- Χρυσέ μου, σου είπα από την αρχή να πάρουμε αυτή την ηλεκτρονική κάρτα, αλλά εσύ δεν άκουγες. Εξάλλου, όπως διάβασα και το ρεπορτάζ στην εφημερίδα, νομίζω ότι είναι πολύ καλό αυτό που γίνεται, πολύ εκσυγχρονιστικό. Η εισαγωγή διοδίων, ακόμα και στα δευτερεύοντα οδικά δίκτυα είναι απολύτως σωστό για να χρεώνονται τελικά οι οδηγοί και όχι όλοι οι πολίτες. Δε νομίζεις, Δημήτρη μου, ότι θα έπρεπε να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα;
- Μα τι λες, ρε Αλεξάντρα...
- Πόσες φορές θα στο πω... Σάντρα!
- Καλά... Αλλά δε μου λες εσύ που τα ξέρεις όλα, αφού θα υπάρχουν διόδια παντού, θα αφαιρεθούν από τη φορολογία ή θα πληρώνουν όλοι από όλες τις πάντες...
- Λοιπόν, μια που είμαστε στην Ιταλία, ευκαιρία να πάρουμε και μία κάσα Solaia του '78, μια και δεν μπορούμε να βρούμε εύκολα στην Ελλάδα.
- Δε μου απάντησες όμως τι θα γίνει με τη φορολογία;
- Κοίταξε, βασικά δεν ξέρω, αλλά το μέτρο θα επεκταθεί και για τη συντήρηση των δρόμων από αυτούς που... πραγματικά τους καταναλώνουν! Ξέρεις μωρέ, έχω ένα παράπονο, δε μου είπες αν σου αρέσουν τα καινούρια μποτάκια μου που πήρα ειδικά για το ταξίδι μας...
Μα καλά ποιανού ήταν η ιδέα να έρθουμε Χριστούγεννα εδώ...
- Αντε πάλι...
- Μη κάνεις έτσι, χρυσό μου... να πάρε τα ψιλά... μα τι πολιτισμός, tres sic...
- Φτου! κόλλησε ο ηλεκτρονικός έλεγχος, πάρε και τον πολιτισμό σου, αμάν δεν αντέχω άλλο...
...Τότε μόνο συνειδητοποιεί ότι δε βρίσκεται στην Ιταλία, αλλά στη θαλπωρή του κρεβατιού του κάπου κοντά στο κέντρο της Αθήνας. Ανακάθεται στο κρεβάτι, παίρνοντας βαθιές ανάσες και κοιτάζει δίπλα του την Αλεξάντρα, που έγινε Σάντρα, με τα χιλιάδες μπομπέλια στα μαλλιά και τη νυχτερινή κρεμώδη διαδικασία, που απαίτησε από Μήτσος να γίνει το λιγότερο Δημήτρης. Κι όμως όλα ξεκίνησαν αλλιώς... Ενώ τα συλλογίζεται όλα αυτά, η Σάντρα του λέει...
- Χρυσέ μου, ένα κακό όνειρο ήταν, μην κάνεις έτσι. Πόσες φορές σου έχω πει να μην βλέπεις τις ειδήσεις και μετά να πηγαίνεις για ύπνο. Αυτά παθαίνεις κάθε φορά. Α! και μην έρχεσαι πολύ κοντά μου, γιατί αναπνέεις από το οξυγόνο μου και δεν κάνει καλό στο δέρμα μου... άντε κοιμήσου τώρα... και γυρνά από την άλλη.
Πάει στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό, γιατί αρχίζει να παραλογίζεται... Στο βάθος το τραγούδι εξακολουθεί να τον καταδιώκει... Τότε φωνάζει... "Α! ΡΕ ΜΗΤΣΟ... ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΗΤΣΟΟΟΟΟ;;;".
Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