Μεγάλη συγκέντρωση στον Πειραιά στις 26 Ιούλη 1965 |
Το ίδιο συμβαίνει και με την αστική αντιπαράθεση για τα «Ιουλιανά». Ενώ η μία πλευρά (Κ. Μητσοτάκης και λοιποί) παρουσιάζεται αυθεντικά ταξική και στα τότε γεγονότα, η άλλη (ΤΑ ΝΕΑ, ΤΟ ΒΗΜΑ, το ΕΘΝΟΣ, το ΜΕΓΚΑ), δηλαδή η πλευρά που υπερασπίζεται τον Γεώργιο Παπανδρέου και τους πιστούς στην Ενωση Κέντρου πολιτικούς (δηλαδή το ΠΑΣΟΚ σήμερα), προσποιείται την αφελή. Παραγνωρίζει συνειδητά τον ταξικό ρόλο του Γεωργίου Παπανδρέου και εκείνα τα χρόνια, παρουσιάζοντάς τον ως θύμα. «Ξεχνώντας» ότι θύτες σε βάρος του λαού ήταν τελικά και ο ίδιος και το Παλάτι και η ΕΡΕ και οι λεγόμενοι αποστάτες. Απλώς άλλαξαν οι συμμαχίες το 1965, με αποτέλεσμα ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο βασιλιάς να γίνουν εχθροί, ενώ «στην αρχή οι σχέσεις του γηραιού πρωθυπουργού με τον νεαρό βασιλέα είναι πολύ καλές», όπως έγραψε ΤΟ ΒΗΜΑ (25/5/2008).
Σχετικά με αυτό, ο δημοσιογράφος Γιάννης Κάτρης, που θεωρείται η αυθεντική φωνή του Γεωργίου Παπανδρέου, έγραψε:
«...η συνάντηση έγινε. Κράτησε μόνο δέκα λεπτά. Ο Παπανδρέου περιέγραψε ως εξής τη σκηνή: "Ο Κωνσταντίνος ενεφανίσθη ψυχρός, στυγνός και άκαμπτος. Η ρήξη είχε προμελετηθεί". Οταν ο πρωθυπουργός, για να δώσει ένα τέλος, ρώτησε αν θα υπογράψει το διάταγμα, ο νεαρός μονάρχης απάντησε μ' ένα ξερό "όχι".
Ο Παπανδρέου σηκώθηκε: "Αύριο θα υποβάλω εγγράφως την παραίτησίν μου".
Κωνσταντίνος: "Ακουσα τη λέξιν παραίτησις και τη λαμβάνω υπ' όψιν μου. Μου αρκεί".
Παπανδρέου: "Αντιλαμβάνομαι τον λόγον διά τον οποίον επείγεσθε".
Κωνσταντίνος: "Η παραίτησις είναι δεδομένη".
Παπανδρέου: "Γνωρίζω τι έχετε κατά νουν. Κάποτε θα μετανιώσετε. Αλλά θα είναι αργά".
Ο Κωνσταντίνος δεν απάντησε...». (Γιάννη Κάτρη, «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα», εκδόσεις «Παπαζήση», σελ. 210).
Αυτά υποστηρίζει η μία πλευρά. Αντίθετα, ο Γλύξμπουργκ και στην τελευταία συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ (25/5/2008) υποστήριξε:
«Δεν απέλυσα τον Παπανδρέου, εκείνος υπέβαλε παραίτηση».
Οπως κι αν έγιναν τα πράγματα, το κύριο ζήτημα είναι ότι μπροστά στην αδιαλλαξία του Γλύξμπουργκ, μπροστά στις μηχανορραφίες των Ανακτόρων και των συνεργών τους, ο εκλεγμένος από το 52,72% πρωθυπουργός έδωσε την παραίτησή του στον βασιλιά!
Και το ερώτημα είναι: Με απόφαση ποιανού συλλογικού οργάνου και με ποιο δικαίωμα υπέβαλε την παραίτησή του; Αυτό είναι το πιο σημαντικό ζήτημα. Και σε αυτό κανένας από τους υποστηρικτές του τότε πρωθυπουργού, κανένας από τους δριμείς κατηγόρους των «αποστατών» δε δίνει απάντηση. Πιο σωστά, αποφεύγουν και να θέσουν απλώς αυτό το θέμα. Το αποφεύγουν, επειδή εδώ βρίσκονται πρώτα απ' όλα οι ευθύνες του Γεωργίου Παπανδρέου και της πιστής σε αυτόν ηγεσίας της Ενωσης Κέντρου. Εδώ, σε συνάρτηση με το αναμφισβήτητο γεγονός ότι περιπαίξανε το λαό, τον μεταχειρίστηκαν και φανερά και πίσω από την πλάτη του.
Ωστόσο, ο Γεώργιος Παπανδρέου (παρότι εκείνο το βράδυ πράγματι τον απέλυσε ο Κωνσταντίνος), είχε αποφασίσει να παραιτηθεί και του το δήλωσε, αν ο Γλύξμπουργκ δεν έκανε πίσω από τη θέση να μην αναλάβει το υπουργείο Αμυνας ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Αυτή την απόφαση την πήρε συζητώντας στο Καστρί με κάποιους από τους συνεργάτες του, από τους οποίους κάποιοι συμφώνησαν και κάποιοι όχι.
