Πέμπτη 3 Σεπτέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 11
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Το τέλος της τεχνητής ευφορίας

Δε θα εκμεταλλευτώ τις πολυάριθμες αναλύσεις μου για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας στην πορεία της προς την ΟΝΕ - αρκετές από τις οποίες φιλοξένησε ο "Ριζοσπάστης" - πρώτον γιατί ο ρόλος της Κασσάνδρας είναι, γενικά, δυσάρεστος, αλλά και δεύτερον και σπουδαιότερο γιατί ως Ελληνίδα θα είχα προτιμήσει να αποδειχθούν εσφαλμένες. Δυστυχώς, όμως, είχα δίκιο. Πολύ συνοπτικά, λοιπόν, στο σημερινό άρθρο μου θα αναφερθώ, αρχικά, στην "παγκοσμιοποιημένη" οικονομία, που βρίσκεται στα πρόθυρα ενός κραχ και δεύτερον στη θέση της ελληνικής οικονομίας, που ακολουθούσε και συνεχίζει να ακολουθεί ένα μείγμα μακροοικονομικής πολιτικής, που δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες της και το στάδιο ανάπτυξης που διανύει.

Ι. Η "παγκοσμιοποιημένη" οικονομία

Η δήθεν παγκοσμιοποίηση των οικονομιών, που ως σύλληψη άρχισε με τους κλασικούς και αποτελούσε ανέκαθεν τον απώτερο στόχο της νεοφιλελεύθερης θεωρίας, απέκτησε υπόσταση στις μέρες μας. Ο τρόπος ωστόσο, που αυτή επιβλήθηκε και που βρίσκεται πολύ μακριά από τη θεωρητική της βάση, την προσομοιάζει περισσότερο με παγκοσμιοποιημένο αποικιοκρατικό καθεστώς, παρά με την υλοποίηση των αρχικών ιδανικών της διαβεβαιώσεων - ότι, δηλαδή, από την παγκοσμιοποίηση θα αντλούν πλεονεκτήματα όλες οι οικονομίες που συμμετέχουν σ' αυτήν. Πράγματι:

  • οι ισχυρές οικονομίες αυξάνουν το μερίδιό τους στο διεθνές εμπόριο, ενώ οι λιγότερο αναπτυγμένες το έλλειμμα στα εμπορικά τους ισοζύγια, που είναι η συνέπεια της προϊούσας υποκατάστασης εισαγομένων σε εγχώρια παραγόμενα προϊόντα.
  • οι λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες στερούνται της δυνατότητας σχεδιασμού εθνικής μακροοικονομικής πολιτικής, που θα επιτάχυνε τη σύγκλισή τους με τις πιο αναπτυγμένες, ενώ ο παγκόσμιος καταμερισμός της εργασίας, συνήθως περιορίζει τις δραστηριότητές τους σε ό,τι χρειάζονται απ' αυτές ή δεν επιθυμούν να κάνουν οι πιο αναπτυγμένες.
  • χωρίς την απαραίτητη ωριμότητα και οικονομική υποδομή, οι λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες αναγκάζονται να υιοθετήσουν σχήματα ξένα προς το στάδιο οικονομικής τους ανάπτυξης, όπως τη "μεταβιομηχανική" κοινωνία - πριν να έχουν βιώσει τη βιομηχανική - τον ξέφρενο τεχνολογικό ανταγωνισμό - που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν - και πάνω απ' όλα τις δραστηριότητες, στο έδαφός τους, αυτού που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας: των κινήσεων δηλαδή του διεθνούς κεφαλαίου, που δεν ενδιαφέρεται, βέβαια, για την πορεία των πραγματικών οικονομιών, αλλά αποκλειστικά και μόνο για το γρήγορο, το μεγάλο και εύκολο κέρδος.

Στο εσωτερικό, εξάλλου, των διεθνοποιημένων οικονομιών, η διχοτόμηση πραγματικής και νομισματικής οικονομίας, καθώς και το ενδιαφέρον για την πορεία μόνο της δεύτερης οδηγεί, συνεχώς, μετά τα μέσα της 10ετίας του '70 στην ισχυροποίηση της παράδοξης συνύπαρξης του διδύμου: ανερχόμενου πλούτου και ανερχόμενης φτώχειας. Ετσι, η εργασία εξαναγκάστηκε να "κολλήσει στον τοίχο" της "παγκοσμιοποίησης" αντιμετωπίζοντας ολοένα μεγαλύτερη ανεργία, χαμηλότερους μισθούς, σταδιακή εξαφάνιση των παραδοσιακών της εξασφαλίσεων στις εργασιακές σχέσεις και απίσχναση του κράτους προνοίας. Το μερίδιο της εργασίας στο εθνικό προϊόν όλων σχεδόν των οικονομιών υποχωρεί κάτω από τα μέτρα μιας συνεχούς και ολοένα σκληρότερης λιτότητας. Με κάποιους αναλογικούς συνειρμούς η εργασία - και ιδιαίτερα η ανειδίκευτη - παίρνει τη θέση των παλιών έγχρωμων δούλων,που ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν και να πεθαίνουν χωρίς δικαιώματα...

