Κυριακή 11 Φλεβάρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 3
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
Εμπορευματοποίηση ... μέσω ΔΕΚΟ

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η υπαγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (ΕΚΚ) στο νόμο 3429/2005 περί οργάνωσης και λειτουργίας των ΔΕΚΟ, η οποία ξεσήκωσε για μια ακόμη φορά τον κόσμο του πολύπαθου ελληνικού κινηματογράφου, είναι το τελευταίο, αλλά δυστυχώς όχι έσχατο, βήμα στην κατεύθυνση της πλήρους μετατροπής της τέχνης του κινηματογράφου σε αποκλειστικά αγοραίο προϊόν, στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής - σε εθνικό αλλά και σε επίπεδο ΕΕ - για την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού και την παράδοσή του στο κεφάλαιο.

Η μέχρι τώρα πορεία του Κέντρου χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση της αντικειμενικής θέσης των ενδιαφερόμενων πλευρών σε όλο το φάσμα του κινηματογραφικού γίγνεσθαι (παραγωγοί, διανομείς, κινηματογραφιστές, ηθοποιοί, τεχνικοί, κλπ.) τόσο μεταξύ τους (αν και στο χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης της ελληνικής κινηματογραφίας αυτή η σύγκρουση δεν ήταν πάντα εμφανής) όσο, κυρίως, με τις κυβερνήσεις που διαχειρίζονται το σύνολο του πολιτισμού προς όφελος της αστικής τάξης.

Ετσι, οι αγώνες των φορέων του χώρου οδήγησαν στο Ν. 1597/1986, με τον οποίο το ΕΚΚ πέρασε από την εποπτεία του υπουργείου Βιομηχανίας στο υπουργείο Πολιτισμού. Αλλαγή που εξακολουθεί να θεωρείται - και είναι - νίκη του τότε κινήματος, αφού αναγνωριζόταν ο κινηματογράφος ως τέχνη και ως εκ τούτου ως σημαίνον πολιτισμικό στοιχείο που δε «χωρά» τους «νόμους της αγοράς». Ο κινηματογράφος ...όχι το ΕΚΚ. Διότι το ΠΑΣΟΚ «φρόντισε» ώστε το Κέντρο να λειτουργεί ως Ανώνυμη Εταιρεία ...«χάριν του δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας»!

Υπαγωγή στην «αγορά»

Η αμιγώς σοσιαλδημοκρατική αυτή αντίφαση έστρωσε, ουσιαστικά, το δρόμο που οδήγησε το 2005, με κυβέρνηση της ΝΔ, στον έλεγχο του Κέντρου από το υπουργείο Οικονομίας πλέον. Την περίοδο που η τότε ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού υπέγραφε κάτω από το νόμο αυτό, η κινηματογραφική κοινότητα πάλευε κατά του νομοσχεδίου του ΥΠΠΟ για την κινηματογραφική πολιτική, το οποίο ουσιαστικά «συνόδευε» σε οργανωτικό επίπεδο την αντιδραστική αλλαγή που είχε ήδη επέλθει στο επίπεδο της κρατικής ενίσχυσης στον κινηματογράφο. Μάλιστα, το νομοσχέδιο είχε «προσωποποιηθεί» από μέρος των φορέων του χώρου στον τότε υφυπουργό Π. Τατούλη. Η «έλευση» του Γ. Βουλγαράκη στο ΥΠΠΟ σήμανε και την «απόσυρση» του νομοσχεδίου, κίνηση που προέκυψε απλώς ένας πολιτικός ελιγμός μπροστά στις αντιδράσεις. Το Φλεβάρη του 2006 το ΚΚΕ οργάνωσε σύσκεψη για τον κινηματογράφο, όπου προειδοποίησε τους κινηματογραφιστές ότι η πολιτική της ΝΔ για τον κινηματογράφο εκπορεύεται από τις συνολικότερες κατευθύνσεις του κεφαλαίου για τον πολιτισμό, οι οποίες κωδικοποιούνται στο προεκλογικό της πρόγραμμα και δεν είναι θέμα προσώπων.

Το ίδιο επανέλαβε ο επικεφαλής του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ, Γεράσιμος Αραβανής, στο χαιρετισμό του στη συνέντευξη Τύπου της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών την περασμένη Τρίτη, όπου οι φορείς εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην υπαγωγή του ΕΚΚ στο νόμο για τις ΔΕΚΟ. Ο Γερ. Αραβανής σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι, δεδομένου πως το Κέντρο είναι μέσο για την άσκηση πολιτικής για τον κινηματογράφο, δεν αρκεί μόνο η αντίθεση στην υπαγωγή του στον εν λόγω νόμο, αλλά αυτή πρέπει να συνοδευτεί από την πάλη των δημιουργών και συνολικά του λαϊκού κινήματος για ένα Κέντρο αποκλειστικά δημόσιο, όπου θα βάζουν τη «σφραγίδα» τους οι δημιουργοί.

