30ό ΜΕΡΟΣ
Κατόπιν από μέρους του Μπουντ (του εβραϊκού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος) μίλησε ο Αμπράμοβιτς. Ετρεμε από οργή, τα μάτια του έλαμπαν κάτω από τα χοντρά γυαλιά (1):
"Τα γεγονότα που διαδραματίζονται αυτή τη στιγμή στην Πετρούπολη είναι μεγάλο ατύχημα! Η ομάδα του Μπουντ προσχώρησε στη διακήρυξη των μενσεβίκων και των σοσιαλιστών - επαναστατών και εγκαταλείπει το συνέδριο!". Δυνάμωσε τη φωνή και σήκωσε το χέρι: "Το καθήκον μας απέναντι στο ρωσικό προλεταριάτο δε μας επιτρέπει να παραμείνουμε εδώ και να πάρουμε πάνω μας την ευθύνη γι' αυτό το έγκλημα. Επειδή ο κανονιοβολισμός των Χειμερινών Ανακτόρων δε σταματάει, το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης, μαζί με τους μενσεβίκους, τους εσέρους και την Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ των αγροτών αποφάσισε να χαθεί μαζί με την προσωρινή κυβέρνηση. Εμείς προσχωρούμε σ' αυτούς! Αοπλοι, ανοίγουμε τα στήθη μας στα πολυβόλα των τρομοκρατών... Καλούμε όλους τους αντιπροσώπους του συνεδρίου...". Το υπόλοιπο της ομιλίας πνίγηκε μέσα σε θύελλα από κραυγές, απειλές και κατάρες που μοιάζανε σαν υποχθόνιος κρότος, καθώς πενήντα αντιπρόσωποι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους κι άρχισαν να τραβούν προς την έξοδο.
Ο Κάμενεφ, φώναζε χτυπώντας το κουδούνι του προεδρείου: "Καθίστε στις θέσεις σας! Θα περάσουμε στην ημερήσια διάταξη!". Ο Τρότσκι σηκώθηκε από τη θέση του. Το πρόσωπό του ήταν χλομό και σκληρό. Στη δυνατή φωνή του κυριαρχούσε μια παγερή περιφρόνηση. "Ολοι οι λεγόμενοι σοσιαλσυμβιβαστές, όλοι αυτοί οι κατατρομαγμένοι μενσεβίκοι, εσέροι κι οι μπουντιστές ας φύγουν! Ολοι αυτοί είναι απλώς σκουπίδια που θα μπουν στο καλάθι των αχρήστων της ιστορίας!..".
Ο Ριαζάνοφ ανακοίνωσε από μέρους των μπολσεβίκων ότι η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή, ύστερα από παράκληση του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης έστειλε αντιπροσωπεία για διαπραγματεύσεις με τα Χειμερινά Ανάκτορα. "Ετσι, λοιπόν, εμείς κάνουμε το καθετί για ν' αποφύγουμε την αιματοχυσία...".
Ηταν καιρός πια να φύγουμε από δω. Καθυστερήσαμε για ένα λεπτό στο δωμάτιο, όπου δούλευε πυρετώδικα η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή, δεχόταν και ξεπροβόδιζε τους λαχανιασμένους συνδέσμους, ξαπόστελνε προς όλα τα σημεία της πόλης κομισάριους εξουσιοδοτημένους με δικαίωμα ζωής και θανάτου. Τα τηλέφωνα βούιζαν αδιάκοπα. Οταν άνοιξε η πόρτα, μας χτύπησε ένας αποπνιχτικός αέρας γεμάτος καπνό κι είδαμε αναμαλλιασμένους ανθρώπους, σκυμμένους πάνω στο χάρτη που λουζόταν με το κατακάθαρο φως μιας ηλεκτρικής λάμπας με αμπαζούρ... Ο σύντροφος Γιοζέφοφ - Ντουχβίνσκι, ένας καλόκαρδος νέος με ολόκληρη θημωνιά από χρυσοκίτρινα μαλλιά μας έδωσε τις άδειες.
Βγήκαμε μέσα στην κρύα νύχτα. Μπροστά στο Σμόλνι ήταν συγκεντρωμένα πάρα πολλά αυτοκίνητα, που άλλα σταματούσαν κι άλλα έφευγαν. Μέσα από το θόρυβό τους ξεχώριζαν τα υπόκωφα βουητά των μακρινών κανονιοβολισμών. Ενα τεράστιο φορτηγό τρανταζόταν ολόκληρο από το δούλεμα της μηχανής. Μερικοί άνθρωποι φόρτωναν πάνω σ' αυτό δέματα προκηρύξεων, ενώ άλλοι τα έπαιρναν και τα ταχτοποιούσαν, κρατώντας στο χέρι τα ντουφέκια.
"Πού πηγαίνετε;" τους ρώτησα.