Οι θιασώτες αυτού του είδους της παγκοσμιοποίησης υποστηρίζουν ότι τα μέτρα και τα δεινά της είναι αναγκαία για την ένταση του ανταγωνισμού, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επί μέρους οικονομιών, την οικονομική εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό. Αλλά, ποιου ανταγωνισμού και ποιας εξυγίανσης; όταν αυτοί που διαθέτουν ελάχιστες γνώσεις οικονομίας γνωρίζουν ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός δεν ενισχύεται, αλλά αντίθετα εξαφανίζεται με την επικράτηση ελάχιστων πολυεθνικών επιχειρήσεων που είναι σε θέση να ρυθμίσουν το παν, και με τις καθημερινές και σε παγκόσμια κλίμακα συγχωνεύσεις - συμφωνίες - τραστ και καρτέλ;

Η ευφορία των μεγάλων κερδισμένων στα διεθνή χρηματιστήρια και η επί μακρόν άνοδος του δείκτη τους έπεισαν τις ΗΠΑ και την ΕΕ - με πρώτη τη τάξει τη Γερμανία - ότι... η παγκοσμιοποίηση των οικονομιών μπορεί να εξαφανίσει τις κρίσεις! Ετσι, η κρίση της ΝΑ Ασίας αντιμετωπίστηκε αρχικά ως ένα "συνάχι" που δε θα είχε επιπτώσεις στον υπόλοιπο κόσμο, και που οπωσδήποτε δε θα ενοχλούσε τις κραταιές οικονομίες του. Ενώ, φυσικά, θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο ότι η "παγκοσμιοποιημένη" οικονομία, που ήδη διέθετε στρατιές ανέργων και που ήδη είχε εντελώς λησμονήσει την ανάγκη της διατήρησης σχέσεων αρμονίας ανάμεσα στις εξελίξεις της πραγματικής και νομισματικής οικονομίας ήταν πολύ πιο ευάλωτη από ό,τι στο παρελθόν. Οι τριγμοί άρχισαν με τα συμπτώματα κόπωσης της αμερικανικής οικονομίας, που αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τις αισιόδοξες προβλέψεις της για διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και κερδών στο προσεχές έτος. Ακολούθησαν κάποιοι ανάλογοι δείκτες και για τη Μ. Βρετανία που υπόκειται στον ίδιο οικονομικό κύκλο με τις ΗΠΑ. Οι Ευρωπαίοι, ενδεχόμενα, ικανοποιήθηκαν, προς στιγμήν, γιατί σκέφθηκαν ότι έτσι η γέννηση του ευρώ θα γινόταν σε ευνοϊκό, για την παγκόσμια επικράτησή του, κλίμα. Ταυτόχρονα, βέβαια, διεθνείς οργανισμοί και κραταιές οικονομίες έσπευσαν να προσφέρουν βοήθεια προς τις χώρες της ΝΑ Ασίας, αλλά και προς τη Ρωσία, προκειμένου να παρεμποδιστεί ο κίνδυνος μετάδοσης του "μικροβίου". Οι όροι με τους οποίους παρέχεται, εξάλλου, η βοήθεια είναι αποκαλυπτικοί και των στόχων της. Ουδόλως αυτή αποβλέπει στο να βοηθήσει τους λαούς που μαστίζονται από τις συνέπειες της "παγκοσμιοποίησης" και της αλλοπρόσαλλης τροχιάς των διεθνών χρηματιστηρίων. Αντίθετα, η βοήθεια αυτή προϋποθέτει την υιοθέτηση, από τους λήπτες της, μέτρων σκληρής λιτότητας, έτσι που να αποκατασταθεί ηρεμία και δυνατότητα απρόσκοπτης συνέχειας στην κούρσα των διεθνών χρηματιστηρίων. Το ζητούμενο, λοιπόν, της παγκοσμιοποίησης - όπως αυτή εφαρμόζεται - δεν είναι η ευημερία των λαών της γης, αλλά η κυριαρχία και η απόκτηση όλο και περισσότερων πηγών πλούτου από τους λίγους. Στο μεταξύ, και σε πείσμα των υποσχέσεών της, η Ρωσία δεν μπόρεσε να παραμείνει έξω από το χορό της χρεοκοπίας και υποτίμησε το νόμισμά της, ενώ παράλληλα ανέστειλε και την εξυπηρέτηση του εξωτερικού της χρέους - προς το παρόν για 3 μήνες. Αλλά, βέβαια, στο μεταξύ άρχισαν να εμφανίζονται ανάλογα προβλήματα και στη Λατινική Αμερική...

