Του Βασίλη ΜΑΜΑΗ* Ορισμένες σκέψεις με αφορμή τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των ΕΒΕ, την ανάγκη κλιμάκωσης και - κυρίως - μαζικοποίησης των αγώνων
...Πρωί - πρωί, την πρώτη μέρα του κλεισίματος των καταστημάτων και των βιοτεχνιών, οι ομάδες περιφρούρησης περιπολούσαν στους δρόμους του κέντρου και τις συνοικίες. Στόχος, να πειστούν και οι ελάχιστοι συνάδελφοί τους, που από άγνοια ή υπολογισμό, επιχείρησαν να ανοίξουν τα μαγαζιά τους, να μη σαμποτάρουν το δίκαιο αγώνα όλων των ΕΒΕ. Η αποστολή ήταν εύκολη όταν αφορούσε τους πιο μικρούς από αυτούς. Εκεί, αρκούσε και μόνο η επίκληση της ανάγκης για ενότητα του αγώνα για να πειστούν. Για τους άλλους - τα μεγάλα εμπορικά, τα πολυκαταστήματα, τα σούπερ μάρκετ - χρειάστηκε να γίνει αποκλεισμός των εισόδων τους, έτσι ώστε να αποτραπεί η λειτουργία τους, που πολύ την ήθελαν οι εκπρόσωποί τους, στοχεύοντας να επωφεληθούν και από το διαφυγόντα τζίρο των απεργών. Εδώ, βοήθησε και η ταυτόχρονη απεργία των υπαλλήλων των καταστημάτων, οι οποίοι ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους ΕΒΕ. Αλλες ομάδες απεργών απέκλεισαν τις εισόδους των κατά τόπους ΔΟΥ.
Τη δεύτερη μέρα του κλεισίματος των καταστημάτων, έγινε η συγκέντρωση. Μια συγκέντρωση αντάξια του κοινωνικού βάρους και των οξυμένων προβλημάτων των ΕΒΕ. Εξίσου αντάξια και η πορεία που ακολούθησε. Τα συνθήματα των ΕΒΕ δόνησαν τους δρόμους της πρωτεύουσας και των άλλων αστικών κέντρων.
Την τρίτη μέρα της απεργίας η κυβέρνηση ήδη βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Κανένας δεν μπορούσε να αγοράσει οτιδήποτε, η αγορά δε λειτουργούσε, κανένας φόρος δεν μπορούσε να εισπραχθεί. θα το σκεφτόταν πολύ η κυβέρνηση αν θα συνέχιζε την αδιάλλακτη στάση της...
Θα έλεγε κανείς εύλογα ότι τα παραπάνω, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα φανταστικό και εξωπραγματικό σενάριο. Θα συμφωνήσουμε, βεβαίως, με τον πρώτο χαρακτηρισμό αν και πιστεύουμε ότι η φαντασία είναι μια από τις σημαντικότερες και δημιουργικότερες δραστηριότητες του ανθρώπινου μυαλού. Ο δεύτερος, όμως, χαρακτηρισμός σηκώνει πολλή συζήτηση και αυτήν ακριβώς τη συζήτηση έχουμε σκοπό να ανοίξουμε...
Τα μικροαστικά στρώματα (όπως θα χαρακτηρίζαμε μαρξιστικά τους ΕΒΕ) έχουν μια σειρά από κοινωνικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά που πολύ βολεύουν την αστική τάξη στην πάλη της με την εργατική τάξη. Είναι δεμένα με την ατομική ιδιοκτησία, είναι διάσπαρτα σε μικρές παραγωγικές μονάδες και γι' αυτό έχουν έντονη την αίσθηση της ατομικής λύσης των προβλημάτων. Είναι εύκολο εκεί μέσα να δημιουργηθούν ψευδαισθήσεις και συγχύσεις και να χρησιμοποιηθούν έτσι σαν ανάχωμα στην επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας.
