Κυριακή 16 Σεπτέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Φωτίζει» το σκοτάδι

«Στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού ο Μάνος Λοΐζος είναι μια προσωπικότητα απόλυτα ξεχωριστή κι η απόσταση των είκοσι πέντε πλέον χρόνων από το θάνατό του έρχεται να το επιβεβαιώσει. Είκοσι πέντε χρόνια απουσίας για μια παρουσία ιδιαίτερη, «μοναδική» (όσο κι αν έχει φθαρεί ο όρος), όχι με την έννοια ότι άνοιξε καινούριους δρόμους και προοπτικές, αλλά, κυρίως, γιατί ακολούθησε με σπάνιο ήθος και συνέπεια μια συνειδητή πορεία, εκφράζοντας μιαν εποχή ταραγμένη και μεταβατική, που την τραγούδησε ουσιαστικά και ανεπιτήδευτα.

Ο Λοΐζος «έφυγε» νωρίς, μόλις στα 45 του χρόνια, ήρθε όμως έγκαιρα και στην κατάλληλη στιγμή για ν' αποδείξει ότι τίποτα στη μουσική δεν είναι τυχαίο, αρκεί να εξασκηθείς στη λεπτή τέχνη τού να μάθεις ν' αφουγκράζεσαι τους παλμούς, τις δονήσεις που σε περιβάλλουν, να πιάσεις το νήμα που τις φέρνει ως εσένα και να βγεις να πεις - απλά, έντιμα - τι ένιωσες. Στάθηκε γνήσιο τέκνο της εποχής του, της πολιτικής και πολιτιστικής κοσμογονίας που έφερε η γενιά του '60, συμπυκνώνοντας στα τραγούδια του μνήμη, εμπειρία και γνώση. Ομως, αυτό που τον χαρακτηρίζει πάνω απ' όλα είναι ότι υπήρξε ένα πνεύμα συνειδητά ανεξάρτητο, απαλλαγμένος από το «σύμπλεγμα των επιγόνων», την αμηχανία προσανατολισμού και τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν πολλούς από τους συνθέτες της γενιάς του, που ανδρώθηκαν μουσικά στη σκιά των δύο «μεγάλων», Χατζιδάκι και Θεοδωράκη...

Ο Λοΐζος συνειδητοποίησε από την πρώτη στιγμή την προνομιακή θέση, στην οποία βρισκόταν η γενιά του. «Είμαστε πια συνειδητοί, γνωρίζουμε...», τόνιζε στις αρχές της δεκαετίας του '60, ανακεφαλαιώνοντας τα τρία βασικά στοιχεία που τον οδήγησαν στη γνώση: α) την παράδοση του δημοτικού και του ρεμπέτικου τραγουδιού, β) την κοινωνική διάσταση που προσέδωσαν οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης και γ) τη λεπτή σχέση και ισορροπία ανάμεσα στο λόγο (την ποίηση) και τη μουσική που γεννήθηκε στα χρόνια εκείνα μέσα από τα θεατρικά τραγούδια στα έργα του Λόρκα ή του Καμπανέλλη, για να περάσει στη συνέχεια στη μελοποιημένη ποίηση με το έργο - σταθμό για το έντεχνο ελληνικό τραγούδι, τον «Επιτάφιο» των Γιάννη Ρίτσου και Μίκη Θεοδωράκη. Ολη αυτή η μουσική κοσμογονία βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την πολιτική δράση της εποχής, που επεκτείνει τη λειτουργία του τραγουδιού από μορφή έκφρασης σε τρόπο επικοινωνίας, για να καταλήξει σε πρόταση πολιτικής πράξης και παρέμβασης. Σ' αυτήν την ευαίσθητη και συχνά επικίνδυνη διαδικασία, ο Λοΐζος διακρίθηκε ως ένας από τους πιο συνειδητοποιημένους - και γι' αυτό από τους αξιοπρεπέστερους - αντιπροσώπους του πολιτικού τραγουδιού...

Δεν είναι τυχαίο ότι τα τραγούδια του, τόσα χρόνια μετά το θάνατό του, εξακολουθούν όχι μόνο ν' ακούγονται, αλλά - το κυριότερο - να τραγουδιούνται, παρ' όλο που ουδέποτε επιζήτησε (όπως άλλοι) το επικό, το μνημειακό, το εντυπωσιακό και μεγαλειώδες. Μυστικό του είναι η μελωδική απλότητα που αφήνεται να κυλήσει αβίαστα πάνω στις καμπύλες του λόγου, χωρίς περιττές «φιοριτούρες» κι αδικαιολόγητες εξάρσεις. Είναι απλός χωρίς να γίνεται απλοϊκός, λαϊκός κι όχι λαϊκιστής, ερωτικός κι όχι ερωτιάρης, λυρικός αλλά όχι μελιστάλαχτος, μελαγχολικός αλλά όχι μελοδραματικός, πολιτικός όχι πολιτικάντης, στρατευμένος αλλά όχι στρατιωτάκι, ρυθμικός κι όχι κουρδισμένος, έντονος αλλά όχι ντοπαρισμένος, σαρκαστικός αλλά όχι γελωτοποιός...

Ο Μάνος Λοΐζος εξέφρασε τη γενιά και την εποχή του γιατί είχε αγωγή «παλαιοελλαδική», δεν είχε ενοχές απέναντι στην κληρονομιά του, δεν είχε συμπλέγματα απέναντι σ' αυτούς που προηγήθηκαν κι έβλεπε τη ζωή και την τέχνη σαν ένα παραμύθι, απ' αυτά που παρηγορούν και προσφέρουν διεξόδους. «Στη μέση ενός σκοτεινού δρόμου - έγραφε - έπεσα ξαφνικά σ' ένα κοπάδι πυγολαμπίδες. Μήπως έτσι δεν είναι και με τα τραγούδια; Νιώθω πολύ συχνά πικραμένος, εξουθενωμένος και το σκοτάδι σκοτάδι, αλλά ένα κοπάδι πυγολαμπίδες στη μέση του δρόμου δεν είναι και λίγο πράγμα!..». «Εφυγε» πριν από 25 χρόνια, στις 17 Σεπτέμβρη του 1982, Σοφίας, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης, μαρτύρων, έγραφε συμβολικά το ημερολόγιο. Λίγες μέρες αργότερα το προσκύνημα, το κατευόδιο, ο σεβασμός όχι μόνο φίλων και συναδέλφων, αλλά ενός ολόκληρου λαού, επιβεβαίωσε πως «τίποτα δεν πάει χαμένο». Τα όνειρα και τα «γιατί» του Μάνου Λοΐζου παραμένουν και φωτίζουν το σκοτάδι μέσα στο τέλμα που βρίσκεται στις μέρες μας το ελληνικό τραγούδι. Κι «ένα κοπάδι πυγολαμπίδες στη μέση του δρόμου δεν είναι και λίγο πράγμα!».


Λάμπρος ΛΙΑΒΑΣ
Καθηγητής Εθνομουσικολογίας


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