Θα ήταν αφελέστατη η όποια πεποίθηση πως από δω και πέρα "αυτοί θα ζήσουν καλά κι εμείς καλύτερα". Γιατί, οι διεθνείς κρίσεις και τα κραχ που ακολουθούν, ουδέποτε έρχονται αμέσως μετά τις χρεοκοπίες. Αντίθετα, έχουν σωρευτικές και αλυσιδωτές συνέπειες, που στην παρούσα περίπτωση κινδυνεύουν να κορυφωθούν και να καταστούν ανεξέλεγκτες με την πολύ πιθανή υποτίμηση του κινέζικου γουάν. Σε όλες αυτές τις εξελίξεις μεγάλο τμήμα της ευθύνης ανήκει στους εμπνευστές της επιβληθείσας, σε παγκόσμιο επίπεδο, λιτότητας, που συρρικνώνει τα εισοδήματα της μεσαίας και φτωχής τάξης περιορίζοντας συνεχώς τη ζήτηση.

Αν, βέβαια, έχουμε την ατυχία να ζήσουμε μια βαθιά παγκόσμια οικονομική κρίση κι ένα ανεξέλεγκτο κραχ, το μέλλον είναι απρόβλεπτο. Είναι, ωστόσο, πολύ πιθανό ότι η "παγκοσμιοποίηση" καθώς και η ΟΝΕ θα παραχωρήσουν τη θέση τους σε χαοτικές καταστάσεις, σε έξαρση του εθνικισμού και σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Θα είναι το τίμημα της ανθρώπινης απληστίας ή ακριβέστερα της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας.

ΙΙ. Η ελληνική οικονομία

Σε διάστημα 6 περίπου μηνών η κυβέρνηση απώλεσε τα δύο σημαντικότερα οχυρά της μακροοικονομικής της πολιτικής - όπως την είχε σχεδιάσει - και ο αυτοθαυμασμός για το "πόσο καλά πηγαίνουμε" έδωσε τη θέση του σε μίνι - πανικό. Δεν πηγαίναμε και, δυστυχώς, δε θα πάμε καλά αν και το μπορούσαμε με εντελώς, βέβαια, διαφορετικό μείγμα μακροοικονομικής πολιτικής, που θα πρόσφερε λιγότερα στο βωμό μιας "τεχνητής σύγκλισης" και θα φρόντιζε περισσότερο τη βαρύτατα άρρωστη ελληνική - πραγματική - οικονομία.

Ετσι:

1) Για τη μακροοικονομική μας πολιτική:

α) Η συναλλαγματική πολιτική

  • διατήρησε επί μακρόν "σκληρή" τη δραχμή παραβλέποντας ότι τα δεινά της ανοχής ενός κατάτι υψηλότερου πληθωρισμού αποτελούν ελάχιστο κλάσμα αυτών που υφίσταται μια αναπτυσσόμενη οικονομία από την τεχνητή συντήρηση υπερτιμημένου εθνικού νομίσματος.
  • στη συνέχεια και υπό την πίεση της μαζικής εξόδου κεφαλαίων και της ξένης παρέμβασης εξαναγκάστηκε σε διόρθωση αυτού του εξόφθαλμου λάθους, δίνοντας αρχικά την εντύπωση ότι εγκαταλείπει τον ακρογωνιαίο λίθο αυτής της πολιτικής της.
  • όμως, σχεδόν από την επομένη, και πριν ολοκληρωθούν οι αναλύσεις των αναμενομένων ευνοϊκών προβλέψεων της υποτίμησης, επανήλθε σε τροχιά νέας "ανατίμησης" της δραχμής.

β) Τα επιτόκια δεν έπεσαν - όπως, ακριβώς, το είχαμε προβλέψει - γιατί η διαφορά τους από τα διεθνώς επικρατούντα επίπεδα πρώτον προσέλκυαν κεφάλαια, που φούσκωσαν το μπαλόνι του χρηματιστηρίου, και δεύτερον συγκρατούσαν τον πληθωρισμό. Με τον τρόπο αυτό έχει υποθηκευτεί σημαντικό τμήμα του μελλοντικού εθνικού εισοδήματος, που θα χρειαστεί να αμείβει όσους έσπευσαν να προμηθευτούν 10ετή ομόλογα με επιτόκια απαγορευτικά υψηλότερα από τα ισχύοντα διεθνώς. Περιττό να αναφερθώ στα δυσμενή αποτελέσματα αυτής της πολιτικής στην οικονομική ανάπτυξη, στην οικονομική δραστηριότητα, στην ανεργία, στον τρόπο κατανομής του εισοδήματος, αλλά και στην εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους.