"Σ' όλη την πόλη!" μου απάντησε χαμογελώντας ένας μικρός εργάτης κι έκανε μια ενθουσιώδη κίνηση με το χέρι.
Τους δείξαμε τα πιστοποιητικά μας. "Ελάτε μαζί μας!" μας προσκάλεσαν. "Μπορεί όμως να μας πυροβολήσουν κιόλας...". Σκαρφαλώσαμε στο φορτηγό. Μ' ένα διαπεραστικό τρίξιμο του μοχλού σύνδεσης, η τεράστια μηχανή κινήθηκε προς τα μπρος κι όλοι πέσαμε προς τα πίσω, πατώντας τους ανθρώπους που σκαρφάλωναν ακόμα στο φορτηγό μας. Το αυτοκίνητο τρέχοντας δίπλα από τις φωτιές, που ήταν αναμμένες στην εσωτερική και εξωτερική πόρτα και φώτιζαν με την κόκκινη ανταύγεια τους, τους μαζεμένους γύρω τους εργάτες, πηδώντας και ταλαντευόμενο δεξιά - αριστερά, τράβηξε για τη λεωφόρο Σουβόροφ. Ενας από τους συνεπιβάτες μας ξέσχισε το περιτύλιγμα ενός δέματος κι άρχισε να σκορπίζει στον αέρα κάτι προκηρύξεις. Τον βοηθήσαμε κι εμείς. Ετσι τρέχαμε μέσα στους σκοτεινούς δρόμους, αφήνοντας ολόκληρη ουρά από άσπρα χαρτιά που πετούσαν. Οι αργοπορημένοι διαβάτες σταματούσαν και τα μάζευαν. Στα σταυροδρόμια οι περιπολίες άφηναν τις φωτιές και, σηκώνοντας τα χέρια, έπιαναν τις προκηρύξεις. Κάπου - κάπου μας σταματούσαν οπλισμένοι άνθρωποι. Πρότειναν τα όπλα και φώναζαν: "Στάσου". Ο σοφέρ μας, όμως, πετούσε μερικές ακατάληπτες λέξεις και τραβούσαμε πιο πέρα. Πήρα μια από τις εκκλήσεις και στο φως που σκορπούσαν τα αριά φανάρια των δρόμων, κατόρθωσα να τη διαβάσω όπως - όπως:
"Προς τους πολίτες της Ρωσίας!
Η προσωρινή κυβέρνηση ανατράπηκε. Η κρατική εξουσία πέρασε στα χέρια του οργάνου του Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών της Πετρούπολης, της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής, που βρίσκεται επικεφαλής του προλεταριάτου και της φρουράς της Πετρούπολης.
Η υπόθεση για την οποία αγωνιζόταν ο λαός: άμεση πρόταση δημοκρατικής ειρήνης, κατάργηση της τσιφλικάδικης ιδιοκτησίας στη γη, εργατικός έλεγχος στην παραγωγή, δημιουργία σοβιετικής κυβέρνησης - είναι εξασφαλισμένη!
Ζήτω η επανάσταση των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών!
Η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή
του Σοβιέτ της Πετρούπολης
των εργατών και στρατιωτών βουλευτών".
Ο γείτονάς μου, ένας αλλήθωρος, με μογγολική φάτσα, με καυκασιανό καλπάκι από τραγίσια γούνα, ψιθύρισε: "Προσέξτε! Οι προβοκάτορες πάντα πυροβολούν από τα παράθυρα!..". Στρίψαμε στη σκοτεινή και σχεδόν έρημη πλατεία Ζναμιόνσκαγια, παρακάμψαμε το ανόητο άγαλμα που έφτιαξε ο Τρουμπέτσκι (2) και τραβήξαμε προς την πλατιά λεωφόρο Νέβσκι. Τρεις από μας στέκονταν με τα όπλα έτοιμα, κοιτώντας προς τα παράθυρα. Ο δρόμος είχε μεγάλη κίνηση. Μάζες λαού έτρεχαν σκυφτά προς διάφορες κατευθύνσεις. Κανόνια δεν ακούγαμε πια, κι όσο πλησιάζαμε προς τα Χειμερινά Ανάκτορα, τόσο πιο ήσυχοι κι έρημοι ήταν οι δρόμοι. Τα παράθυρα του Δημαρχείου έλαμπαν όλα. Πιο πέρα διακρινόταν πυκνή μάζα λαού και μια αλυσίδα από ναύτες που φώναζαν άγρια να σταματήσουμε. Η μηχανή έκοψε ταχύτητα και κατεβήκαμε στη γέφυρα.
(1) Πιο κάτω, φαίνεται, ότι ο Τζον Ριντ συνένωσε δυο ομιλίες του Αμπράμοβιτς και του Ερλιχ. Σύντ.
(2) Εχει υπόψη του το άγαλμα του Τσάρου Αλέξανδρου του 3ου. Σύντ.
ΑΥΡΙΟ ΤΟ 31ο ΜΕΡΟΣ