Παρασκευή 17 Απρίλη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 22
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Ανθρωποφοβία στην οθόνη

Την Κυριακή αντί για την καθιερωμένη Παρασκευή θα βγουν στους κινηματογράφους οι νέες ταινίες της βδομάδας που έρχεται, λόγω των πασχαλινών ημερών. Πρόκειται άλλωστε για δύο μόνο καινούρια φιλμ, ένα θρίλερ και μια κωμωδία, τα οποία επισκιάζονται στην πραγματικότητα από την επανέκδοση της "Αυτοκρατορίας του πάθους", την ταινία του Ναγκίσα Οσίμα, που ύστερα από 20 χρόνια ξαναβγαίνει στις αίθουσες.

"Scream 2"

Αν ένα φιλμ, ένα θρίλερ σαν την ταινία του Γουές Κρέιβεν απογυμνωνόταν από κάθε εξωτερικό χαρακτηριστικό του, από το σενάριο με τα όποια έξυπνα ή τυποποιημένα του ευρήματα, από τις ερμηνείες των ηθοποιών, από το χιούμορ και από τις επισημάνσεις των συμβάσεων του είδους που περιέχονται στην ίδια την ταινία για να ελαφρύνουν το βαρύ κλίμα, από τα στοιχεία εκείνα που απευθύνονται στο κοινό των "σινεφίλ", από τα τσαλαβουτήματα στα ρηχά νερά κάποιας αποσπασματικής αμπελοφιλοσοφίας, από τη γραφική αδεξιότητα με την οποία οι χαρακτήρες ντύνονται σαν κοστούμια τα κίνητρα των πράξεών τους, τότε αυτό που θα απομείνει και θα φανερωθεί είναι ο πυρήνας μιας καθαρής ανθρωποφοβίας που ρίχνει τη σκιά της σε κάθε καρέ της ταινίας. Το σενάριο πάλι από τη μεριά δεν προσπαθεί ούτε να μπερδέψει τα πράγματα, ούτε να τα στρέψει σε κάποια άλλη κατεύθυνση, να τα χρησιμοποιήσει ενδεχομένως θέλοντας να αφηγηθεί κάτι διαφορετικό, κάτι πέρα από το πρόσχημα και τη σύμβαση του τοματόζουμου που παρέχει την εικόνα του αίματος στην κινηματογραφική οθόνη: Δυο χρόνια ύστερα από την αλυσίδα των δολοφονιών που τάραξαν την ηρεμία στο Γούντσμπορο της Καλιφόρνια και αποτελούν το αντικείμενο του πρώτου φιλμ της σειράς, η ιστορία επαναλαμβάνεται με μερικούς ακόμη φόνους. Σχεδόν οι πάντες μπορούν να θεωρηθούν ύποπτοι, όμως κι αυτοί ένας ένας πέφτουν χτυπημένοι από το μαχαίρι του δολοφόνου αποδεικνύοντας έστω και με αυτόν τον τρόπο την αναμφισβήτητη αθωότητά τους. Ομως, το κέντρο του τρόμου δε βρίσκεται σε αυτά τα αιματηρά γεγονότα, στην πραγματικότητα η πηγή της ανησυχίας δε βρίσκεται στην ύπαρξη ενός παρανοϊκού φονιά που απειλεί τα ανυποψίαστα θύματά του. Η ουσία, ίσως η άποψη του φιλμ πάνω στο σημερινό κόσμο και την κοινωνία, καταγράφεται κάπου στο περιθώριό του, στο φόντο των πρώτων εισαγωγικών σκηνών: Σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα με ένα θρίλερ να προβάλλεται