Τετάρτη 30 Ιούλη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Αγκαλιά με τ' αστέρια

Οταν χαμογέλασε, μια ελαφρά ειρωνεία ζωγράφισε τ' όμορφο μουτράκι της. Θα 'ταν γύρω στα 18 της χρόνια και η νιότη ήταν διάχυτη σ' εκείνο τ' αστραποβόλο, μαύρο βλέμμα, γεμάτο ποίηση κι έρωτα. Στις κόρες των ματιών της, αντιφέγγιζαν τα φώτα των αυτοκινήτων και τα φανάρια των δρόμων, κάπου στην πλατεία Θεάτρου. Αραιά και που, απαντούσε στη γνωστή ερώτηση - «πόσο πάει;». Απαντούσε, με τα σπαστά, αφρικάνικα, ελληνικά της. Απαντούσε, με το πονηρό κλείσιμο του ματιού και το πρόστυχο κούνημα της μέσης. Απαντούσε, με τον τρόμο της ανάπηρης αγάπης, που την περιμένει στο φτηνό ξενοδοχείο της απέναντι γωνίας.

Η Οδύσσειά της, όμοια με αυτή των υπόλοιπων κατατρεγμένων. Με τη διαφορά ότι την ανάγκασαν να πουλήσει μαζί με το κορμί και την ψυχή της. Με τη διαφορά ότι τ' όνομα, μαζί με ό,τι άλλο θα την έκανε ξεχωριστή, πια, δεν της ανήκουν. Επαψε να 'χει ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Πλέον, δεν ήταν γυναίκα, ήταν πράγμα. (Αλήθεια, ποιος είπε ότι η ανθρωπότητα ελευθερώθηκε;). Οταν κοιτάς τα μάτια της, όχι, δεν μπορείς να καταλάβεις αν ακόμη έχει όνειρα. Σίγουρα είχε. Κάποτε θα είχε. Οταν θα ήταν μικρή και πριν ο πόλεμος βρει τη γειτονιά της, σίγουρα θα 'χε ονειρευτεί με τ' αστέρια αγκαλιά, όπως όλα τα παιδιά. Τώρα, όμως, αυτό το άδειο, σκοτεινό βλέμμα, αυτή η ψυχρή έκφραση, αυτή η φτηνή πρόκληση, σε κάνουν να ξεχνάς τον άνθρωπο πίσω απ' τη μάσκα.

Μα να - κοιτάξτε - τώρα, υψώνει το βλέμμα απ' το βρώμικο πεζοδρόμιο. Τώρα, τα μάτια της ξεφεύγουν απ' τη σκοτεινή φυλακή των πολυκαιρισμένων κτιρίων και - όπως ένα ζευγάρι γυμνά σύννεφα που κολυμπούν μόνα τους στο σκουριασμένο ουρανό - υψώνονται στ' αστέρια. Και τότε, εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου, καταλαβαίνεις πως αυτή η μάσκα, είναι άνθρωπος και πως τα όνειρα δεν την έχουν εγκαταλείψει. Ισως, οι γονείς να 'χουν πεθάνει, ίσως και να βρίσκονται ακόμη στην πατρίδα, ή ίσως και να μη θυμάται πια ότι κάποτε είχε γονείς. Ισως, ο άντρας που μικρή λαχτάρησε να σκοτώθηκε σε κάποια μάχη, ίσως και να μην πρόλαβε ποτέ να τον ποθήσει. Ισως, οι παιδικές της φίλες να έχουν εξαφανιστεί και ίσως να την έχουν εγκαταλείψει όλοι. Αλλά, ποιος μπορεί να κλέψει τ' όνειρο, απ' αυτή την κοπέλα; - το μουτράκι της στράβωσε κι ένα πικρό χαμόγελο ειρωνείας, εμφανίστηκε στον αέρα της κοιμισμένης πολιτείας.

Ομως, εσύ, άνθρωπε της Κοιμισμένης Πολιτείας, που αναζητάς φτηνούς έρωτες, διευκολύνσεις πληρωμής και ευκαιρίες αγοράς, εξακολουθείς να ρωτάς: «Πόσο πάει;». Και όταν το μόνο που εισπράττεις είναι αυτό το πικρό ειρωνικό χαμόγελο, εσύ εκνευρίζεσαι, λες και σου χρωστά κάποια απάντηση.

Η 18χρονη με την ανάπηρη αγάπη και τα φώτα νέον ν' αντιφεγγίζουν στο βλέμμα, με τ' αστέρια αγκαλιά και τα όνειρα για φίλους, άφησε κάτω το τσαντάκι, έκλεισε την ομορφιά της σ' ένα φευγαλέο ψέμα και γύρισε την πλάτη στην Κοιμισμένη Πολιτεία και τους ανθρώπους της - μα θα γυρίσει. Θα γυρίσει. Οταν ακούσει κείνο το «τρίξιμο της πόρτας», που είπε κι ο ποιητής, τότε θα γυρίσει, για να διδάξει αξιοπρέπεια...


Κώστας ΤΡΑΚΟΣΑΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