Του Χρήστου ΡΟΥΠΑΚΙΩΤΗ*
Αν το ποσό αυτό το κατένειμε σε όλους, που ανέρχονται, εκτός των επιδοματούχων του ΟΓΑ, σε 750.000, ο κάθε χαμηλοσυνταξιούχος θα έπαιρνε μια αύξηση 2.476 δραχμές το μήνα ή 82 δραχμές τη μέρα.Με τέτοιες αυξήσεις όμως δεν κερδίζονται εντυπώσεις. Ετσι, αποφάσισε να προχωρήσει στην καθιέρωση του "Επιδόματος Κοινωνικής αλληλεγγύης", 2.850 - 11.400 δραχμές το μήνα, για τους περισσότερο εξαθλιωμένους χαμηλοσυνταξιούχους, που για να τους βρει περνάει τους συνταξιούχους από "σαράντα κύματα".
Αποκλείει όσους είναι κάτω των 65 ετών.Ετσι, αποκλείονται κυρίως γυναίκες και απασχολούμενοι στα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα, που συνταξιοδοτούνται από τα 60. Προφανώς, η κυβέρνηση θεωρεί ότι οι κάτω των 65 μπορούν να βρουν κάποια εργασία για να συμπληρώσουν την πενιχρή σύνταξή τους. Αλλά δε γνωρίζουν οι κυβερνητικοί ιθύνοντες ότι οι περισσότεροι από τους συνταξιούχους, π.χ., του ΙΚΑ, όταν εργάζονται, χάνουν μέρος ή ολόκληρη τη σύνταξή τους;
Αποκλείει όσους έχουν επικουρική σύνταξη.Ετσι, αποκλείονται οι μισοί από όσους είναι και άνω των 65. Αποκλείονται και άλλοι λόγω πρόσθετου ατομικού ή οικογενειακού εισοδήματος (εισόδημα από εργασία, ενοίκιο, εργαζόμενης ή μη συζύγου, παιδιών κλπ.).
Κατά βάσιμες εκτιμήσεις μας, από ένα σύνολο 2.100.000 συνταξιούχων - συμπεριλαμβανομένων και των συνταξιούχων του ΟΓΑ - θα πάρουν το επίδομα, ολόκληρο ή μειωμένο, 90 - 100 χιλιάδες συνταξιούχοι του ΙΚΑ και 40 - 50 χιλιάδες συνταξιούχοι άλλων Ταμείων και το κόστος δε θα είναι, φυσικά, 26 δισ. για το β εξάμηνο του 1996, όπως λέει η κυβέρνηση, αλλά μόνο 10 δισ.!
Μεγάλος αριθμός συνταξιούχων έχουν πράγματι μηνιαίο εισόδημα 110 - 140 χιλιάδες δραχμές. Αυτούς δεν τους θεωρεί φτωχούς η κυβέρνηση. Ομως, ο καθένας γνωρίζει ότι μ' αυτό το εισόδημα δεν τα βγάζουν πέρα, με τις ανάγκες, τα τιμολόγια των ΔΕΚΟ, την ακρίβεια, το ενοίκιο. Ας σημειωθεί, μάλιστα, ότι το υπουργείο Υγείας - Πρόνοιας έχει καθορίσει με απόφασή του ως όριο μηνιαίων δαπανών στοιχειώδους συντήρησης τριμελούς οικογένειας το ποσό των 190.000 δραχμών και οικογένειας δύο μελών το ποσό των 155.000 δραχμών.
Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τώρα άλλα κριτήρια, για να παρουσιάσει τους φτωχούς λιγότερους. Δε φαίνεται να δέχεται ούτε τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), σύμφωνα με τα οποία το 18,4% του πληθυσμού της χώρας είναι φτωχοί.
Η ΕΕ, πράγματι, από παλιά (COM (82) 716 τελ. της 27 - 12 - 83) έχει συστήσει περιορισμούς στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης - σήμερα προωθούν σκληρότατους περιορισμούς οι Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία και άλλες χώρες - και, παράλληλα, την καθιέρωση μιας μίνιμουμ παροχής για τους φτωχούς, ως απάντηση στον "κοινωνικό αποκλεισμό", που τροφοδοτούνταν και από τους περιορισμούς. Η "Λευκή Βίβλος", εξάλλου, επιτάσσει τη στήριξη των κατωτέρων συντάξεων στην "εθνική αλληλεγγύη", δηλαδή, στις "προνοιακές" παροχές.
Το ΠΑΣΟΚ, το 1988, και η ΝΔ, την περίοδο 1990 - 1992, προχώρησαν σε σκληρότατους επίσης περιορισμούς στο, ισχνό άλλωστε, σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (περιορισμούς στις αναπηρικές συντάξεις και τα επιδόματα ασθενείας, αποσύνδεση των κατωτέρων συντάξεων από τα 20 ΗΑΕ, καθιέρωση ενός καθεστώτος χαμηλών συντάξεων για τους ασφαλιζόμενους από 1 - 1 - 93 κ.ά. ). Με τους περιορισμούς αυτούς η αγοραστική δύναμη όλων των συντάξεων μειώνεται από χρόνο σε χρόνο.
