Πέμπτη 29 Μάη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Μικρά ονόματα

Περπατάει στη μέση του δρόμου. Μεσημέρι, κι ο ήλιος είναι έτοιμος να βάλει φωτιά στην άσφαλτο. Δεν ακούγεται τίποτα. Σταματάει και κάθεται στο πεζοδρόμιο. Βγάζει απ' την τσέπη του κάμποσα διπλωμένα χαρτιά. Χτες, έγραφε όλη νύχτα. Το πρώτο χαρτί δεν έφτασε και πήρε κι άλλο. Δεν έφτασε ούτε αυτό, χρειάστηκε κι άλλο, κι άλλο... Ξεδιπλώνει το πρώτο και αρχίζει να διαβάζει. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα κομπιάζει. Δε βγαίνουν οι λέξεις. Ακουμπάει το χέρι του στο μέτωπό του. Αναρωτιέται πόσες χιλιάδες σελίδες χρειάζονται για μια αξιόπιστη παγκόσμια καταγραφή. Τρομάζει, μόνο και μόνο, με την ιδέα.

Θυμάται τη χτεσινή νύχτα. Τα χαρτιά δεν ήταν, τίποτα άλλο, παρά ένας κατάλογος με μικρά ονόματα. Τον έφτιαξε με αφορμή μια είδηση για έναν 24χρονο εργάτη που 'χασε τη ζωή του σε εργατικό «ατύχημα» και μια φωτογραφία μιας όμορφης γυναίκας που 'χε δει, πριν αρκετούς μήνες, στην εφημερίδα. Δεν ήταν δυνατόν να θυμηθεί τα ονόματα των εργατών και των εργατριών που άφησαν την τελευταία τους πνοή την ώρα του μεροκάματου. Ετσι, άρχισε, απλά, να γράφει όσα μικρά ονόματα του 'ρχονταν στο μυαλό. Τα γράμματά του άρχισαν να γίνονται πιο έντονα και πιο όμορφα. Λες και ήθελε να βγάλει όλη του την οργή στο χαρτί, μα και να τιμήσει τη μνήμη όλων των «μικρών ονομάτων».

Οσο και να πίεσε το μυαλό του κάποια στιγμή, τα ονόματα που ήξερε, εξαντλήθηκαν. Πήρε μια ανάσα και κοίταξε το συρτάρι του γραφείου. Εκεί είχε καταχωνιάσει το απόκομμα της εφημερίδας με τη νεαρή γυναίκα. Μια απ' τις χιλιάδες μετανάστριες που θαλασσοπνίγονται σε μια βάρκα, αναζητώντας το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Μια απ' τις χιλιάδες γυναίκες που ξεκινούν απ' τις σακατεμένες χώρες τους, για ένα ταξίδι δίχως αύριο. Ενα ταξίδι για να βρουν το αύριο. Μια απ' τις χιλιάδες κοπέλες που βρέθηκαν στις θάλασσες της χώρας και «βαφτίστηκαν» «λαθρομετανάστριες». Ποιος ξέρει πού βρίσκεται τώρα; Την απελάσανε; Συνεχίζει το εφιαλτικό ταξίδι της για κάποια άλλη χώρα;

Κοίταξε τη φωτογραφία. Ηταν λες κι αντίκριζε δικό του άνθρωπο. Πρόσεξε τα μάτια της. Στο βλέμμα της έκλεινε μια θλίψη και μια ελπίδα, την ίδια στιγμή. Στην αγκαλιά της κρατούσε ένα μικρό παιδί τυλιγμένο σε μια κουβέρτα. Το πρόσωπό του ήταν ακουμπισμένο στον ώμο της. Δεν μπορούσε να το δει. Φαντάστηκε πως είναι το πιο όμορφο μωρό σ' ολόκληρο τον κόσμο. Με μια αργή κίνηση ακούμπησε τη φωτογραφία πάνω στο γραφείο. Εριξε μια ματιά στα χαρτιά του. Χαμογέλασε. Του φάνηκε αστείο ν' αρχίσει να γράφει όσα «ξένα» ονόματα ήξερε, αλλά το 'κανε. Το 'κανε με τον ίδιο τρόπο. Τα γράμματά του ήταν όμορφα κι έντονα. Κι αυτά τα ονόματα κάποια στιγμή άρχισαν να εξαντλούνται.

Ο δρόμος είναι ακόμα έρημος, ο ήλιος το ίδιο δυνατός. Αρχίζει και διαβάζει τα μικρά ονόματα χωρίς κομπιάσματα. Τα διαβάζει δυνατά. Σκέφτεται πως καμία επίσημη καταγραφή δεν πρόκειται να είναι αξιόπιστη, καμία επίσημη καταγραφή δε θα είναι αληθινή. Οχι μόνο γιατί δεν το επιτρέπουν οι «άνωθεν» εντολές, μα γιατί κάθε μέρα, κάθε νύχτα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή τα ονόματα θα πολλαπλασιάζονται. Δεν τον απασχολεί πια πώς θα καταγραφούν αξιόπιστα οι «άθλιοι» της γης, αλλά πώς θα σταματήσουν τέτοιου είδους καταγραφές. Μετά από κείνο το μεσημέρι, στάθηκε απέναντι στους άθλιους, που σακατεύουν «μικρά ονόματα»...


Γεράσιμος ΧΟΛΕΒΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