στην οθόνη, εκεί που πραγματοποιούνται και οι πρώτοι τυφλοί φόνοι του έργου, οι μισοί θεατές μοιάζει να ταυτίζονται με το δολοφόνο, να ανακαλύπτουν σε αυτόν την προβολή του εαυτού τους. Ορθιοι μιμούνται τα χτυπήματά του και παρακολουθούν το έργο φορώντας όλοι την ίδια μάσκα, κρύβοντας τα πρόσωπά τους, λες και αποτελούν στο σύνολό τους το σπέρμα κάποιας μελλοντικής Κου Κλουξ Κλαν, που θα δρα χωρίς καν τον ιδεολογικά "συγκροτημένο" φυλετικό ανορθολογισμό των παραδοσιακών Αμερικανών κουκουλοφόρων. Από εκεί και πέρα, το κατά πόσον η τέχνη αντανακλά την εικόνα της κοινωνίας, κατά πόσον υιοθετεί ουδέτερα την πραγματικότητα της βίας στη θεματολογία της και στα μέσα της και κατά πόσο την αναπαράγει ή και την ενδυναμώνει, όλα αυτά είναι ερωτήματα που μπορεί κανείς αδιάκοπα να τα αναμασά, όσο θέλει να αποφύγει κάποιες απαντήσεις. Αλλωστε και στο ίδιο το φιλμ υπάρχουν κάποιοι ένθετοι διάλογοι πάνω σε αυτό το δίλημμα, οι οποίοι θα ήταν περιττοί, αν οι ίδιοι οι συντελεστές της ταινίας κάθονταν κάποτε να δουν το δημιούργημά τους σαν απλοί, ανυποψίαστοι θεατές, αν αφήνονταν κι αυτοί να υπνωτιστούν στο σκοτάδι του σινεμά και κατόπιν, μετά το τέλος της προβολής, κοιτούσαν μέσα τους και γύρω τους, για να ανακαλύψουν πώς επιδρά η εικονική πραγματικότητα του κινηματογράφου στον αληθινό κόσμο, που υποτίθεται ότι απλώς αντιγράφει. Και ας αρνηθούν τότε, ότι στο βάθος της συνείδησης του καθενός, κάτι μέσα στο βλέμμα του έχει αλλάξει. Και ότι ο διπλανός του, οι γύρω του, οι όμοιοί του πριν ξεκινήσει η προβολή, έχουν μεταβληθεί χωρίς λόγο και αιτία σε πιθανούς δολοφόνους. Οπως και ο ίδιος για το βλέμμα των γύρω του, τόσο περισσότερο όσο πιο επιτυχημένη - δηλαδή όσο πιο πειστική - ήταν η ταινία. Και βέβαια όσο πιο ευάλωτος είναι ο κάθε μεμονωμένος θεατής, όσο πιο αδύναμος είναι να πνίξει με ένα γέλιο το ίχνος του τρόμου που, χωρίς να το θέλει, εναποτίθεται μέσα του. Αλλά από όλα αυτά, θα είχε ίσως περισσότερο ενδιαφέρον να αναζητήσει κανείς πού οφείλεται και τι μπορεί να "προλέγει" μια τέτοια χρήση του τρόμου, της οποίας δύσκολα μπορεί να βρει κανείς το αντίστοιχο σε μορφές τέχνης μιας προβιομηχανικής εποχής. Οπου η γοτθική απαισιοδοξία ή ο φόβος απέναντι σε κάποιες συγκεχυμένες σκοτεινές δυνάμεις, αντικαθίσταται από έναν φόβο απέναντι στον άνθρωπο γενικά, τον πάντοτε ύποπτο και επικίνδυνο "άλλο", σε έναν κινηματογράφο που δεν εκφράζει μόνο την προσοδοφόρα εκμετάλλευση ενός στοιχειώδους ανθρώπινου, σκοτεινού ενστίκτου.