Το Μάη του 2006, ο πρόεδρος του ΕΚΚ, Γ. Παπαλιός, σε πολυσέλιδη επιστολή του προς τον υπουργό Πολιτισμού τεκμηριώνει το αίτημά του για εξαίρεση του Κέντρου από την υπαγωγή στο νόμο. Στην ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία του σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι ο σκοπός του ΕΚΚ για «προβολή, διάδοση και προώθηση της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής στο εσωτερικό και το εξωτερικό καθιστά σαφές ότι αυτός υπηρετείται προς όφελος όχι του ΕΚΚ αλλά της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής (...) Το ΕΚΚ δε χρηματοδοτεί εκ πεποιθήσεως την παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών οι οποίες πρέπει να εξασφαλίσουν την οικονομική αποτυχία τους ούτε την παραγωγή ταινιών που θα επιτύχουν απόσβεση της δαπάνης τους και ενδεχομένως απόδοση κέρδους αλλά χρηματοδοτεί την παραγωγή ταινιών που προστατεύουν και ενισχύουν την κινηματογραφική τέχνη στην Ελλάδα». Αυτό σημαίνει ότι με την υπαγωγή του στο νόμο για τις ΔΕΚΟ δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως εμπορική επιχείρηση το ΕΚΚ ως οργανισμός, αλλά η εγχώρια κινηματογραφία εν γένει, η οποία υπάγεται κατευθείαν στους «νόμους» της «αγοράς», εξαφανίζοντας όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά του Κέντρου.

Και ο Γ. Παπαλιός καταλήγει σε ένα από τα συμπεράσματά του: «Το ΕΚΚ αποτελεί μονάδα πολιτισμικής παραγωγής και εργαλείο του υπουργείου Πολιτισμού για την παραγωγή πολιτισμικών αγαθών, η αξιολόγηση των οποίων είναι διάφορη από αυτή των αγοραίων αγαθών και υπηρεσιών, όπως, π.χ., το ηλεκτρικό ρεύμα ή οι ταχυδρομικές υπηρεσίες» και «ουδέποτε συνδέθηκε με την ιδέα της στενής οικονομικής εταιρικής - επιχειρηματικής κερδοφορίας και δεν αποτελεί ούτε κερδοσκοπική επιχείρηση ούτε παραγωγική επιχείρηση με την ανωτέρω έννοια των όρων αυτών».

Θα περίμενε κανείς ότι η συνέχεια θα ήταν «θερμή». Κι όμως, την επιστολή ακολούθησε η σιωπή του Κέντρου, μέχρι τον περασμένο Σεπτέμβρη, οπότε ο Γ. Παπαλιός στέλνει νέα επιστολή στον Γ. Βουλγαράκη, όπου ουσιαστικά τα «μαζεύει» ζητώντας κάποιες επιμέρους εξαιρέσεις του Κέντρου από το νόμο «εάν για κάποιους λόγους είναι αδύνατη η συνολική εξαίρεση». Η στάση αυτή καταγγέλθηκε από τους φορείς την περασμένη Τρίτη με την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών να σημειώνει: «Προξενεί εντύπωση η βιαστική και άκριτη αποδοχή από μέρους της διορισμένης διοίκησης του Κέντρου της υπαγωγής του στις ΔΕΚΟ».

Η «μπάλα» στους δημιουργούς

Αυτή η υπαγωγή θα έχει καταστροφικές συνέπειες για τον ελληνικό κινηματογράφο σε πολλά επίπεδα, όπως: Το Κέντρο θα ελέγχεται όπως όλες οι ΔΕΚΟ από την «ειδική γραμματεία», που θα το αντιμετωπίζει φυσικά με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, ενώ σήμερα είναι υπό την εποπτεία του ΥΠΠΟ με διοικητική αυτοτέλεια. Η χρηματοδότησή του θα είναι και ...διά νόμου στον «αέρα» και βέβαια θα ελέγχεται και ως προς την επιλογή των παραγωγών στο πλαίσιο της «βιωσιμότητας».

Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε και στα οικονομικά στοιχεία του Κέντρου, όπως παρουσιάστηκαν στη συνέντευξη γιατί είναι ενδεικτικά της συνειδητής απαξίωσης του κινηματογράφου από πλευράς των κυβερνήσεων. Να σημειωθεί ότι το Κέντρο χρηματοδοτείται κατά ένα μέρος από το ΥΠΠΟ και από την επιστροφή του φόρου θεαμάτων και άλλες πηγές. Ετσι, από τα 4 εκατομμύρια ευρώ της κρατικής ενίσχυσης το 2000 (συνολικά 8 εκατ.) κατέληξε στο 1,5 εκατ. ευρώ το 2005. Ολο αυτό το διάστημα χαρακτηρίστηκε ακόμη και από προθέσεις των κατά καιρούς διοικήσεων να παραιτηθούν αφού η μη επαρκής και μη έγκαιρη χρηματοδότηση είχε φτάσει το Κέντρο σε σημείο να καλύπτει ίσα ίσα τα λειτουργικά του έξοδα.

Το πιθανότερο είναι η συνέχεια της υπόθεσης να «παιχτεί» στο προαναγγελθέν συνέδριο για τον κινηματογράφο που έχει εξαγγείλει το ΥΠΠΟ με τη συμμετοχή των φορέων. Είναι στο χέρι των τελευταίων να μετατρέψουν αυτό το συνέδριο, από κυβερνητικό άλλοθι, σε «βήμα» έναρξης κλιμακούμενων αγωνιστικών κινητοποιήσεων για μια κινηματογραφία στην υπηρεσία του λαού, με συνολική στήριξη από το κράτος, χωρίς ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, «χορηγούς» και αγοραίο θεσμικό πλαίσιο, με εξασφάλιση της πλήρους δημιουργικής ελευθερίας.


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