Θα περίμενε, βέβαια, κάποιος, τα στρώματα αυτά να συνθλίβονται κάτω από το βάρος της καπιταλιστικής ανάπτυξης και να οδηγούνται στην εξαθλίωση και την προλεταριοποίηση. Τι γίνεται, όμως, όταν ο κατεστραμμένος αγρότης ή ο άνεργος εργάτης προτιμά να ρίξει τις τελευταίες του οικονομίες σε αμφιβόλου μέλλοντος μικροεπιχείρηση, αντί να διαπραγματευτεί την εργατική του δύναμη στην αγορά εργασίας, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο στη σημερινή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας. Τότε, λοιπόν, αυτά τα στρώματα όχι μόνο αναπαράγονται, αλλά διογκώνονται και μάλιστα αντίστροφα με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Τότε η αστική τάξη βρίσκει μπροστά της έναν υπολογίσιμο ανταγωνιστή, με τον οποίο δεν είναι καθόλου διατεθειμένη να μοιραστεί μέρος του εθνικού εισοδήματος. Δεν μπορεί, όμως, να μειώσει αριθμητικά τα μικροαστικά στρώματα, γιατί η ίδια είναι ανίκανη να δημιουργήσει τις αναγκαίες θέσεις εργασίας που θα τα απορροφήσουν. Γι' αυτό, προτιμάει να τα χτυπήσει οικονομικά. Αυξάνει τους φόρους, μονοπωλεί κλάδους, μετατρέπει μικροεπιχειρήσεις σε δορυφόρους μεγάλων επιχειρήσεων, αλλάζει το ωράριο λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων κλπ. Ετσι, όμως, προκύπτει αβίαστα και η ανάγκη για αντίσταση των στρωμάτων αυτών απέναντι στην επίθεση που δέχονται από την αστική τάξη. Και η ανάγκη αυτή θα γίνεται όλο και πιο επιτακτική, αφού τα προβλήματα θα οξύνονται συνεχώς. Ταυτόχρονα, όμως, προκύπτει και η ανάγκη για συμμαχία των στρωμάτων αυτών με την εργατική τάξη και τα αγροτικά στρώματα, που εξίσου καταπιέζονται από την αστική τάξη.
Παρά τις σημαντικές κοινωνικές και ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά και αγροτικά στρώματα, υπάρχουν δύο τουλάχιστον ομοιότητες που τους υποχρεώνουν σε κοινή δράση. Η πρώτη αφορά το γεγονός ότι και οι τρεις κοινωνικές ομάδες είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης από την αστική τάξη. Η δεύτερη είναι ότι όσο περνάει ο καιρός το ύψος των εισοδημάτων τους δε διαφέρει. Επίσης, το εισόδημα των μικροαστών εξαρτάται άμεσα από αυτό των εργατών και των αγροτών, αφού, αυτοί είναι οι κύριοι πελάτες τους. Και στο τέλος - τέλος τους συμφέρει να μείνουν οι εργάτες στα εργοστάσιά τους, οι αγρότες στη γη τους, γιατί εάν καταστραφούν θα πυκνώσουν τις γραμμές τους και θα "υποδιπλασιάσουν" το εισόδημά τους.
Η ενότητα στη δράση των μικροαστικών στρωμάτων με την εργατική τάξη παρότι έχει γενική ισχύ, δεν μπορεί να εξαντλείται σε γενικότερα ψηφίσματα συμπαράστασης. Πρέπει κάποια στιγμή να πάρει συγκεκριμένη μορφή και σίγουρα πρέπει να ξεκινήσει από τους εργαζόμενους των μικρών επιχειρήσεων "που αναπνέουν τον ίδιο αέρα" με τους εργοδότες τους. Για ν' αρχίσουν να διαλύονται τα τείχη που η αστική τάξη προσπαθεί τεχνητά να υψώσει ανάμεσά τους. Αυτή η ενότητα στη δράση είναι μια υπόθεση που τραβάει πολύ μακριά και αποτελεί μια άλλη συζήτηση, που δε θα ανοίξουμε εδώ. Για να μπορέσουν, όμως, τα μικροαστικά στρώματα να αντισταθούν αποτελεσματικά, χρειάζονται ένα ισχυρό εργαλείο στα χέρια τους. Και αυτό δεν είναι άλλο από το συνδικαλιστικό τους κίνημα.
Το συνδικαλιστικό κίνημα των μικροαστών, παρά τα θετικά βήματα που έχει κάνει τα τελευταία χρόνια, παρουσιάζει μια σειρά αδυναμίες που χοντρικά μπορούμε να τις κατατάξουμε σε δύο κατηγορίες. Αυτές που έχουν σχέση με τη φύση των μικροαστικών στρωμάτων και τις ιδεολογικές τους καταβολές και αυτές που συνδέονται με τη μορφή της οργάνωσής τους και τις μορφές πάλης.
Είναι γνωστό ότι οι μικροαστοί δεν έχουν όλοι την ίδια οικονομική θέση. Μια μικρή μειοψηφία έχει υψηλά εισοδήματα και προσεγγίζει την αστική τάξη, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία προσεγγίζει την εργατική τάξη. Φυσικά υπάρχουν και όλες οι ενδιάμεσες διαστρωματώσεις. Αυτό δημιουργεί αντιτιθέμενα οικονομικά συμφέροντα που έχουν αντίκτυπο και στις συνδικαλιστικές τους θέσεις. Ετσι, για παράδειγμα, στο θέμα του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα. Η ίδια η αστική τάξη προσπαθεί να "τσουβαλιάσει" στα ίδια συνδικαλιστικά όργανα αστούς και μικροαστούς, με στόχο να ευνουχίσει αγωνιστικά τους δεύτερους. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η ΕΣΕΕ. Πρέπει οι μικρέμποροι να αγωνιστούν για να απαλλαγούν από την κηδεμονία μιας χούφτας εκπροσώπων του μεγάλου εμπορικού κεφαλαίου που κυριαρχεί στην ηγεσία της ΕΣΕΕ.
