Κυριακή 22 Αυγούστου 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 36
ΔΙΕΘΝΗ
ΗΠΑ
Πρωτιά στο λαθρεμπόριο όπλων

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ (Του ανταποκριτή μας, Χρ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ). -

Το εμπόριο όπλων σε διεθνή κλίμακα έχει πέσει στο χαμηλότερο επίπεδό του από το 1991 μέχρι σήμερα. Ωστόσο, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να κατέχουν την πρώτη θέση σ' αυτόν τον τομέα. Σύμφωνα με έγκυρη έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα(5 Αυγούστου) η Υπηρεσία Ερευνας του Κογκρέσου, η οποία αποτελεί παράρτημα της Βιβλιοθήκης του κοινοβουλευτικού σώματος.

Πιο συγκεκριμένα, τα στοιχεία αυτά έδειξαν ότι οι ΗΠΑ διαπραγματεύτηκαν νέες τέτοιες συμφωνίες για την πώληση όπλων αξίας 7,1 δισ. δολαρίων το 1998. Το ποσόν αυτό αντιπροσώπευε το 31% των 23 δισ. δολαρίων των διεθνών τέτοιων πωλήσεων. Ετσι, οι ΗΠΑ ξεπέρασαν τη Γερμανία, η οποία πώλησε όπλα αξίας 5,5 δισ. δολαρίων και τη Γαλλία, που πραγματοποίησε από νέες τέτοιες πωλήσεις τρία δισ. δολάρια.

Οι ΗΠΑ, επίσης, κατείχαν την πρώτη θέση στην παράδοση όπλων, που είχαν παραγγελθεί στη διάρκεια προηγούμενων χρόνων, κάνοντας άλλα 7,8 δισ. δολάρια το 1998.

Σε αντίθεση, η Ρωσία, την οποία κατά καιρούς η Ουάσιγκτον επικρίνει για την πώληση όπλων σε άλλες χώρες, κύρια σε όσες θεωρούν εχθρικές οι ΗΠΑ, είχε υπογράψει συμφωνίες για την πώληση όπλων αξίας μόνο 1,7 δισ. δολαρίων, έναντι 3,3 δισ. το 1997 και 5,3 το 1996.

Τα 23 δισ. δολάρια από τις πωλήσεις όπλων σε διεθνή κλίμακα αποτελούσαν μία μικρή αύξηση από αυτές του 1997, όταν ξέσπασε η οξύτατη οικονομική κρίση στην Ασία, αλλά ήταν πολύ κάτω από τα επίπεδα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του '90. Οταν η ανατροπή της Σοβιετικής Ενωσης και ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο οδήγησαν στην απότομη άνοδο στην αγορά όπλων, το 1993, οι πωλήσεις όπλων σε παγκόσμια κλίμακα, έφτασαν στα 37 δισ. δολάρια.

Οι πωλήσεις αυτές στο λεγόμενο αναπτυσσόμενο κόσμο - στον οποίο, κατά την πιο πάνω έκθεση, κατατάσσονται όλες οι χώρες, εκτός από τις ΗΠΑ, Ρωσία, Δυτική Ευρώπη, Καναδά, Ιαπωνία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία - έπεσαν απότομα γενικά. Παρ' όλα αυτά, οι ΗΠΑ αύξησαν τις πωλήσεις τους σ' αυτές τις χώρες, πραγματοποιώντας 4,6 δισ. δολάρια, έναντι 2,6 δισ. δολαρίων τον προηγούμενο χρόνο (1992).

Παράλληλα, η πιο πάνω έκθεση προέβλεψε, ότι η ασιατική οικονομική αναστάτωση και οι σχετικά χαμηλές τιμές του ακατέργαστου πετρελαίου της Μέσης Ανατολής θα παρατείνουν τη μείωση της αγοράς όπλων από τις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες μέχρι πρόσφατα απορροφούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των πωλήσεων.

"Ο ανταγωνισμός για τις πωλήσεις των διαθέσιμων όπλων εξακολουθεί να εντείνεται ανάμεσα στους κυριότερους προμηθευτές όπλων", σημείωνε η έκθεση. Και πρόσθετε: "Οι περιορισμένοι πόροι των περισσότερων αναπτυσσόμενων χωρών να ξοδέψουν όπλα και η ανάγκη πολλών χωρών να εξασφαλίσουν ρευστό χρήμα για τα όπλα τους, συνεχίζει να θέτει περιορισμούς πάνω στη σημαντική επέκταση του εμπορίου τους στα όπλα".

Η έκθεση συνέχιζε, ότι η Σαουδική Αραβία, ιδιαίτερα, αγωνιζόταν να διατηρήσει τις αρχικές αγορές της και πως η χώρα αυτή, ο μεγαλύτερος στον κόσμο αγοραστής όπλων, δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στις μηνιαίες πληρωμές για τα συμβόλαιά της.

Ο Τόμας Καρνταμόουν ο νεότερος, αναλυτής της αμερικανικής οργάνωσης "Ταμείο Για Βιώσιμη Παγκόσμια Εκπαίδευση", που υποστηρίζει τον έλεγχο των όπλων, δήλωσε ότι τα στοιχεία που έδωσε η παραπάνω έκθεση επιβεβαιώνουν το γεγονός πως οι ΗΠΑ συνεχίζουν να παραδίδουν περισσότερα όπλα σε άλλους, από κάθε άλλη χώρα.

Εξήγησε κατόπιν ότι οι ΗΠΑ διατήρησαν την πρώτη θέση τους στις διεθνείς αγορές όπλων, χωρίς να πραγματοποιήσουν πωλήσεις δισ. δολαρίων. Οι περισσότερες πωλήσεις τους αφορούσαν λιγότερο ακριβά είδη, περιλαμβανομένου του εκσυγχρονισμού υφιστάμενων, για τα οποία εισέπραξαν επτά δισ. δολάρια.

Η κυριαρχία αυτή, κατέληξε, αναμένεται να συνεχιστεί. Αν η Ουάσιγκτον ολοκληρώσει ορισμένες εκκρεμείς συμφωνίες, για παράδειγμα, το Ισραήλ πρόκειται να αγοράσει πολεμικά αεροσκάφη τύπου F-16 αξίας 2,5 δισ. δολαρίων, και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θέλουν να αγοράσουν επίσης, F- 16, αξίας περίπου οκτώ δισ. δολαρίων.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