Με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, τον "Κήπο του θεού",ο Τάκης Σπυριδάκης αντιπαλεύει και καταγγέλλει την κοινωνική ανέχεια, το φαινόμενο της απάθειας και του εκμαυλισμού των ανθρωπίνων αξιών, που πηγάζει από το ατομοεγωκεντρικό μοντέλο της εξουσίας. Η κινηματογραφική μηχανή του "σέρνεται" στα ανήλιαγα κελιά των φυλακών και κουβεντιάζει σιωπηλά με τους κρατούμενους, χωρίς κραυγές, λύπηση και ελεημοσύνες, αλλά με πάθος και ζωντάνια, υπερασπιζόμενος την - παραβιαζόμενη από "κανόνες" και νομικές συγκαλύψεις - ανάγκη να γίνεται σεβαστή η ανθρώπινη ύπαρξη.Μέσα στον κινηματογραφικό του μικρόκοσμο, τις φυλακές, προβάλλει η αχαλίνωτη και ανελέητη βία του κοινωνικού συστήματος, που θρέφει και συντηρεί την αδικία. Το γκέτο. Την αέναη και ασύνειδη πάλη των καταπιεσμένων μεταξύ τους.
Η σκηνοθεσία του δεν ακολουθεί το γνωστό χολιγουντιανό "δόλωμα" της συγκινησιακής διέγερσης του θεατή, με σκοπό την παθητική συμμετοχή του, ούτε διασκεδάζει με διανοουμενίστικα ευφυολογήματα και μορφολογικά τερτίπια.Ο Τάκης Σπυριδάκης στέκεται "γυμνός" απέναντι στον αληθινό πλούτο που περιέχει η προβληματική του. Δείχνει κι ο ίδιος "δέσμιος" της απόγνωσης και της φρίκης που έχει σκαλώσει στα πρόσωπα των ηρώων του. Στην ουσία, συμβιώνει μαζί τους την έλλειψη αγάπης και ανθρωπιάς και δε διστάζει να "δραπετεύσει" μ' αυτούς για τη χώρα του ήλιου. Εκείνη τη διάσταση που είναι παρούσα με την απουσία της. Τη γυναικεία συντροφιά, που η έλλειψή της προβάλλει στα μάτια των φυλακισμένων. Εξεγείρεται μαζί τους και παρασύρει και το θεατή σ' αυτή την πράξη ζωής, τον αγώνα χωρίς τέλος. Οι πρωταγωνιστές του δεν ερμηνεύουν συγκεκριμένους ρόλους. Συμμετέχουν ισότιμα, χωρίς "ηγέτες" και "οπαδούς", σ' αυτό το παιγνίδι, όπου μοναδικός πρωταγωνιστής ήταν και είναι η θέληση του ανθρώπου να πετάξει από πάνω του τα δεσμά του. Ο Τάκης Σπυριδάκης δεν κατασκεύασε μια ταινία, απλά για τους έγκλειστους των φυλακών, αλλά για τους απανταχού έγκλειστους των μεγάλων φυλακών. Μια κινηματογραφική δημιουργία, που αγγίζει τα όρια του αριστουργήματος. Σκληρή, αλλά και ευαίσθητη. Ρεαλιστική και ποιητική. Δύσκολη, αλλά αληθινή.
Η ταινία κέρδισε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης οκτώ βραβεία, ενώ πρόσφατα πήρε έξι από τα κρατικά βραβεία κινηματογράφου.
Γεράσιμος ΒΑΚΡΟΣ