ με Ερώτηση που κατέθεσαν προχτές προς τους υπουργούς Ανάπτυξης και Παιδείας οι βουλευτές του Κόμματος: Σπύρος Χαλβατζής, Κώστας Αλυσανδράκης, Γιάννης Γκιόκας, Γιάννης Ζιώγας, Διαμάντω Μανωλάκου και Κώστας Καζάκος.
Το κείμενο της Ερώτησης έχει ως εξής:
Μια σειρά από νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως οι 1514/1985 και 3653/2008 έχουν παγιώσει την ιδιωτικοοικονομική λειτουργία των ερευνητικών κέντρων και την άμεση σύνδεσή τους με επιχειρήσεις. Παράλληλα, έχει καθιερωθεί σύστημα "επιχειρησιακής" αξιολόγησης των ερευνητικών κέντρων με όρους συνάρτησης της χρηματοδότησης από την επιχειρηματική τους λειτουργία, με άμεση παρέμβαση εκπροσώπων των επιχειρήσεων στις δραστηριότητές τους, με ταυτόχρονο περιορισμό του ρόλου της ερευνητικής κοινότητας.
Στις παραπάνω εξελίξεις που υλοποιούν κατευθύνσεις της ΕΕ, όπως αποτυπώθηκαν στη Στρατηγική της Λισαβόνας, στο 7ο Πλαίσιο για την Ερευνα και στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ερευνας και Τεχνολογίας, προστίθεται η απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής (26/5) που αφορά τη "συγχώνευση" δημόσιων φορέων και οργανισμών που εποπτεύονται από το ΥΠΑΝ, μεταξύ των οποίων αρχικά συμπεριλήφθηκε και το ΕΚΚΕ (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών), και στη συνέχεια ακολούθησαν ανακοινώσεις για την ουσιαστική διάλυση του ΕΙΕ (Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών), καθώς και του "Δημόκριτου". Με πρόσχημα την "αναδιάταξη του ερευνητικού ιστού της χώρας", η κυβέρνηση προχωρά στην ιδιωτικοποίηση του μοναδικού δημόσιου ερευνητικού κέντρου στο πεδίο των Κοινωνικών Επιστημών, μέσω της ενσωμάτωσής του στο ΕΙΕ (ΝΠΙΔ). Οι αλλαγές αυτές θα εξαρτήσουν πιο αποφασιστικά τα ερευνητικά κέντρα από τις επιχειρήσεις, θα εξαναγκάσουν τους ερευνητές να λειτουργούν ως εργολάβοι - επιχειρηματίες, θα έχουν άμεση επίπτωση στον κοινωνικό χαρακτήρα της έρευνας, αφού την υποβαθμίζουν σε έρευνα κατά παραγγελία και συναρτούν τους προσανατολισμούς της από την εμπορευματική χρήση των ερευνητικών αποτελεσμάτων.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η περαιτέρω υποβάθμιση της έρευνας εκκινεί από τις Κοινωνικές Επιστήμες, που δε θεωρούνται "ανταγωνιστικό" πεδίο, ενώ τα κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα έχουν ήδη ανατεθεί στις ιδιωτικές εταιρείες, για να διαμορφώνουν το ιδεολογικό πλαίσιο στήριξης των ευρωενωσιακών στρατηγικών επιλογών.
Είναι παραπάνω από βέβαιο, παρά τις όποιες αντίθετες διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης, ότι η ιδιωτικοποίηση και η διάλυση που προωθούνται στα ερευνητικά κέντρα θα έχουν άμεση επίδραση στις εργασιακές σχέσεις των ερευνητών, οι οποίοι ήδη συναρτούν το μισθό τους από τα ερευνητικά προγράμματα που προσελκύουν. Ως επακόλουθο, θα σηματοδοτήσουν την περαιτέρω περικοπή προσωπικού των ερευνητικών κέντρων, τη στιγμή που η κρατική χρηματοδότηση μόλις και μετά βίας καλύπτει τους μισθούς και τα λειτουργικά έξοδα των ερευνητικών κέντρων.
Για όλα τα παραπάνω, το διάστημα αυτό οι εργαζόμενοι στα ερευνητικά κέντρα βρίσκονται σε συνεχείς κινητοποιήσεις, διεκδικώντας με διάφορες μορφές δράσης (π.χ. κατάληψη στο ΙΓΜΕ, πορείες διαμαρτυρίας) την προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της έρευνας, τα δεδουλευμένα που τους χρωστάνε, την πρόσληψη νέου ερευνητικού προσωπικού.
Η ιδιωτικοποίηση της έρευνας αντίκειται στον ίδιο το χαρακτήρα της ως κοινωνικό αγαθό, βάζει εμπόδια στην παραγωγή νέας γνώσης προς το συμφέρον του λαού και του τόπου. Η έρευνα δεν μπορεί παρά να είναι δημόσια, να υπηρετεί με τον προγραμματισμό της το συνολικό κοινωνικό συμφέρον. Και πάνω απ' όλα, να εξασφαλίζει όλο το ερευνητικό επιστημονικό δυναμικό της χώρας, με μόνιμες συνθήκες εργασίας, να μπορεί να υπηρετεί την έρευνα μακριά από οποιαδήποτε σκοπιμότητα, είτε εμπορευματική, είτε στενά ατομική.
Με βάση τα προαναφερθέντα, ΕΡΩΤΩΝΤΑΙ οι κ.κ. Υπουργοί: