ICON |
Εδώ και αρκετά χρόνια, η ΕΕ έπαιρνε και επέβαλλε μέτρα για τη μείωση της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα. Σ' αυτό οδηγούσαν οι αποφάσεις για στρεμματικούς και παραγωγικούς περιορισμούς στις καλλιέργειες, που συνοδεύονταν και από πρόστιμα συνυπευθυνότητας σε βάρος της χώρας μας όταν ξεπερνούσε τα πλαφόν και τις ποσοστώσεις, τα οποία και καταμερίζονταν στους παραγωγούς. Το καίριο, όμως, πλήγμα ήρθε με τη νέα ΚΑΠ, η εφαρμογή της οποίας ξεκίνησε στην αρχή του 2006. Στη Θεσσαλία, όπως και στις άλλες αγροτικές περιοχές, οι επιπτώσεις της νέας ΚΑΠ ήταν άμεσες και καταστροφικές. Δυναμικές και προσοδοφόρες καλλιέργειες συρρικνώνονται και μερικές πάνε προς εξαφάνιση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο καπνός που εξαφανίστηκε από περιοχές, οι οποίες στηρίζονταν σ' αυτόν, όπως η Ελασσόνα και πολλά χωριά των Τρικάλων και της Καρδίτσας. Στο μισό και παραπάνω μειώθηκε η τευτλοκαλλιέργεια, μετά την απόφαση της κυβέρνησης να παραδώσει στην ΕΕ το 50% του δικαιώματος παραγωγής ζάχαρης.
Αυτή η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την τευτλοκαλλιέργεια χιλιάδες αγρότες της περιοχής, οι οποίοι είχαν δαπανήσει πολλά χρήματα για την απόκτηση του απαραίτητου μηχανολογικού και άλλου εξοπλισμού, που είχαν δανειστεί από την τράπεζα. Επιπτώσεις υπήρξαν και σε άλλους εργαζόμενους που η δουλειά τους σχετιζόταν με τα τεύτλα. Το εργοστάσιο ζάχαρης που λειτουργούσε στη Λάρισα έκλεισε και εκατοντάδες εργαζόμενοι σ' αυτό ζουν με την αγωνία αν θα έχουν εργασία. Το μεροκάματό τους έχασαν, επίσης, όσοι εργάζονταν στη συλλογή και τη μεταφορά του προϊόντος, τευτλοεξαγωγείς κ.ά.
Στρεμματική μείωση είχαμε και στη βαμβακοκαλλιέργεια, η οποία, πριν λίγα χρόνια, αποτελούσε την πλέον προσοδοφόρα καλλιέργεια για τους αγρότες της περιοχής. Το ίδιο συμβαίνει στο σύνολο, σχεδόν, των καλλιεργειών. Π.χ., Πέρσι πάνω από 50% ήταν η μείωση στα σιτηρά, στα ψυχανθή 70%, στις φακές και στα ρεβίθια 65%, στις δενδρώδεις καλλιέργειες - αχλάδια, κεράσια, δαμάσκηνα, αμύγδαλα, ροδάκινα κ.ά. - 50% και σε πολλές περιπτώσεις μέχρι και 60%, ενώ στην επαρχία Τυρνάβου η μείωση έφτασε εξαιτίας της ακαρπίας από 70% - 80%, στο καλαμπόκι μέχρι και 50%, στ' αμπέλια 50%, στη βιομηχανική τομάτα πάνω από 30%.
Οι εμπορικές τιμές των αγροτικών προϊόντων στο σύνολό τους παραμένουν πολύ χαμηλές - σε κάποιες περιπτώσεις είναι εξευτελιστικές - λόγω της κερδοσκοπικής βουλιμίας και ασυδοσίας των εμποροβιομηχάνων και των αθρόων εισαγωγών που επιβάλλει η ΚΑΠ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και δεν καλύπτουν καν το κόστος παραγωγής. Εξαίρεση μπορεί να χαρακτηριστεί η αύξηση που παρατηρείται, τον τελευταίο χρόνο, στα σιτηρά και στο καλαμπόκι, η οποία είναι συγκυριακή και, βεβαίως, ούτε αυτή είναι αρκετή να διασφαλίσει εισόδημα με το οποίο μπορούν να ζήσουν οι μικρομεσαίοι παραγωγοί.
Οι χαμηλές τιμές που εισπράττει ο παραγωγός δε σημαίνουν ότι τα αγροτικά προϊόντα είναι φτηνά και για τους καταναλωτές. Αυτοί, αντιθέτως, εξακολουθούν να βλέπουν τις τιμές στα σούπερ μάρκετ να ανεβαίνουν, καθώς οι έμποροι εκμεταλλεύονται κι αυτούς όσο και τους παραγωγούς. Από την άλλη, οι επιδοτήσεις που έπαιρνε ο αγρότης έχουν «πετσοκοφτεί» μετά την απόφαση της ΕΕ - με τη συμφωνία των ελληνικών κυβερνήσεων - για αποσύνδεση της παραγωγής από την επιδότηση. Το «χρονιάτικο τσεκ» που εισπράττουν οι μικρομεσαίοι παραγωγοί ως επιδότηση δεν αποτελεί παρά ένα «πενιχρό βοήθημα», που δε φτάνει ούτε για την κάλυψη των εξόδων καλλιέργειας. Αλλά κι αυτό δε δίνεται ποτέ στην ώρα του και τις περισσότερες φορές δε φτάνει καν στα χέρια των παραγωγών, καθώς το παρακρατεί η τράπεζα για την εξόφληση των αγροτικών χρεών, τα οποία ποτέ δεν τελειώνουν και διαρκώς αυγαταίνουν.
Το κόστος παραγωγής των αγροτικών προϊόντων χρόνο με το χρόνο αυξάνεται, πλήττοντας καίρια το εισόδημα των Θεσσαλών αγροτών. Τα τελευταία χρόνια, έχουμε συνεχείς ανατιμήσεις στα αγροτικά μέσα και εφόδια και είναι χαρακτηριστικό ότι φέτος, σε σχέση με πέρσι, έχουμε 60%, κατά μέσο όρο, αύξηση στις τιμές των λιπασμάτων, 20% στα φυτοφάρμακα, 10% στα σπόρια, 30% στα καύσιμα, 30% στο αγροτικό ρεύμα, 80% στις ζωοτροφές κ.ο.κ. Στην κερδοσκοπική επέλαση των εμποροβιομηχάνων βοήθησε, τα μέγιστα, η «απελευθέρωση της αγοράς», που οδήγησε στην ιδιωτικοποίηση και το ξεπούλημα των ελληνικών βιομηχανιών παραγωγής και εμπορίας αγροτικών μέσων και εφοδίων. Στην αύξηση του κόστους παραγωγής συντελεί και η απουσία έργων υποδομής στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, η υψηλή παρακράτηση του ΦΠΑ, τα υψηλά τραπεζικά επιτόκια δανεισμού κ.ά.