Τους αντιασφαλιστικούς νόμους της ΝΔ το ΠΑΣΟΚ, ενώ τους κατήγγειλε όταν ήταν στην αντιπολίτευση, τους εφαρμόζει πιστά και όλα όσα λέει για μελλοντική επανεξέτασή τους δεν αποτελούν παρά προπέτασμα καπνού. Τώρα οι "εκσυγχρονιστές" του ΠΑΣΟΚ προωθούν και το δεύτερο σκέλος των οδηγιών της ΕΕ, δηλαδή, την καθιέρωση της μίνιμουμ παροχής για τους περισσότερο εξαθλιωμένους χαμηλοσυνταξιούχους.
Η κυβέρνηση, για να περάσει χωρίς πολύ κόστος την κατάργηση του θεσμού, ισχυρίζεται ότι οι εργαζόμενοι, με τις κατώτερες συντάξεις, δεν προθυμοποιούνται να ασφαλίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα και συνεπώς προκύπτει εισφοροδιαφυγή.
Οι κυβερνητικοί ιθύνοντες, όμως, παραβλέπουν ή αγνοούν ότι η εισφοροδιαφυγή διαπράττεται από τους εργοδότες, οι οποίοι δεν ασφαλίζουν κανονικά τους εργαζόμενους (με την απειλή απόλυσης κλπ.). Γι' αυτό και για την προστασία των εργαζομένων καθιερώθηκε, με νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, γενική ασφαλιστική αρχή, σύμφωνα με την οποία η υπαγωγή στην ασφάλιση χωρεί "υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως". Αρχή που επιβάλλει στους ασφαλιστικούς οργανισμούς να παίρνουν όλα τα πρόσφορα μέτρα για την κανονική ασφάλιση των εργαζομένων (ελεγκτικούς μηχανισμούς, μέτρα κατά των παρανομούντων εργοδοτών κλπ.).
Θα μπορούν, με τον εισαγόμενο συσχετισμό των επικουρικών συντάξεων, να προχωρήσουν στην καθιέρωση συνολικής σύνταξης ίσης με το 80% των αποδοχών, με το συνυπολογισμό και των επικουρικών συντάξεων. Τέτοιες προτάσεις έχουν γίνει στο παρελθόν.
Θα μπορούν, με την εισαγωγή του ελέγχου εισοδήματος να θεσπίσουν, πέρα από τον έλεγχο των στοιχείων της Εφορίας, και τον έλεγχο από την "κλειδαρότρυπα του σπιτιού", που εφαρμόζεται στην Αγγλία, για να διαπιστώνουν τα όργανα της ασφάλισης το οικογενειακό εισόδημα τόσο από τις νόμιμες συμβιώσεις όσο και τις μη νόμιμες.
Τέλος, θα μπορούν να προχωρήσουν στο διαχωρισμό των "προνοιακών" δαπανών από τις δαπάνες της κοινωνικής ασφάλισης και ο κρατικός προϋπολογισμός να καλύπτει μόνο τις πρώτες.
Οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι γνωρίζουν, πλέον, μετά και τη γενικότερη εξουθένωσή τους από τη μακρόχρονη πολιτική λιτότητας, ότι η πολιτική προσαρμογής προς τα κριτήρια της ΕΕ, σε όλες τις χώρες της ΕΕ, επιβάλλεται από τις πολυεθνικές και το κεφάλαιο, που δεν ανέχονται σήμερα τις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Γνωρίζουν ακόμη ότι και η διαφωνία του υπουργού Εργασίας για τη χορήγηση του επιδόματος ήταν υποκριτική και ότι με τη δική του πρόταση για επανασύνδεση των κατώτερων συντάξεων με τα 20 ΗΑΕ, σταδιακά μέχρι το τέλος του 1998, απέβλεπε μόνο στην πολιτική ομηρία τους. Ωστόσο, ο υπουργός "μαρτύρησε" την αλήθεια, όταν έλεγε ότι "το σύστημα συνταξιοδότησης, όπως αντιληφθήκατε, αλλάζει". Υποκριτική βέβαια ήταν και η διαφωνία του προέδρου της ΓΣΕΕ, ο οποίος αποδέχεται την πρόταση του υπουργού Εργασίας.
Οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι γνωρίζουν, πλέον, ότι απειλούνται άμεσα οι βασικές ασφαλιστικές κατακτήσεις τους και συνεχίζουν τους αγώνες τους. Φυσικά μόνο με τους αγώνες μπορεί να ανακοπεί η επιδίωξη των συντηρητικών πολιτικοκοινωνικών δυνάμεων, "εκσυγχρονιστικών" ή άλλων, για την ολοκληρωτική κατάργηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
* Ο Χρ. Ρουπακιώτης είναι πρώην υποδιοικητής του ΙΚΑ