17ο ΜΕΡΟΣ
Οι υπηρεσίες κατασκοπίας και η CIA επωφελήθηκαν από τα έγγραφα και τις φωτογραφίες που βρέθηκαν στις σπηλιές και όσα μπόρεσαν να πιάσουν από την ενέδρα στην ομάδα οπισθοφυλακής στις 31 Αυγούστου, για να εμπλέξουν και να εκθέσουν πολλά άτομα που είχαν συμφέρον να υποβάλουν σε διώξεις. Σε συντονισμό με τις μυστικές υπηρεσίες της Βολιβίας προετοίμασαν μια σφοδρή και καλά υπολογισμένη επιχείρηση, που άρχισε τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη.
Η κατοικία και το ιατρείο του δόκτορα Ούγο Λοσάνο, ασυρματιστή του δικτύου υποστήριξης των πόλεων, ερευνήθηκαν στις 5 Σεπτέμβρη, αλλά ο ίδιος κατάφερε να περάσει στην παρανομία. Στις 14 συνέλαβαν την Λογιόλα Γκουσμάν Λάρα, φοιτήτρια της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Λα Πας και επιφορτισμένη με τα οικονομικά του αντάρτικου.
Ο Τύπος διέδωσε την πληροφορία ότι η Λογιόλα προσπάθησε να αυτοκτονήσει, πηδώντας από το δεύτερο όροφο του υπουργείου Εσωτερικών. Σ' εκείνο το υπουργείο παρουσιάστηκαν κι άλλες περίεργες απόπειρες "αυτοκτονίας". Επίσης αναφέρθηκε η πληροφορία ότι και ο νεαρός φοιτητής της Νομικής Ρομπέρτο Μορέιρα Μοντεσίνος επιχείρησε να "αυτοκτονήσει".
Τους καθηγητές Σέσαρ Τσάβες Ταμπόργα και Γκονσάλο Ραμίρες Αλκάσαρ τους συνέλαβαν και τους κατηγόρησαν για συνεργασία με τους αντάρτες. Το ίδιο συνέβη με διάφορους καθηγητές και δασκάλους, πράγμα που προκάλεσε την κήρυξη γενικής απεργίας από το συνδικάτο αυτού του κλάδου για αόριστο χρονικό διάστημα, σαν ένδειξη υποστήριξης στους συντρόφους τους. Την ίδια αλληλέγγυα στάση κράτησαν και οι δάσκαλοι και καθηγητές της υπαίθρου.
Στην πόλη Ορούρο, κάπου 270 χιλιόμετρα από τη Λα Πας, έγινε μια βίαιη διαδήλωση. Τα επεισόδια συνέβησαν όταν ο ανθυπολοχαγός του στρατού Εσέδιν Αλαρκόν χτύπησε μπροστά στα μάτια περαστικών το φοιτητή Νέστορ Νογάλες. Οι σύντροφοί του βγήκαν στους δρόμους και η αστυνομία επιτέθηκε με βόμβες, πυροβολισμούς και δακρυγόνα αέρια. Τραυματίστηκαν αρκετοί φοιτητές, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Χουστίνο Ντουράν Ιγιάνες, που πέθανε στις τέσσερις το πρωί στο γενικό νοσοκομείο του Ορούρο. Ο θάνατος αυτός αύξησε τις εντάσεις και τις διαμαρτυρίες, που επεκτάθηκαν και σε άλλα τμήματα της πόλης. Η φοιτητική κοινότητα κήρυξε 48ωρο πένθος. Το νεκρό ξενύχτησαν οι συμφοιτητές του στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου, που στάθηκαν τιμητική φρουρά γύρω από το φέρετρο, ενώ στο πένθος συμμετείχαν και τα υπόλοιπα πανεπιστήμια της χώρας.
