Μελέτη του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης για λογαριασμό της Ενωσης Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδας
Νέα σχήματα δεύτερου βαθμού Αυτοδιοίκησης (σ.σ. τον οποίο σήμερα αποτελούν οι νομαρχίες) και δραστική μείωση των διοικητικών περιφερειών, προβλέπει μελέτη του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΙΤΑ) που διενεργείται για λογαριασμό της Ενωσης Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδας (ΕΝΑΕ). Στην ολοκλήρωση της επεξεργασίας τής εν λόγω μελέτης παραπέμπει μάλιστα η ηγεσία της ΕΝΑΕ τις τελικές της προτάσεις για τη νέα διοικητική δομή της χώρας, που θα παρουσιαστούν σε ειδικό θεματικό συνέδριο του οργάνου, στις 15 Μάη, στην Αθήνα. Με λίγα λόγια, ο πολιτικός λόγος που θα έπρεπε να διατυπώσουν τα Νομαρχιακά Συμβούλια παραγκωνίζεται στο όνομα μιας τεχνοκρατικής επεξεργασίας του μείζονος ζητήματος της διοικητικής αναδιάρθρωσης.
Η μελέτη αναμένεται να παραδοθεί έως τα τέλη Μάρτη. Θα τη συνοδεύει άλλη, για τη φορολογική μεταρρύθμιση, που προτείνεται ως ...λύση για τη δήθεν οικονομική αυτοδυναμία των νέων επερχόμενων διοικητικών σχημάτων.
Οπως, άλλωστε, επιβεβαίωσαν και τα πρόσφατα συνέδρια τόσο της ΕΝΑΕ όσο και της Κεντρικής Ενωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας (ΚΕΔΚΕ), οι αιρετοί του δικομματισμού αλλά και του ΣΥΝ συναινούν στην ανάγκη μεγαλύτερων διοικητικών σχημάτων που θα μπορούν αποτελεσματικότερα να υλοποιούν τις πολιτικές που χαράσσει το κράτος - επιτελείο. Κάτω από αυτήν την πολιτική συναίνεση, που δεν κρύβουν οι επιμέρους τεχνικές διαφοροποιήσεις σχετικά με τον τρόπο της νέας διοικητικής διάρθρωσης ή το περιεχόμενο των νέων σχημάτων, οι ηγεσίες των συλλογικών οργάνων του θεσμού επιχειρούν να προσδώσουν και μια επιστημονική «χροιά» στις προτάσεις τους.
Η μελέτη του ΙΤΑ, με τίτλο «για την οργανωτική αναδιάρθρωση και λειτουργική αναβάθμιση της δευτεροβάθμιας Αυτοδιοίκησης», προβλέπει τη «μεταρρύθμιση του ελληνικού διοικητικού συστήματος προς την κατεύθυνση της κριτικής και δημιουργικής αντιστοίχισής τους προς τα νέα ευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα». Κάτι τέτοιο - σύμφωνα με τη μελέτη - προϋποθέτει έναν νέο αυτοδιοικητικό χάρτη, με μικρότερο αριθμό ΟΤΑ δεύτερου βαθμού, τα χωρικά όρια των οποίων θα ανακαθοριστούν με μια σειρά κριτηρίων. Προϋποθέτει, επίσης, δραστική μείωση των διοικητικών περιφερειών, «με πολλαπλά κριτήρια ώστε να μη συμπίπτουν χωρικά με τους νέους δευτεροβάθμιους ΟΤΑ».
Ως τρίτο βήμα, και αφού αναπροσδιοριστούν τα νέα χωρικά όρια και οι αρμοδιότητες που θα ασκούν, προτείνεται η αναζήτηση του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των νέων δευτεροβάθμιων ΟΤΑ. «Ο νέος θεσμός έχει ανάγκη από αιρετά πολιτικά όργανα (περιφερειάρχη και περιφερειακό συμβούλιο) με ισχυρό προγραμματικό και επιτελικό ρόλο. Κρίνεται σκόπιμη, επίσης, η θεσμοθέτηση ενός συλλογικού πολιτικού οργάνου (Εκτελεστική Επιτροπή), που θα επιτρέψει στην αυτοδιοικητική περιφέρεια να λειτουργήσει ως ισχυρό διοικητικό κέντρο για το συντονισμό και την αυξημένη αποδοτικότητα των περιφερειακών δημοσίων επενδύσεων και τη διοικητική εξυπηρέτηση των πολιτών».
Καταλήγοντας, η μελέτη προτείνει τη διασφάλιση της δήθεν οικονομικής αυτοδυναμίας των νέων ΟΤΑ δεύτερου αλλά και πρώτου βαθμού, δηλαδή προτείνεται να περιέλθουν σε αυτούς νέοι φόροι.
Σε κάθε περίπτωση, και άσχετα από το τελικό μοντέλο της νέας διοικητικής δομής, «ο περιορισμός της πολιτικής συζήτησης - αντιπαράθεσης για τη λειτουργικότητα ή όχι των διοικητικών δομών είναι βαθιά αποπροσανατολιστικός, επιζήμιος για τα λαϊκά συμφέροντα και επιδερμικός», όπως τονίζει χαρακτηριστικά η Νομαρχιακή Αγωνιστική Συνεργασία (ΝΑΣ). Σε κείμενο με τις θέσεις της για το ζήτημα, που κατέθεσε άλλωστε και στο πρόσφατο ετήσιο συνέδριο της ΕΝΑΕ, στη Δράμα - η παράταξη επισημαίνει ότι «η δημιουργία διοικητικών μηχανισμών με μεγαλύτερη έκταση και πληθυσμό προωθεί την «αυξημένη επιχειρησιακή ικανότητα», ενισχύει τη δράση των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων, με τα έργα υποδομής, τα οποία θα αναλαμβάνουν με τις ληστρικές μεθόδους των «συμβάσεων παραχώρησης» και τις ΣΔΙΤ, την ιδιωτικοποίηση. Σημαίνει περιορισμό των δαπανών από τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού προωθεί «τη λειτουργική και οικονομική αυτοδυναμία», αλλά και την ανασυγκρότηση υπηρεσιών και προσωπικού, με αλλαγές στο εργασιακό καθεστώς σε βάρος της σταθερότητας και μονιμότητας, με επέκταση στις «ευέλικτες» εργασιακές σχέσεις (ωρομίσθιο, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, έργου, κ.λπ.).