Δεν συγκλήθηκε η κοινοβουλευτική ομάδα της Ενωσης Κέντρου, για να συζητήσει το θέμα. Αντίθετα, οι βουλευτές της έμαθαν την παραίτηση από δημοσιογράφους και από διάφορους των διαδρόμων.
Διαβάζουμε σχετικά με αυτό στο ΒΗΜΑ: «Ενώ συνεδρίαζε η επιτροπή νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, (...) η λεγόμενη Μικρά Βουλή, (...) ένας κλητήρας πλησίασε στον θώκο και κάτι ψιθύρισε στο αυτί του προεδρεύοντος Ε. Πετραλιά, ενός συμπαθούς βουλευτή του Κέντρου από την Ηλεία. Εκείνος άκουσε, χλόμιασε και είπε: "Κύριοι συνάδελφοι, θα διακόψουμε τη συνεδρίαση... Δεν υπάρχει κυβέρνηση"». Από τον κλητήρα λοιπόν...
Δεν συνήλθε ούτε το καθοδηγητικό όργανο της Ενωσης Κέντρου.
Αλλά υπάρχει και το εξής θέμα: Πώς αποφάσισε ο Γ. Παπανδρέου να παραστήσει το λιοντάρι, τη στιγμή που ήταν έτοιμος να παραιτηθεί, δηλαδή να το βάλει στα πόδια; Προφανώς ήθελε να εμφανιστεί ως ήρωας απέναντι στο λαό, ενώ ουσιαστικά ήταν νομοταγής απέναντι στο βασιλιά. Το απέδειξε εκ νέου και πολύ γρήγορα, όταν, μαζί με τον Π. Κανελλόπουλο (αρχηγό τότε της ΕΡΕ) και τον Κωνσταντίνο, προχώρησαν το 1966 σε κρυφή συμφωνία, τη γνωστή ως «Μνημόνιο».
Ανεξάρτητα από το αν είχε ταχθεί ή όχι υπέρ της νομιμοποίησης του ΚΚΕ και ο Ντάλες, είναι γεγονός ότι πολλές αστικές δυνάμεις είχαν υποστηρίξει τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, επειδή νόμιζαν ότι μπορούν να ελέγχουν καλύτερα ένα κόμμα νόμιμο, παρά ένα κόμμα που βρισκόταν στην παρανομία. Επρόκειτο, δηλαδή, για διαφορές στην τακτική αντιμετώπισης του κομμουνισμού και όχι για διαφορές που δήθεν υποδήλωναν την προοδευτικότητα των μεν και την αντιδραστικότητα των άλλων. Και αυτό, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το ΚΚΕ έκανε καλώς που αξιοποιούσε την τοποθέτηση αστών πολιτικών και εντύπων (π.χ. ΤΟ ΒΗΜΑ) υπέρ της νομιμοποίησής του.
Ομως, πρέπει να υπογραμμιστεί ταυτόχρονα ότι και οι υπέρ και οι κατά της νομιμοποίησης βρίσκονταν και στην παράταξη του «Κέντρου» και στην παράταξη της «Δεξιάς». Ο Γεώργιος Παπανδρέου συγκαταλέγεται στους πολέμιους της νομιμοποίησης του ΚΚΕ. Ετσι, το ΠΑΣΟΚικό ΕΘΝΟΣ, αν επέλεγε να είναι αντικειμενικό, θα έπρεπε να μην επικρίνει μόνο τον Καραμανλή, αλλά και τον Παπανδρέου, θυμίζοντας τις αντικομμουνιστικές πομπές του. Γιατί ο «Γέρος της Δημοκρατίας», ταυτόχρονα με την άρνησή του να νομιμοποιήσει το ΚΚΕ, σχεδίαζε ως πρωθυπουργός να θέσει εκτός νόμου και τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη.
Το να αποδίδει, λοιπόν, κάποιος τις αιτίες αυτής της έκρηξης σε λόγους δευτερεύουσας σημασίας, μοιάζει με τη σημερινή αποπροσανατολιστική αντιπαράθεση για τον τίμιο και υγιή επιχειρηματικό κόσμο, σε αντίθεση με κάποιους σκοτεινούς και αετονύχηδες επιχειρηματίες. Λες και δεν εκμεταλλεύονται την εργατική τάξη και οι τίμιοι επιχειρηματίες εξίσου στυγνά με τους αετονύχηδες.
Οσο κι αν στηλιτεύσει κανείς την εξαγορά (με χρήμα ή με αξιώματα ή και με τα δύο), προέχει πολύ περισσότερο η επισήμανση ότι και οι αποστάτες και οι μη αποστάτες λειτούργησαν με βάση τα αστικά ταξικά συμφέροντα, που η κάθε πλευρά θεωρούσε ότι εξυπηρετεί καλύτερα με τη συγκεκριμένη στάση της.