Κυριακή 8 Γενάρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Χαραλάμπης

Παπαγεωργίου Βασίλης

- Ξεγυμνωθείτε εντελώς, και το σώβρακο! διέταξε ο υπαξιωματικός.

- Και το σώβρακο; μουρμούρισε κι έσφιξε τα δόντια, για να μην ακουστεί η φωνή του, ο Χαραλάμπης.

- Σουτ! του είπε ο γείτονάς του, που έτυχε να καταταγούν μαζί στο ίδιο κέντρο εκπαιδεύσεως, και συμπλήρωσε μέσ' απ' τα δόντια: «Εδώ θα κάνεις ό,τι προστάζουν, χωρίς αντίλογο, δε σηκώνει κουβέντα, πετάει ο γάιδαρος; πετάει! γκέκε;».

Αν κατάλαβε, λέει... τι σόι Αρβανίτης ήταν; Ο πατέρας του από τα Βίλια κι η μάνα του, μια γυναικάρα πελώρια που αράδιαζε τα μωρά τόνα πίσω απ' τ' άλλο, χοντροκαμωμένα και βραδυκίνητα. Σαν παίζανε μικρά, διακρίνονταν για τη νωθρότητα και την πνευματική τους δυσκαμψία. Είχαν δύναμη βουβαλιού, ολοστρόγγυλα σαν ολόγιομο φεγγάρι πρόσωπα κι έμοιαζαν σαν σταγόνες νερού μεταξύ τους.

Με το σχολειό δεν τα πήγαινε καλά ο Χαραλάμπης. Αντί για βιβλία και τετράδια, ξεροκόμματα κουβαλούσε μαζί του. Ζήτημα αν έμαθε να διαβάζει τελικά. Γι' αυτό και όταν του δώσανε να ρίξει κάποτε προκηρύξεις, τόκανε με μεγάλη ευχαρίστηση χωρίς να μπορέσει να καταλάβει το μέγεθος... του εγκλήματος που διέπραττε. Το κατάλαβε μετά στη φυλακή, αφού φρόντισαν να τον κάνουν πρώτα τ' αλατιού.

- Μαρτύρα, ποιος σου τις έδωσε...

Τσιμουδιά δεν έβγαλε και η μόνη του απάντηση ήταν «δεν ξέρω τίποτα».

- Γράμματα ξέρεις; ρώτησε ο υπαξιωματικός, αφού πρώτα τον ανάγκασε να ξεγυμνωθεί, όπως και τους άλλους στρατευμένους.

Βρε μπελάς αυτά τα γράμματα, και στην αστυνομία και στο στρατό είναι το πρώτο πράμα που ρωτάνε. Τι γράμματα ξέρεις; Κι ενώ αυτός δεν τα κατάφερε να μάθει, είδε με έκπληξη πόσα έχουν γραφεί για την ταπεινότητά του. Πυκνογραμμένες σελίδες υπογραμμισμένες μεριές μεριές με κόκκινο μολύβι. Ε, και να 'ξερε τι γράφουν...

- Πο, πο, εσύ τα 'κανες όλ' αυτά; τον ρώτησε ο στρατολόγος στον οποίο παρουσιάστηκε μετά τον υγειονομικό έλεγχο κι αφού εκρίθη «ικανός προς κατάταξιν». Σκέψου να 'ξερες και γράμματα, ψέλλισε και ζύγισε τον παραφουσκωμένο φάκελο με την παλάμη. Καλό πράμα του λόγου σου, είπε δυνατότερα και κοιτάζοντας τον στρατεύσιμο κατάματα απόσωσε: Και δε σου φαίνεται κακομοίρη. Τα τελευταία λόγια τα είπε με συμπάθεια καθώς η ματιά του αντάμωσε με το αθώο βλέμμα τον Χαραλάμπη. Μόνο κακίες και πονηριές δε φώλιαζαν στα μικρά καλοσυνάτα ματάκια του που μοιάζανε φωλίτσες σπούργων κάτω από το κούτελο. Και ήταν τόσο παράταιρα με το βουβαλώδες μέτωπό του.

