Κυριακή 2 Μάρτη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ο μύθος των κερδών της Σοφοκλέους

Για όλους εκείνους που υποστηρίζουν πως το Χρηματιστήριο αποτελεί για το ευρύ κοινό αποτελεσματική μορφή αποταμίευσης (αποταμίευσης και όχι τζόγου), τα επίσημα στοιχεία για τις αποδόσεις που θα μπορούσε κανείς να εξασφαλίσει σε διάφορες μορφές "τοποθετήσεων", όλη την περίοδο από το 1990 μέχρι τον προηγούμενο Δεκέμβρη, είναι άκρως αποκαλυπτικά. Λόγος γίνεται για τα ποσοστά απόδοσης στις τρεις κλασικές μορφές τοποθέτησης χρημάτων, όπως είναι οι τίτλοι του δημοσίου, οι καταθέσεις ταμιευτηρίου και το Χρηματιστήριο.

Στην πρώτη θέση, με υπερδιπλάσια ποσοστά απόδοσης, βρίσκονται τα έντοκα γραμμάτια του δημοσίου.Για κάθε 100 δραχμές που τοποθετήθηκαν το 1990 σε τίτλους του δημοσίου, στο τέλος του 1996 μαζί με τα χρήματά του θα έπαιρνε ακόμα 233,88 δραχμές.

Καλύτερα αποτελέσματα από ό,τι στο Χρηματιστήριο θα είχαν και όσοι είχαν τις αποταμιεύσεις τους σε καταθέσεις ταμιευτηρίου των τραπεζών. Το "κέρδος" θα ήταν 177,14 δραχμές, αν και περίπου 20 δραχμές θα πήγαιναν στους φόρους, αφού από το 1991 καθιερώθηκε σχετική φορολογία.

Οι αποδόσεις στο Χρηματιστήριο βρέθηκαν στην τρίτη θέση. Αν και δύο χρονιές, το 1990 και το 1993, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν "χρυσές", η συνολική απόδοση στην εφταετία υπολείπεται των άλλων αποδόσεων. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι τα ποσοστά μεταβολής του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου δεν αφορούν κατ' ανάγκη τους λεγόμενους "θεσμικούς επενδυτές" ή άλλους μυημένους στον τζόγο παίχτες. Αυτοί σχεδόν πάντα καταφέρνουν, ακόμα και στα πλαίσια μιας χρονιάς που παρατηρούνται πτωτικές τάσεις, να αποκομίζουν κέρδη, "παίζοντας" με τις ενδιάμεσες διακυμάνσεις, ενώ - για να είμαστε ακριβείς - πρέπει να σημειώσουμε ότι οι κάτοχοι μετοχών εισπράττουν κάποια ποσά με τη μορφή των μερισμάτων.

Από τον συγκεκριμένο πίνακα προκύπτει αβίαστα και το συμπέρασμα ότι σε ό,τι αφορά τουλάχιστον το ελληνικό Χρηματιστήριο, ο γενικός, θεωρητικός κανόνας ότι τα χρηματιστήρια ανθούν όταν πέφτουν τα επιτόκια σε άλλες μορφές τοποθετήσεων, δεν ευσταθεί. Μάλιστα, το 1994 που είχαμε θεαματική πτώση των επιτοκίων και στις καταθέσεις ταμιευτηρίου και στα επιτόκια των εντόκων γραμματίων, ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου υποχώρησε. Ως... μη αύξηση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και το "ευτελές" 2,1% της περσινής μεταβολής στο Χρηματιστήριο, σε σχέση με τη ραγδαία πτώση των επιτοκίων στις καταθέσεις και τα έντοκα.

Εκείνο βέβαια που πρέπει να σημειώσει κανείς είναι ότι όταν γίνεται λόγος για τις όποιες αποταμιεύσεις των εργαζομένων της χώρας, όποια μορφή τοποθέτησης ροκανίζεται από την αύξηση του τιμάριθμου. Ετσι αν εξαιρέσει κανείς τα επιτόκια στους τίτλους του δημοσίου, που οι κυβερνήσεις τα κρατούν σε υψηλά επίπεδα, ώστε να χρηματοδοτούν τα κρατικά ελλείμματα, τόσο οι καταθέσεις όσο και οι τοποθετήσεις στο Χρηματιστήριο σχεδόν δεν καλύπτουν τις αυξήσεις των τιμών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι την περίοδο 1990-'96 ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή σημείωσε αύξηση 150,9%!

Πάντως τα παραπάνω στοιχεία, από ορισμένους ένθερμους οπαδούς του χρηματιστηριακού τζόγου, διαβάζονται διαφορετικά. Ετσι για παράδειγμα υποστηρίζουν ότι οι ιδιαίτερα χαμηλές μεταβολές από το 1994 και μετά έχουν δημιουργήσει αντικειμενικές προϋποθέσεις για μια μεγάλη ανάκαμψη των τιμών στις μετοχές, που κανονικά θα πρέπει να φανεί φέτος, που τα επιτόκια "έπεσαν" ακόμα περισσότερο. Εκεί ακριβώς πόνταραν και όσοι έστησαν το παιχνίδι του τελευταίου διμήνου στην οδό Σοφοκλέους, μόνο που κανείς τους τώρα δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες απέναντι σε εκείνους που ήδη έχασαν κάποιο μέρος από τις αποταμιεύσεις τους, μετά τις εξελίξεις που μεσολάβησαν την προηγούμενη Τετάρτη...

Κ.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