Ο Μπαριέντος, σε ακρόαση που παραχώρησε σε μερικούς διοικητές και αξιωματούχους της ασφάλειας, είπε ότι οι ένοπλες δυνάμεις και η αστυνομία ήταν οι οργανισμοί που θα έπρεπε να βοηθήσουν να τηρηθεί η σταθερότητα του έθνους. Είπε ακόμα: "Πρέπει να πάρουμε μέτρα δραστικά αλλά και αποτελεσματικά (...), γιατί παρ' όλο που υπάρχουν ένοπλοι αντάρτες στη νοτιοανατολική ζούγκλα, εδώ, στις πόλεις, οι αντάρτες χρησιμοποιούν την απεργία, τη βία, το συναίσθημα". Είπε ακόμα ότι, αυτές τις στιγμές, τόσο οι ένοπλες δυνάμεις όσο και η αστυνομία βρίσκονταν σε κατάσταση άμυνας. Αναφερόμενος στους αντάρτες είπε: "Αυτοί κάνουν ό,τι θέλουν. Σηκώνουν πότε τη μία και πότε την άλλη σημαία".
Μετά απ' αυτές τις δηλώσεις, η καταστολή στράφηκε ειδικά ενάντια στους συγγενείς των ανταρτών. Οποιοσδήποτε θεωρούνταν ύποπτος ή είχε συγγένεια με τους αντάρτες, τον κατηγορούσαν. Τα σπίτια που είχε νοικιάσει και προετοιμάσει η CIA στην πλατεία Ισαμπέλ Λα Κατόλικα, όπως και στην τουριστική ζώνη της Σοράτα, είχαν καταληφθεί μόνιμα και οι πράκτορες της CIA έπαιρναν μέρος προσωπικά στις ανακρίσεις.
Ο κατάλογος των συλληφθέντων ήταν μακρύς. Οι βολιβιανές αρχές είχαν δώσει το πράσινο φως για να συλληφθούν δεκάδες άτομα.
Στο Καμίρι, κλάπηκαν όλα τα έγγραφα για την υπεράσπιση του Ρεζί Ντεμπρέ. Πυροβόλησαν τον πατέρα του, για να τον τρομοκρατήσουν και να τον αναγκάσουν να φύγει από τη χώρα. Στο μεταξύ, οι βολιβιανές μυστικές υπηρεσίες και η CIA υπέβαλλαν από το Μάη σε εξονυχιστικούς ελέγχους τη μητέρα του Ντεμπρέ, με ειδικές οδηγίες να υποκλέπτονται όλες οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις της, τόσο στη Βολιβία, όσο και στο Παρίσι. Η CIA παρακολουθούσε στενά και έκανε τηλεφωνικές υποκλοπές και στους κυρίους Ντομινίκ Πονσαντιέ, πρέσβη της Γαλλίας στη Βολιβία, και Ζεράρ Μπαρτελέ, μορφωτικό ακόλουθο. Οι αξιωματούχοι της CIA θεωρούσαν ότι ο Γάλλος μορφωτικός ακόλουθος δεν ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης, γιατί σε ιδιωτικές συζητήσεις εξέφραζε τη συμπάθειά του προς το συμπατριώτη του Ρεζί Ντεμπρέ. Γι' αυτό και μιλούσαν γι' αυτόν με περιφρονητικό τρόπο και σχολίαζαν αρνητικά το γεγονός ότι είχε παντρευτεί μια μιγάδα αϊτινής καταγωγής.
Σε ειδική τηλεφωνική παρακολούθηση υπέβαλε η CIA τη γυναίκα του Σίρο Ρομπέρτο Μπούστος, Αννα Μαρία Κάστρο. Το ίδιο έκαναν με την Ελίζαμπεθ Μπούργος, φίλη του Ρεζί Ντεμπρέ.
Η καταστολή, όμως, δεν τελείωσε το Σεπτέμβρη. Συνεχίστηκε κάθε φορά και με μεγαλύτερη ένταση. Υπολογίζεται ότι πάνω από 200 άτομα συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν σαν συνεργάτες των ανταρτών.
ΑΥΡΙΟ ΤΟ 18ο ΜΕΡΟΣ