(ΣΙΝΕΠΟΛΙΣ, ΒΙΛΑΤΖ, ΙΝΤΕΑΛ, ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ 1, ΜΠΡΟΝΤΓΟΥΑΙΗ, ΠΛΑΖΑ, ΦΑΛΗΡΟ 1, ΣΙΝΕΑΚ)

"Η αυτοκρατορία του πάθους"

Με μια θεατρικότητα που δεν ακυρώνει την ισχύ των κινηματογραφικών μέσων, μια ισχύ που επικυρώνεται πρώτα από όλα από την εικαστική επιμέλεια της εικόνας, τη φωτογραφία και τις οπτικές συνθέσεις των πλάνων, αλλά και με μια δραματική αφαίρεση που μεταφέρει το μύθο στο χώρο του τραγικού, η ταινία του Ναγκίσα Οσίμα, η οποία παρουσιάστηκε το 1978 για πρώτη φορά, αφηγείται μια ερωτική ιστορία τοποθετημένη κάπου στην Ιαπωνία το 1895. Μια γυναίκα με τον εραστή της, υπακούοντας στη δύναμη του ερωτικού πάθους που τους ενώνει, δολοφονούν τον ανυποψίαστο σύζυγο και πετούν το πτώμα του σε ένα πηγάδι στο δάσος. Σαν κατάληξη μιας συζυγικής σχέσης ξένης προς τον έρωτα του σώματος, το έγκλημα θα μπορούσε να σημαίνει και την κατάκτηση της προσωπικής ελευθερίας. Με αυτό το κίνητρο άλλωστε συντελέστηκε, όμως η ενοχή δεν αφήνει τις ψυχές να ησυχάσουν. Η ενοχή της γυναίκας, η προδοσία, ο φόβος του εραστή, η σκιά της τιμωρίας, δεν μπορούν να θαφτούν μαζί με τον νεκρό και γίνονται, με έναν τρόπο, οι σάλπιγγες που τον καλούν, που τον φέρνουν ξανά σαν φάντασμα πάνω σε αυτή τη γη. Ο νεκρός σύζυγος δεν παύει να παρουσιάζεται μπροστά στους θύτες του, βουβός, σαν να αξιώνει από τους ίδιους να βαδίσουν μόνοι προς την καταδίκη τους. Μια καταδίκη που πραγματώνεται σταδιακά στην κοινωνική της μορφή προς την οριστική της τέλεση, η οποία καθώς κάθε φορά μετατίθεται σε ένα απώτερο μέλλον, στη διάρκεια των τριών χρόνων που ακολουθούν το έγκλημα, θα γίνει για τους δυο συνενόχους κατάρα και πόθος λυτρωτικός, θα επισφραγίζει το τέλος της ζωής τους, αλλά και τη φυγή από αυτή την κόλαση, που μόνοι τους φυλακίστηκαν μέσα της...

(ΕΛΛΗ, ΑΡΤ ΣΤΟΥΝΤΙΟ)

"Οι δυο ατσίδες και το πονηρό ποντίκι"

Αν παρακολουθεί κανείς μια κωμωδία σαν κι αυτή του Γκορ Βερμπίνσκι,όπου τα κωμικά γκανγκ του κλασικού βουβού κινηματογράφου αναβιώνουν χωρίς να ξεπέφτουν στην απομίμηση, όπου αυτή η κωμική παράδοση συνεπικουρείται από τη φρενήρη εξαλλοσύνη των πιο πετυχημένων καρτούν, σαν το επίσης κλασικό"Τομ και Τζέρι" σε μια μεταφορά όλης της ελευθεριότητας των κινουμένων σχεδίων με τα μέσα της "συμβατικής" κινηματογραφικής εικονογράφησης, τότε τι είναι αυτό που δεν επιτρέπει στο θεατή να ξεσπά κάθε τόσο σε αλλεπάλληλα γέλια, όσο μπροστά του οι εικόνες ξετυλίγονται στην οθόνη; Ισως είναι το ότι όσο κέφι κι αν επιδεικνύουν οι γκαφατζήδες πρωταγωνιστές της ταινίας, το δίδυμο των Νάθαν Λέιν, Λι Εβανς δεν είναι το δίδυμο του Χοντρού και του Λιγνού. Και ίσως είναι, ότι λείπει από όλη αυτή την ανακατωσούρα ένα πνεύμα εικονοκλαστικό σαν των Μόντι Πάιθονς, όπου το "απρόβλεπτο" και το γελοίο θα μετουσιωνόταν σε σάτιρα, το κοινωνικό φόντο θα περνούσε στο προσκήνιο του φιλμικού κόσμου και η καταστροφική κατάρρευση του φινάλε δε θα ήταν μόνο η κατάρρευση ενός παλιού σπιτιού.

(ΑΕΛΛΩ, ΑΝΕΣΙΣ, ΑΣΤΕΡΙΑ, ΑΣΤΟΡ, ΒΙΛΑΤΖ, ΓΛΥΦΑΔΑ, ΕΤΟΥΑΛ, ΝΑΝΑ, ΖΕΑ)

Αγης ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