Το ότι δεν έμαθε γράμματα το θεωρούσε «ευτύχημα» γιατί αν ήξερε, θα 'χε μεγαλύτερα τραβήγματα καθώς η ζωή κυλάει από λούμπα σε λούμπα. Ελα όμως που έρχεται κάποια στιγμή όπως αυτή που θες ν' ανοίξεις την καρδιά σου και να στείλεις δυο λόγια στη μάνα που προσμένει μήνυμα.

Τότε που έπρεπε να ζοριστεί στο θρανίο, αυτός την άραζε στην αλάνα μαζί με άλλους προκομμένους και σκάβανε υπόγειες στοές κάτω από το γρασίδι, όταν δεν παίζανε ποδόσφαιρο. Μήνες κράτησε... το έργο! ώσπου τον είδε κάποτε μια γειτόνισσα την ώρα του σχολείου να παίζει με τα χώματα και τον μαρτύρησε στη μάνα του στην οποία κάθε μέρα έλεγε, όταν τον ρωτούσε τι κάνατε σήμερα: «Ωδική, γυμναστική και αστεία!» γι' αυτό δεν είχε διαβάσματα. Ετσι τον είχε δασκαλέψει να λέει ο Κόκος που ήτανε... ο αρχιτέκτονας της κοπάνας.

Πριν πιάσουνε... δουλιά στην αλάνα, ο Παπα-Νικόλας ο δάσκαλος, τους σήκωσε στο μάθημα της Γεωγραφίας και ζήτησε να βρουν στο χάρτη την πρωτεύουσα. Και οι δυο ψάχνανε στην Αλεξανδρούπολη μέσα σε απερίγραπτη πλάκα στην αίθουσα. Κατόπιν αυτού ο παπάς τους κάλεσε να τοποθετήσουν τις παλάμες τους στην έδρα και με την αρμαθιά τα κλαδιά, που δεν αποχωριζόταν, τους μάτωσε τα χέρια... για να μάθουν! Ε, αυτό ήταν, από κείνη τη μέρα δεν ξαναπάτησαν στο παραγκένιο σχολειό. Από αλάνα σε αλάνα περνούσαν τον καιρό τους με τη σάκα στην πλάτη που άνοιγε μόνο για να βάλουν και να βγάλουν το προσφάι τους.

Μετά που άρχισε να καταλαβαίνει τη χρησιμότητα της γραφής και της ανάγνωσης, το πουλί είχε πετάξει, βγήκε στη γύρα να πουλάει κουλούρια. Πρωτότοκος υιός, βλέπεις, και η φαμίλια όλο μεγάλωνε. Τα δυο μονάχα χέρια του πατέρα δε φτάνουν για να μπουκώσουν τόσα στόματα.

Στην Κατοχή τα κουλούρια έγιναν η πιο γλυκιά του ανάμνηση. Τη μιζέρια τη διαδέχτηκε η φριχτή φτώχεια. Πολλά συνομήλικά του τα θέρισε ο λιμός, αυτός άντεξε...

Η απελευθέρωση από τους Γερμανούς τον βρήκε να βοηθάει τον πατέρα του στο λιμάνι. Φορούσε ακόμα κοντό παντελόνι γιατί δεν υπήρχε μακρύ κι αυτός ήταν ο καημός τους, βιαζόταν να γίνει άντρας για... να παντρευτεί τη Μαρίτσα που αγαπούσε τρελά χωρίς εκείνη να έχει ιδέα!

Την έφερνε στη σκέψη του διαρκώς κι ένιωθε πανευτυχής και μόνο που την έβλεπε να περνά φευγαλέα από μακριά. Ηθελε να τρέξει κοντά της να την κοιτάξει στα μάτια, να της χαϊδέψει αθώα τις μπούκλες, να της πει πως την αγαπά περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, αλλά δεν τολμούσε ούτε να διασταυρώσει τη ματιά του με τη δική της.

Τουλάχιστο να 'χε ένα μακρύ παντελόνι! Πούντο;

Η καλή γειτόνισσα κυρα-Θοδώρα ανέλαβε πρόθυμα να προσθέσει μπατζάκια στο κοντοβράκι του και να το μακρύνει. Με μια ραφή της έμπειρης μοδίστρας, ο Χαραλάμπης έγινε έφηβος με τα όλα του, έτοιμος για... παντρειά!