- 2) Για τη δημοσιονομική - νομισματική - εισοδηματική - φορολογική πολιτική:

α) Πληθωρισμός: στο πεδίο αυτό επικρατεί κυβερνητικός ενθουσιασμός, αλλά ωστόσο ο ελληνικός πληθωρισμός ενώ το 1997 ήταν κατά 2,50 φορές ανώτερος του μέσου ΕΟΚικού, το 1998 αυτός είναι αντίστοιχα 3,12 φορές υψηλότερος. Επιπλέον, και επειδή η μέχρι τώρα πτώση του - που δεν οφείλεται σε εξυγίανση των διαρθρωτικών αιτίων που τον προκαλούν - φαίνεται να έχει συναντήσει τον σκληρό του πυρήνα, οι προσπάθειες για την περαιτέρω μείωσή του επαφίενται σε "συμφωνίες κυρίων"!..

β) Η βελτίωση του δημοσίου χρέους είναι εντελώς φαινομενική γιατί οφείλεται σε σημαντικές παρακρατήσεις του φόρου εισοδήματος, που δε θα υπάρχουν του χρόνου, ενώ η διατήρηση υψηλών επιτοκίων επιβαρύνει ασύμφορα την εξυπηρέτησή του.

γ) Τα πρώτα δείγματα εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδεικνύουν, ότι σε πείσμα των αντιθέτων εξαγγελιών για μεγαλύτερη φορολογική δικαιοσύνη το 1998 θα είναι χειρότερο του 1997 σε ό,τι αφορά στη συμμμετοχή των μισθωτών - συνταξιούχων στο συλλογικό φορολογικό βάρος.

3) Το χρηματιστήριο, οι ιδιωτικοποιήσεις και ο χορός των δαιμόνων:

Τα κεφάλαια που τοποθετούνται στο ελληνικό χρηματιστήριο επιβάλλουν λεόντειους όρους, προκειμένου να παραμείνουν εκεί. Και πρώτα απ' όλα απαιτούν "εξυγίανση" και "εκσυγχρονισμό", που μεταφράζονται:

α) Σε μαζικές γρήγορες και αποτελεσματικές ιδιωτικοποιήσεις του συνόλου, σχεδόν, του δημόσιου τομέα. Και, αντί ψύχραιμα να κατανοήσουμε ότι δεν έχει σημασία για την απόδοση μιας επιχείρησης το ιδιοκτησιακό της καθεστώς, αλλά ο τρόπος οργάνωσης και διεύθυνσής της. Και, αντί να καταστρώσουμε (αναφέρομαι προφανώς με τη "λογική" των εραστών της πολιτικής των εκποιήσεων της δημόσιας περιουσίας) με νηφαλιότητα - μελετώντας παραδίπλα και κάτι σχετικό με τις μεθοδεύσεις, τους κινδύνους κλπ ενός τέτοιου εγχειρήματος - ένα πρόγραμμα ορθολογικών επιλογών, για το τι, πού και πώς μας συμφέρει να προχωρήσουμε σ' αυτόν τον τομέα, έχουμε ήδη κατορθώσει να έχουμε μια και μοναδική "επιτυχία" - που μας έκανε υπερφίαλους - και τρεις "αποτυχίες". Η τελευταία, βέβαια, είναι πολύ σπουδαιότερη από τις δύο προηγούμενες, πρώτον γιατί απ' αυτήν - με περισσή επιπολαιότητα - εξαρτήθηκε η επιτυχία του συνόλου της μακροοικονομικής μας πολιτικής, αλλά και δεύτερον γιατί ο τρόπος με τον οποίο μεθοδεύτηκε ήταν καυστικός και εξαιρετικά υποτιμητικός για την Ελλάδα.

β) Η "εξυγίανση", ωστόσο, και ο "εκσυγχρονισμός" περιλαμβάνουν και την απαίτηση συνέχισης και εντατικοποίησης των μέτρων λιτότητας και ως πρόσθετα μέσα γι' αυτήν επιστρατεύονται το ασφαλιστικό και εργασιακό καθεστώς: δηλαδή, ακόμη μικρότερες κοινωνικές παροχές, ακόμη χαμηλότερες συντάξεις και αύξηση του βαθμού ψύξης των μισθών.

γ) ο "χορός των δαιμόνων" κράτησε καλά για μερικούς μήνες και εξασφάλισε τεράστια κέρδη σε όσους από τους κατέχοντες τις 800.000 μετοχές γνώριζαν εξ υπαρχής πότε θα σταματούσε η παράσταση, είχαν επαρκείς εμπειρίες ή και αποκλειστικές πληροφορίες. Για τους λοιπούς... ας πρόσεχαν!

Μαρία ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ - ΔΕΛΙΒΑΝΗ

Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και πρ. πρύτανης


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