"Δε μας υπολογίζουν σαν ανθρώπους, σαν γυναίκες, σαν εργαζόμενες που κάνουμε ό,τι μπορούμε για να απολαμβάνουν τα παιδιά ένα καθαρό και υγιεινό περιβάλλον. Είναι άδικο!". Η Ελένη Κουτσαφτάκη είναι 44 χρόνων, 10 χρόνια καθαρίζει σχολεία, 10 χρόνια αγωνίζεται κι αυτή με τις άλλες συναδέλφισσές της για ένα ανθρώπινο εργασιακό καθεστώς.
Τη συναντήσαμε στο προαύλιο του 5ου Λυκείου Ιλίου, μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνης, να σκουπίζει. Τη δουλιά της δυσκόλευε ο αέρας, αλλά με υπομονή συνέχιζε "για να μη μείνει ούτε ένα σκουπίδι", γιατί "τα παιδιά αξίζουν ένα καθαρό σχολείο", όπως μας είπε. Αφησε για λίγο τη σκούπα, μόνο και μόνο για να μας μιλήσει και είχε πολλά να πει. Για τα χρόνια της κοροϊδίας από τους υπευθύνους, για τη ζωή που είναι δύσκολη, για το μεροκάματο που είναι δυσεύρετο...
"Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι αντιμετωπίζουμε, παρά μονάχα εμείς που το βιώνουμε" και προσπάθησε έστω με νούμερα να μας περιγράψει την κατάσταση. Τι λένε οι αριθμοί; Λένε ότι καθαρίζει 19 αίθουσες κάθε μέρα, για 6 ώρες τη μέρα,για τις οποίες πληρώνεται 83.000 δραχμές το μήνα. Ομως καθαρίζει επιπλέον τουαλέτες, προαύλια, διαδρόμους, για τα οποία δεν πληρώνεται δεκάρα,αν όμως τολμήσει να μην τα καθαρίσει έχει απολυθεί την ίδια στιγμή! Το ερώτημά της είναι εύλογο: "Αν κάποιος προσλάβει μια γυναίκα για να καθαρίζει ένα μεσαίο σπίτι, κάθε μέρα, για έξι ώρες τη μέρα, πόσα θα την πληρώνει;".
Η δουλιά είναι δύσκολη, καμιά φορά είναι αδύνατον να "βγει" από έναν άνθρωπο. Ετσι η Ελένη αναγκάζεται κάποιες μέρες να ζητάει και τη βοήθεια κάποιου μέλους της οικογένειάς της, έτσι ώστε "να μη βρεθεί κανένας την άλλη μέρα να παραπονεθεί για την καθαριότητα του σχολείου". Στο ενδεχόμενο πρόσληψης κι άλλης καθαρίστριας, η εργαζόμενη γελάει ειρωνικά κι αυτό γιατί: "Αν προσλάβουν κι άλλη, οι 83.000 δραχμές θα μοιραστούν στη μέση...". Το χειμώνα η ίδια αναγκάζεται να εργάζεται με μάσκα, αφού όπως λέει: "Η σκόνη είναι τόση από το χώμα, που δεν μπορώ να αναπνεύσω, ενώ τα φάρμακα που χρησιμοποιώ για την καθαριότητα μου δημιουργούν επίσης πρόβλημα στην αναπνοή".
"Δεν είμαι ευχαριστημένη - τονίζει - αλλά τι να κάνω; Εχω ανάγκη το μεροκάματο, αν παραπονεθώ, θα μου πουν να φύγω. Είμαστε στα χέρια των διευθυντών, αν σε κάποιον δεν αρέσουμε, μας απολύουν, δε μας προστατεύει τίποτα και κανένας. Αυτή η σύμβαση μας δένει χειροπόδαρα, δε δικαιούμαστε τίποτα, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα. Οι άλλοι εργαζόμενοι αγωνίζονται για αυξήσεις ή για ό,τι άλλο και μεις αγωνιζόμαστε για να θεωρούμαστε εργαζόμενες, είναι γελοίο αυτό που γίνεται".
Και συνεχίζει: "Δεν είναι υποχρεωμένοι οι γονείς ή οι καθηγητές να μαζεύουν χρήματα για να μας δίνουν ένα δώρο τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, δεν έχουν καμία απολύτως υποχρέωση, η υποχρέωση αυτή ανήκει αποκλειστικά στο κράτος". Ωστόσο, "το κράτος - λέει, τονίζοντας την κάθε λέξη - μας θεωρεί πολίτες τρίτης κατηγορίας. Μας θέλουν εξαθλιωμένες, με σκυμμένο το κεφάλι, να μη μιλάμε, να μην μπορούμε να υψώσουμε τη φωνή μας. Ομως εμείς, όπως κάνουμε εδώ και τόσα χρόνια, θα συνεχίσουμε να παλεύουμε, γιατί το δίκιο είναι με το μέρος μας".