Ο λόγος για το ονειρεμένο Ζαγόρι με τα 46 ονομαστά χωριά του. Εκεί θα μας ταξιδέψει μέσα από μια εκδρομή «ριγμένη» στο χαρτί ο συγγραφέας και αναγνώστης της εφημερίδας μας, Θοδωρής Κοντούλης.
«Οταν πλησιάζεις να φτάσεις στα Ζαγοροχώρια, τότε αρχίζεις να σκέφτεσαι και το πού θα μείνεις. Στην Αρίστη, που, αν και Ζαγοροχώρι, δε "λέει" και πολλά, στο Μεγάλο Πάπιγκο, που είναι ένα απ' τα ωραιότερα, αν και πολύ ανεπτυγμένο τουριστικά, ή στο Μικρό Πάπιγκο, που είναι αρκετά απομονωμένο; Τελικά, μείναμε στο Μεγάλο Πάπιγκο, γιατί η ηλικία της παρέας και τα βιώματά της συμβαδίζουν με την πολυκοσμία και την άνεση. Παιδιά της πρωτεύουσας γαρ όλοι και οι κακές συνήθειες δεν κόβονται και τόσο εύκολα.
Εκεί, μας αποτελείωσε. Την κοιτούσαμε, απ' τη μία, φοβισμένοι κι απορημένοι και, απ' την άλλη, αμήχανοι και "πηγμένοι" απ' το φροντιστήριο.
Θαμπωμένοι πάντως και περίεργοι.
"Αμ' έπος άμ' έργον", λοιπόν.
Τακτοποιηθήκαμε και κατά το απόγευμα ξεκινήσαμε με τα πόδια για το Μικρό Πάπιγκο. Ηταν η πρώτη μας εξόρμηση. Τρία τέταρτα να πάμε κι άλλα τόσα να γυρίσουμε. Στη μέση της διαδρομής οι Οβίρες, οι φυσικές μπανιέρες που σχηματίζουν οι βράχοι. Πάντως, το μονοπάτι, που πήραμε για να κόψουμε δρόμο, μας έβγαλε λίγο την πίστη. Μετά την περιπλάνησή μας στα δύο Πάπιγκα, το βράδυ στην ταβέρνα του Τσουμάνη γευτήκαμε τις πρώτες σπεσιαλιτέ του καταστήματος και της περιοχής. Ολα, λέει, δικά τους. Κρέατα, τυριά, τυρογάλατα, γιαούρτια και γιδοτύρια. Ο θεός κι η ψυχή τους! Πάντως, ήταν νόστιμα. Μας άρεσαν.
Συζητήσαμε κι αναπολήσαμε όσα εκείνη τη χορταστική μέρα είχαμε δει. Φυσικά, την εντυπωσιακή χαράδρα του Βίκου. Δεν αφήσαμε γωνία για γωνία, που να μπορούμε να πάμε να τη δούμε και να μην την είδαμε! Εκτός απ' το Μπελόι, προς μεγάλη στεναχώρια της Σοφίας, που είχε έρθει για δεύτερη φορά στην περιοχή, μόνο και μόνο γι' αυτό. Λυπηθήκαμε όλοι που δεν προλάβαμε, αλλά είχε αρχίσει να νυχτώνει και το φοβηθήκαμε. Ο Γιάννης, πάντως, "το 'κοψε" σαν αγριοκάτσικο μόνος του κι απτόητος έφτασε στο Μπελόι, "τα είδε όλα" στο σούρουπο κι επέστρεψε άρχοντας! Για τη σκάλα στο Βραθέτο έγιναν πολλές συζητήσεις για το πώς οι κάτοικοί του ανεβοκατέβαιναν τα 1.300 περίπου απότομα σκαλιά και κάνα δίωρο με τα πόδια τη χαράδρα για να πάνε στο Καπέσοβο και αντίστροφα. Κάθε εποχή έχει και την ταχύτητά της!
Στο γεφύρι του Νούτσου ή Κόκορου, τραβήξαμε πολλές φωτογραφίες. Ο Αλέξιος Νούτσος ήταν προεστός του Ζαγορίου και προστατευόμενος του Αλή - πασά. Είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και το 1822 κατέβηκε στο Μεσολόγγι κι έκανε προσπάθεια για ελληνοαλβανική συμμαχία. Είχε διοριστεί, μάλιστα, πολιτικός διοικητής της Ανατολικής Στερεάς. Δολοφονήθηκε από τον Ανδρούτσο, όταν προσπάθησε να τον συλλάβει. Κοντά στους Κήπους, θαυμάσαμε το τρίτοξο γεφύρι του Καλογερικού με αρχιτεκτονική Κάμπιας. Ωραίο το θέαμα και πολύ βγαλμένο προς τα έξω, σε διαφημίσεις, τουριστικούς οδηγούς κλπ.
