Παρασκευή 8 Δεκέμβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΡΟΦΙΜΑ - ΠΟΤΑ
Νέα φάση συγκέντρωσης κερδών και κεφαλαίων

Αποκαλυπτική έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών του ΣΕΒ

Μια χούφτα μονοπώλια καρπώνονται το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των κερδών του κλάδου της βιομηχανίας τροφίμων - ποτών. Αυτό προκύπτει ανάγλυφα από τη μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που παραθέτει το ΙΟΒΕ, το 2004:

  • Οι 52 μεγαλύτερες επιχειρήσεις, σε σύνολο 1.400 καταγεγραμμένων επιχειρήσεων του κλάδου (ποσοστό 3,7%), καρπώνονται το 45,2% του συνολικού τζίρου.
  • Οι 259 μεγαλύτερες (ποσοστό 18,5%) μοιράζονται το 73,3% του τζίρου.
  • Οι πρώτες 52 καρπώθηκαν το 71,8% των συνολικών καθαρών κερδών του κλάδου, ενώ οι 259 το 92,1% των καθαρών κερδών!
  • Ολες οι υπόλοιπες 1.141 επιχειρήσεις κατείχαν το 26,7% του τζίρου και τους αναλογούσαν το 7,9% των κερδών!

Μετά από όλα αυτά, ακόμα και το ΙΟΒΕ σημειώνει με έμφαση αυτό που καταλαβαίνει ο καθένας: «Το μέγεθος των επιχειρήσεων αποτελεί καθοριστικό στοιχείο των εξελίξεων: όσο αυξάνει το μέγεθος παρατηρείται άνοδος του ποσοστού των κερδοφόρων επιχειρήσεων». Στην έρευνα γίνεται λόγος για «έντονα στοιχεία δυϊσμού» στον κλάδο, όπου «συνυπάρχουν εξωστρεφείς αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις που παρά τις δυσκολίες της αγοράς διατηρούν ή διευρύνουν το μερίδιο των πωλήσεων και των κερδών τους και βραδυπορούσες που αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο ραγδαία μεταβαλλόμενο ανταγωνιστικό περιβάλλον και εμφανίζονται ζημιογόνες». Είναι, βέβαια, περιττό να εξηγήσει κανείς σε ποιου μεγέθους επιχειρήσεις αναφέρεται η σχετική διαπίστωση.

Το ΙΟΒΕ συνδέει άμεσα την πορεία του κλάδου με την εξαγωγική του δραστηριότητα. Οπως σημειώνεται, «οι μελλοντικές εξελίξεις στον κλάδο τροφίμων - ποτών θα είναι θετικές στο βαθμό που οι επιχειρήσεις θα διευρύνουν την εξωστρέφειά τους, βελτιώνοντας την ανταγωνιστική τους θέση στις αγορές του εξωτερικού και κατευθύνοντας προς αυτές ένα μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους». Κι αυτό, με δεδομένο πολύ περισσότερο ότι, όπως διαπιστώνεται, παρατηρείται συνολικά στην Ευρώπη «κορεσμός» της αγοράς ειδών διατροφής, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται από την πτώση του μεριδίου της καταναλωτικής δαπάνης για τρόφιμα - ποτά στο σύνολο των νοικοκυριών διαχρονικά.

Μια αξιοσημείωτη πτυχή της μελέτης του ΙΟΒΕ είναι εκείνη που αποκαλύπτει ότι η ΚΑΠ και η λεγόμενη ανταγωνιστικότητα των τιμών των αγροτικών προϊόντων που συρρικνώνουν δραματικά το εισόδημα των μικρομεσαίων αγροτών είναι μια υπόθεση που σχετίζεται άμεσα με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μονοπωλίων. Οι προσδοκίες της βιομηχανίας τροφίμων - ποτών για μείωση του κόστους παραγωγής βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το κόστος των αγροτικών προϊόντων. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, έχει υπολογιστεί ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο το κόστος των αγροτικών εισροών στη βιομηχανία τροφίμων κυμαίνεται ανάλογα με το προϊόν μεταξύ 30% και 75% επί του συνόλου του κόστους παραγωγής. «Οι εξελίξεις που αναμένονται από την πρόσφατη μεταρρύθμιση της ΚΠΑ σε ό,τι αφορά την προμήθεια φθηνότερων πρώτων υλών είναι ευνοϊκές για τις βιομηχανίες τροφίμων - ποτών», σημειώνεται.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