Λίγο αργότερα τον πιάσανε με τις προκηρύξεις και μάταια περίμενε το κορίτσι να τον επισκεφτεί στην ψειρού. Αυτό του κόστισε αφάνταστα στην αρχή, μετά το πήρε απόφαση ότι δεν αισθάνεται και η Μαρίτσα ό,τι αυτός και όταν τον άφησαν ελεύθερο δεν ξαναπέρασε από το σπίτι της. Τη θεωρούσε άπιστη, χωρίς εκείνη να γνωρίζει τίποτα μα και αν εγνώριζε σ' αυτόν τον κεφάλα θα έδειχνε την προτίμησή της; «Υπάρχουν τόσα άλλα παιδιά πιο ξύπνια και σουλουπωμένα. Ασε που είμαι κι αγράμματος επιπλέον», τη δικαιολογούσε.

Μια μέρα συνελήφθη στο λιμάνι γιατί περιφερόταν μπροστά σ' ένα ρώσικο καράβι και επειδή δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει την εκεί παρουσία του, τον κλείσανε πάλι μέσα για ανακρίσεις.

- Εχεις χάρη που είσαι αγράμματος, του είπαν στο τμήμα και τον διώξανε την επομένη.

- Ας είναι καλά ο Παπα-Νικόλας, που παράτησε το σχολείο γιατί θα είχα μεγαλύτερους μπελάδες, σκέφτηκε, τότε, τώρα όμως πώς θα γράψει δυο λόγια στη μάνα του από το στρατό; Με ποιο τρόπο θα της μεταδώσει τα αισθήματά του και τις απορίες του για ό,τι ακούει και βλέπει; Βέβαια ο παιδικός του φίλος, ο Βαγγέλης, που συνυπηρετούσαν στον ίδιο λόχο δε θα 'χε αντίρρηση να του γράψει δυο λόγια, άλλο είναι όμως να το κάνεις εσύ ο ίδιος. Σ' αυτά τα πράματα δε χρειάζονται μεσάζοντες. Η ζεστασιά της αγάπης κρυώνει από χέρι σε χέρι.

Οταν δεν έχει ασκήσεις, αγγαρεία ή θεωρία, πλαγιάζει με τα ρούχα στο ράντζο να ξαποστάσει και βλέποντας ολόγυρα όπλα και μπαλάσκες, κάνει τη σκέψη: γιατί όλ' αυτά; Πριν ξεκαθαρίσει στο αργόστροφο μυαλό του ορισμένα πράματα, τον ξεσηκώνει κάθε φορά ο σαλπιγκτής, πότε για φαΐ, πότε για... χέσιμο! Κάποτε βόγκηξε: μάνα γιατί με γέννησες, στο ύπαιθρο ευτυχώς, γιατί και οι τοίχοι έχουν αυτιά!

Τελικά στάθηκε τυχερός. Χωρίς «μέσον», χωρίς να παριστάνει τον τρελό όπως κάτι άλλοι, τον φώναξαν ξαφνικά και δίνοντάς του ένα χαρτί με επίσημες βούλες και υπογραφές, του είπαν:

- Φύγε!

- Να πάω πού;

- Στο σπίτι σου!

Πελαγωμένος βρήκε το γειτονάκι του, που ήταν ο μόνος που εμπιστευόταν σ' αυτή τη βλοσυρή σύναξη και του 'δωσε να διαβάσει το έγγραφο που έλεγε, ότι απολύεται λόγω... (αυτό πώς να το πει;) ηλιθιότητος. Λόγω... λόγω αγραμματοσύνης, έκανε ο άλλος.

Μωρέ καλά λέω εγώ, ας είναι καλά ο παπαδάσκαλος που δεν ξεσκόλισα και πέταξε το σκούφο του από χαρά.


Του
Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Τα γράμματα(2008-03-09 00:00:00.0)
Να κάψουμε τα όπλα(2007-12-09 00:00:00.0)
Μια πορτοκαλάδα(2007-10-14 00:00:00.0)
Ανοιξε τα γκαβά σου(2005-06-14 00:00:00.0)
Οι σημειώσεις ενός θεατή(2004-07-04 00:00:00.0)
Φύγε, Τζόνι...(1999-04-07 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