Ο Γεράσιμος Σταματελάτος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1898 στο Διγαλέτο της Κεφαλονιάς. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας κοντά στους Δ. Γερανιώτη και Γ. Ιακωβίδη. Συνέχισε στο Παρίσι και τη Σορβόννη. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1931 και την ίδια χρονιά πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα. Ο πρωτοποριακός χαρακτήρας των έργων του δίχασε κριτικούς και φιλότεχνους. Στην επίθεση του επίσημου τεχνοκρίτη και διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Ζαχαρία Παπαντωνίου, απάντησαν οι προοδευτικοί διανοούμενοι της Ελλάδας με τα περίφημα δεκαοκτώ άρθρα, τα οποία αποτελούν ένα είδος μανιφέστου για τη σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα.
Από το 1931 έως και το 1936 ο Γ. Στέρης ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου πραγματοποίησε αρκετές εκθέσεις. Το 1932 συνεργάστηκε με τον Δ. Πικιώνη στα σκηνικά του θεάτρου «Κεντρικόν» και το 1935 με τον Φώτη Κόντογλου στις αναστηλώσεις του Μυστρά. Η τελευταία του έκθεση στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε στο Βόλο το 1936.
Στις ΗΠΑ, αρχικά εργάστηκε στο Χόλιγουντ, ενώ το 1938, μετά από διαγωνισμό, αναλαμβάνει τη διακόσμηση του ελληνικού περιπτέρου στη μεγάλη Διεθνή Εκθεση της Νέας Υόρκης. Για τη δραστηριότητά του στη διετία 1946-48 δεν υπάρχει καμιά επιβεβαιωμένη πληροφορία. Από το 1950 και μετά δίδαξε ζωγραφική σε σχολές της Νέας Υόρκης, ενώ συγχρόνως ασχολήθηκε με την προώθηση σε δημοπρασίες παλαιών βιβλίων, εκδόσεων τέχνης, χαρακτικών και έργων ζωγραφικής, κυρίως Γάλλων καλλιτεχνών.
«Η παλαίστρα της Νέας Υόρκης ήταν ένα θέαμα τραγικό και οι άνθρωποι τραγικοί στο αλληλοχτύπημά τους», γράφει ο Γ. Στέρης στις εντυπώσεις του από τον Νέο Κόσμο, που δεν ήταν ο κατάλληλος τόπος για έναν ευαίσθητο, ιδεολόγο και καλλιεργημένο Ευρωπαίο καλλιτέχνη με προσωπικό όραμα. Ο Γ. Στέρης προτίμησε το δρόμο της άρνησης και της φυγής. Καθώς αρνήθηκε και συγχρόνως στερήθηκε την κύρια πηγή έμπνευσής του που ήταν η Ελλάδα, ως τόπος και ως ιστορία, απέτυχε να ενσωματώσει καινούριες φόρμες και τρόπους δημιουργικής έκφρασης.
Η ζωγραφική της περιόδου της Αμερικής είναι αντιφατική, άτεγκτη, επιθετική. Εξακολουθεί να χρησιμοποιεί πολλά από τα θέματα της ελληνικής του ζωγραφικής, αλλά τα χειρίζεται με τελείως διαφορετικούς τρόπους. Εισάγει σουρεαλιστικά και εξπρεσιονιστικά στοιχεία και μια χρωματική γκάμα τελείως διαφορετική από την γκάμα της ελληνικής του θεματολογίας που ήταν συνδεδεμένη με το ελληνικό φως. Η ποιητική δύναμη και η λακωνικότητα της έκφρασης που χαρακτήριζαν τα έργα της ελληνικής περιόδου, χάνονται.
Το πέρασμα του Στέρη από τον κόσμο της ελληνικής ζωγραφικής ήταν πολύ σύντομο, αλλά σημαντικό και καθοριστικό. Υπήρξε ελληνοκεντρικός όπως όλοι οι καλλιτέχνες της γενιάς του και υπηρέτησε το ζητούμενο για επιστροφή στις ρίζες, αλλά μόνο θεματολογικά και με μορφοπλαστικό λόγο λιτό και αυστηρό, πυκνό και περιεκτικό, ο οποίος του προσέδωσε μοναδικότητα. Με αυτόν απορρίπτει κάθε ακαδημαϊκή αντίληψη για την τέχνη και το ωραίο και προβάλλει ένα όραμα στο οποίο η εντύπωση της Ελλάδας υποβάλλεται με μια γλώσσα τολμηρή στη λιτότητά της και τη συνοπτικότητά της, ίσως η τολμηρότερη στην περιοχή της ελληνικής ζωγραφικής ως εκείνη την εποχή. Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 14/1.