Είναι γνωστό, επίσης, ότι ενώ οι μικροαστοί διαθέτουν μέσα παραγωγής ή διαχειρίζονται κεφάλαια, δεν μπορούν να τα εκμεταλλευτούν αποτελεσματικά, λόγω της θέσης τους στον καταμερισμό εργασίας. Αποτέλεσμα είναι η ασταθής κοινωνική τους κατάσταση και οι αντιφάσεις στην ιδεολογία τους. Δεν είναι λίγοι αυτοί που σε κάθε κλείσιμο κοιτούν με αγωνία το διπλανό τους μαγαζί μήπως και ανοίξει και τους πάρει τον τζίρο μιας μέρας, αντί να κοιτούν το μεγάλο κεφάλαιο που τους αρπάζει συνεχώς τον τζίρο μιας ζωής. Δεν είναι λίγοι, επίσης, αυτοί που νομίζουν ότι δουλεύοντας πιο έξυπνα και πιο αποδοτικά "θα πιάσουν την καλή", κόντρα στους νόμους της κοινωνικής ανάπτυξης. Εδώ, χρειάζεται η ιδεολογική δουλιά να περάσει μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα σαν καθημερινή ανάγκη.
Το πρόσφατο 24ωρο κλείσιμο ανέδειξε μια σημαντική αδυναμία, κυρίως στα αστικά κέντρα. Τη χαμηλή κινητοποίηση των συνδικαλιστικών δυνάμεων σε τοπικό επίπεδο. Η μορφή οργάνωσης των τοπικών ενώσεων των ΕΒΕ έχει παραμεληθεί, με αποτέλεσμα να αδυνατίσει ένας σημαντικός κρίκος ανάμεσα στα δευτεροβάθμια όργανα και τους ίδιους τους ΕΒΕ. Τα κλαδικά σωματεία, παρότι είναι καλύτερη μορφή οργάνωσης, είναι πιο δύσκολο να κινητοποιήσουν τα μέλη τους έγκαιρα σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο, λόγω της μεγάλης διασποράς τους. Είναι αναγκαίο και οι δύο μορφές οργάνωσης, τοπική και κλαδική, να αναπτυχθούν ισορροπημένα προς όφελος της πιο αποτελεσματικής δράσης.
Το πρόσφατο κλείσιμο, επίσης, ανέδειξε την ανάγκη αναπροσανατολισμού των μορφών πάλης. Το κλείσιμο των καταστημάτων από μόνο του, παρότι είναι μια ανώτερη μορφή πάλης, παρουσιάζει αδυναμίες. Είναι κινητοποίηση πολύ περιορισμένη χρονικά (μια μέρα στη συγκεκριμένη περίπτωση), αναφέρεται κυρίως στους εμπόρους, απαιτεί εξαιρετικό συντονισμό των συνδικαλιστικών δυνάμεων, είναι μορφή δημοσιοποίησης των προβλημάτων και όχι μέσο πίεσης προς την εξουσία. Χρειάζεται, λοιπόν, οι μορφές πάλης να έχουν κλιμάκωση, τοπική και χρονική, και εξαντλητική προετοιμασία, που θα βοηθά τις συνειδήσεις να απεγκλωβίζονται. Να μπορούν να αγκαλιάσουν το σύνολο των μικροαστικών στρωμάτων και να βοηθούν τη συμπαράταξη με την εργατική τάξη και την αγροτιά. Να προσφέρουν τη δυνατότητα άσκησης πίεσης προς την αστική τάξη και την πολιτική της εξουσία. Να κοινωνικοποιούν τα προβλήματα των μικροαστών. Ταυτόχρονα, χρειάζεται προσοχή από το συνδικαλιστικό κίνημα να μην αναλωθεί σε μάταιους και επικίνδυνους τυχοδιωκτισμούς.
Είναι φανερό ότι η κοινωνική και οικονομική κατάσταση της χώρας μας θα φέρνει διαρκώς πιο κοντά τους μικροαστούς με την εργατική τάξη στο πεδίο της ταξικής πάλης, με μια προϋπόθεση: ότι η δουλιά των κομμουνιστών μέσα στα στρώματα αυτά θα είναι όλο και πιο αποτελεσματική. Τότε το αρχικό σενάριο ή οποιοδήποτε παρόμοιο θα φαίνεται όλο και πιο κοντά στην πραγματικότητα.
* Ο Βασίλης Μαμάης είναι μέλος του Τμήματος ΕΒΕ της ΚΕ του ΚΚΕ