Της Αλέκας ΠΑΠΑΡΗΓΑ
Η διαφορά με παλαιότερες εποχές είναι ότι έχει ευτυχώς πλουτιστεί, ανανεωθεί η πείρα του λαού μας. Στο μεγαλύτερο μέρος του δεν είναι τόσο ευάλωτος σε σύγκριση με το παρελθόν. Εχουμε την αισιοδοξία ότι οι εργαζόμενοι, στην πλειοψηφία τους, είναι ικανοί να αντισταθούν στην έξαρση του αντικομμουνισμού, ανεξάρτητα τι γνώμη έχουν για τις θέσεις του ΚΚΕ και για το ρόλο του.
Ο βαθύτατος αντικομμουνισμός της κυβέρνησης δε βρίσκεται στην πολεμική της κατά του προγράμματος και της στρατηγικής του ΚΚΕ. Η κυβέρνηση από τη στιγμή που υπηρετεί με συνέπεια και σταθερότητα τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας, δεν έχει άλλη επιλογή από το να πολεμά το πρόγραμμα του ΚΚΕ. Η ιδεολογική και πολιτική διαπάλη δικαιολογεί την οξύτητα, ακόμα και τη φραστική, σε κάποιες στιγμές. Το ζήτημα δεν είναι αυτό. Αλλωστε και εμείς δε λυπόμαστε αυστηρές πολιτικού χαρακτήρα εκφράσεις και χαρακτηρισμούς.
Το ιδιαίτερο πρόβλημα που αναδεικνύεται, βρίσκεται στις αντιλήψεις που προβάλλει η κυβέρνηση, προκειμένου να δικαιολογήσει την τρομοκρατία, την κρατική καταστολή και βία, το όργιο της ατομικής πίεσης και εξαγοράς συνειδήσεων.
Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στις εξής απόψεις:
1. Οτι κάθε λαϊκό αίτημα που διατυπώνεται από τις μαζικές οργανώσεις των εργαζομένων και ζυμώνεται στους αγώνες, είναι επιλήψιμο και αντεθνικό, αν συμβαίνει να το υποστηρίζει και το ΚΚΕ, πράγμα βέβαια που ισχύει για τη συντριπτική πλειοψηφία των λαϊκών αιτημάτων. Ακούσαμε π. χ. ότι τα 6 άμεσα αιτήματα της Πανθεσσαλικής είναι κομμουνιστικά. Μας είπαν επίσης ότι όποιος δυσφορεί με το Μάαστριχτ, είναι κομμουνιστής και οπαδός του Λεπέν. Απαγορεύεται στους εργαζόμενους να συμφωνούν με κάποιες θέσεις και αιτήματα ή διαπιστώσεις που διατυπώνει το ΚΚΕ. Δημοκρατία και εκσυγχρονισμός, κατά την κυβέρνηση, ανοιχτή σκέψη, είναι να διαφωνείς προκαταβολικά και ετσιθελικά με ό,τι λέει και υποστηρίζει το ΚΚΕ.
Συνέχεια στη σελίδα 2