Στην Αγία Παρασκευή, στο Μονοδέντρι, περπατήσαμε το μισό περίπου χιλιόμετρο για να δούμε τη θέα στο φαράγγι του Βίκου. Εκεί φάγαμε και για μεσημέρι κάτι πίτες και κρουασάν στα όρθια σ' ένα μαγαζάκι που εκείνη τη μέρα είχε εγκαίνια. Οσο βρισκόμασταν στο αυτοκίνητο, καθ' οδόν, γυρνώντας απ' το ένα χωριό στο άλλο, ακούγαμε μπόλικη εναλλασσόμενη μουσική απ' το ράδιο. Από rock μέχρι κλαρίνα ηπειρώτικα. Αλλοτε το φχαριστιόμασταν κι άλλοτε ο εκφωνητής, μας έσπαγε τα νεύρα με τη συνεχή παρλαπίπα του.
Στον Ελαφότοπο μια γριά Ηπειρώτισσα ψοφούσε για συζήτηση. Είδαμε και πάθαμε να ξεκολλήσουμε ευγενικά. Θυμάμαι την πρώτη της ερώτηση: "Τι θέτε σεις εδώ πάνω σ' αυτά τα κατσάβραχα;".
Φεύγοντας απ' το Μονοδέντρι και πηγαίνοντας για την Οξυά, ο χωματόδρομος εκείνος των 8 χιλιομέτρων ήταν κατάσπαρτος από σχιστοειδή πετρώματα. Μας εντυπωσίασε αυτό το γεωλογικό φαινόμενο και το φωτογραφήσαμε δεόντως. Την επόμενη μέρα, απ' τις τόσες χαράδρες που είχαμε δει την προηγούμενη, μας ερχόταν αντί για "καλημέρα" και "γεια χαρά" να λέμε "Γεια-Χαράδρα"!
Ο Κώστας δυσανασχέτησε λέγοντας: "Και να μην το βλέπαμε το σπίτι της Χάμκως δε θα χάναμε και τίποτα". Σωστό. Ομως, η Χάμκω δεν ήταν τυχαία γυναίκα. Ηταν όμορφη και δυναμική. Ετσι, όταν πέθανε ο άντρας της, ο Βελή - πασάς απ' το Τεπελένι και έχοντας μικρά τα δύο παιδιά της, τον Αλή και τη Χαϊνίτσα, έγινε αρχηγίνα της φάρας της. Πιάστηκε, όμως, αιχμάλωτη απ' τους Χορμοβίτες και τους Γαρδικιώτες, τους κατοίκους δύο γειτονικών προς το Τεπελένι χωριών, και υπέστη φοβερούς εξευτελισμούς. Μάλιστα, ο αρχηγός των Γαρδικιωτών τη βίασε μπροστά στα παιδιά της. Η Χάμκω, όμως, επέζησε και μεταβίβασε όλο το μίσος της για εκδίκηση στα δυο παιδιά της. Οταν ο Αλή, λοιπόν, έφτασε στα είκοσί του χρόνια κι έγινε αρχηγός της φάρας του, κατάστρεψε εκ θεμελίων το Χόρμοβο και ξέκανε όλους τους κατοίκους του. Απασχολημένος όμως, όπως ήτανε τα επόμενα χρόνια με το τεράστιο πασαλίκι του που ξεκινούσε από την Αλβανία και έφθανε μέχρι την Πελοπόννησο, με έδρα τα Γιάννενα, είχε ξεχάσει τους Γαρδικιώτες.
Του το υπενθύμισε η μάνα του, η Χάμκω, πεθαίνοντας. Κι έτσι, ύστερα από σαράντα χρόνια, ο Αλή Πασάς και η αδελφή του, η Χαϊνίτσα, ξεκίνησαν με στρατό από τα Γιάννενα για το Γαρδίκι. Με το γνωστό δόλιο τρόπο του, ο Αλή ξεγέλασε τους Γαρδικιώτες, κάνοντάς τους το φίλο και αδελφό τους, ώσπου εγκλώβισε 750 άοπλους άντρες σ' ένα χάνι λίγο έξω απ' το Αργυρόκαστρο, για να κλείσει δήθεν συμφωνία ειρήνης μαζί τους. Τότε ανέθεσε σ' έναν Ελληνα, δυστυχώς, τον Θανάση Βάγια, που δέχτηκε, με 150 δικούς του χριστιανούς - αφού δε δεχόταν κανένας άλλος, μουσουλμάνος ή χριστιανός - να κάνει το στυγερό μαζικό έγκλημα. Τους δολοφόνησαν εν ψυχρώ όλους. Δεν έμεινε ούτε ένας. Μάλιστα, τα πτώματά τους έμειναν άθαφτα επί χρόνια - κατ' εντολή του Αλή - για να τα τρώνε τα κοράκια. Τοποθέτησαν και μια ταμπέλα έξω απ' το κατεστραμμένο χάνι: "Ετσι εκδικείται ο Αλή Πασάς, αυτούς που ντρόπιασαν κάποτε την οικογένειά του και τη μάνα του, τη Χάμκω".
Αυτή, λοιπόν, ήταν η Χάμκω και τα δυο παιδιά της. Ο φοβερός σατράπης Αλή - Πασάς και η μισητή αδελφή του, η Χαϊνίτσα».
Την άλλη Κυριακή: ο Αλής στα Γιάννενα και η παρέα σε άλλα χωριά του Ζαγορίου!