Κυριακή 11 Ιούνη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΔΙΕΘΝΗ
ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
Ενοχοι κηρύχτηκαν οι πολιτικοί ηγέτες του ΝΑΤΟ για τον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας

Μετά από διήμερη, ακροαματική διαδικασία (2-3 Ιούνη) το «Διεθνές Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τον πόλεμο του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας» στο Βερολίνο, κήρυξε ενόχους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες των 19 κρατών - μελών του ΝΑΤΟ ότι: δόλια, μετά από αρκετή προετοιμασία, χωρίς να υπάρχουν ανθρωπιστικοί λόγοι, χωρίς εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, παραβιάζοντας τις καταστατικές αρχές του ΟΗΕ και του Διεθνούς Δικαίου, τις συνταγματικές αρχές διαφόρων κρατών, τις ίδιες τις ιδρυτικές αρχές του ΝΑΤΟ διεξήγαγαν καταστροφικό πόλεμο εναντίον ενός κράτους - μέλους του ΟΗΕ με απρόβλεπτες συνέπειες για την τύχη του γιουγκοσλαβικού και άλλων λαών της περιοχής. Ο πόλεμος κατά της Γιουγκοσλαβίας απέδειξε ότι αποτελεί ένα προηγούμενο για την επιβολή του νέου στρατηγικού στόχου του ΝΑΤΟ, επέμβασης και πολέμου σε διεθνή κλίμακα στον 21ο αιώνα.

Η απόφαση του δικαστηρίου, όπως και αυτή του παρόμοιου δικαστηρίου στις 10 Ιούνη στη Νέα Υόρκη, θα υποβληθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για να κληθούν οι ένοχοι να δικαστούν για διάπραξη εγκλημάτων πολέμου.

Η δίκη έγινε στην ευαγγελική «Εκκλησία του Αγίου Σταυρού» της συνοικίας Κρόιτσμπεργκ του Βερολίνου και ο ευρύτατος χώρος της ήταν ως την τελευταία γωνία κατειλημμένος από Βερολινέζους, άλλους Γερμανούς και ξένους αγωνιστές και φίλους της ειρήνης που επανειλημμένα εκδήλωσαν οργή και αγανάκτηση για τα ΝΑΤΟικά εγκλήματα στη Γιουγκοσλαβία.

Φορείς της δίκης υπήρξαν πάνω από σαράντα οργανώσεις ειρήνης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκκλησιών και διάφορων επαγγελματικών οργανώσεων από 15 χώρες της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Από τις ίδιες χώρες νομομαθείς, επιστήμονες και άλλοι αντιπρόσωποι αποτέλεσαν ένα είδος ενόρκων, που στο διήμερο της ακροαματικής διαδικασίας άκουσαν την ανάγνωση του κατηγορητηρίου (καταθέσεις), από αυτόπτες μάρτυρες και εμπειρογνώμονες - γνωστούς διεθνολόγους, συνταγματολόγους και άλλους νομικούς - και έθεσαν σειρά από ερωτήσεις για να σχηματίσουν πλήρη και αντικειμενική εικόνα της κατάστασης στη διάρκεια της προετοιμασίας και διεξαγωγής του πολέμου και μετά τον πόλεμο.

Το δικαστήριο είχε αποστείλει το κατηγορητήριο σε όλους τους κατηγορούμενους πολιτικούς και στρατιωτικούς του ΝΑΤΟ και τους είχε καλέσει οι ίδιοι ή με αντιπροσώπους να παραστούν στη δίκη. Κανείς δεν αντέδρασε και τις ίδιες ώρες στο Βερολίνο - ίσως σκόπιμα - διεξήχθη η συνάντηση για τη λεγόμενη «μοντέρνα διακυβέρνηση στον 21ο αιώνα» με επικεφαλής τον Κλίντον.

Το δικαστήριο είχε διορίσει δύο δικηγόρους υπεράσπισης, τη Ρωσίδα επαγγελματία δικηγορίνα Βαλεντίνα Στράους και έναν γνωστό Γερμανό συνάδελφό της. Αλλά και αυτοί μεταβλήθηκαν ουσιαστικά σε δικηγόρους κατηγορίας. Γιατί αναγκάστηκαν να παραδεχτούν την εγκληματικότητα του ΝΑΤΟικού πολέμου και οι αμφισβητήσεις τους περιστράφηκαν στο γεγονός ότι το κατηγορητήριο είχε ελλείψεις. Οτι π.χ. αυτό δε συμπεριέλαβε και τους βουλευτές των 19 κρατών του ΝΑΤΟ ή τα ΜΜΕ που προετοίμασαν ψυχολογικά την κοινή γνώμη κατά της Γιουγκοσλαβίας ή επίσης τις χώρες που έθεσαν τα εδάφη τους στη διάθεση της πολεμικής μηχανής του ΝΑΤΟ.

Την προεδρική έδρα του δικαστηρίου είχε καταλάβει ο γνωστός διεθνολόγος Νόρμαν Πεχ (Αμβούργο) και την εισαγγελική τρεις νομικοί - Ούλριχ Ντοστ (Βερολίνο), Πιερ Καλντόρ (Παρίσι) και ο καθηγητής, ακαδημαϊκός και βουλευτής Βέλκο Βαλκάνεφ (Σόφια). Επικεφαλής του τμήματος «ακρόασης» (Χάριγκ) του δικαστηρίου, αποτελούσαν ο νομικός καθηγητής Βόλφγκανγκ Ρίχτερ και η Λάουρα Βίμερσπεργκ.

Σαν παράδειγμα για τους ειδικούς και πραγματογνώμονες που κατέθεσαν αναφέρω τον καθηγητή διεθνολόγο Εριχ Μπούχολτς (Βερολίνο), τον πολιτειολόγο Τομπίας Πφλέγκερ (Τίμπινγκεν), τον γνωστό δημοσιογράφο Εκαρτ Σπάο (Ανόβερο), τον απόστρατο γερμανό αντιναύαρχο Ελμαρ Σμέλινγκ, τον πρώην πρεσβευτή της ΓΛΔ στο Βελιγράδι Ραλφ Χάρτμαν.

Από τη ρωσική Δούμα προσήλθε σαν επίσημος απεσταλμένος της ο Γενάντι Ιβάνοβιτς Ράικοφ που κατέθεσε έκθεση της διακομματικής επιτροπής της ρωσικής Βουλής με τον τίτλο «Επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας» ένα κατηγορητήριο των Ρώσων βουλευτών κατά του ΝΑΤΟ.

Οι λυγμοί των γιουγκοσλάβων μαρτύρων

Αποκορύφωμα της ακρόασης μαρτύρων υπήρξε η κατάθεση πέντε αυτοπτών Γιουγκοσλάβων - δύο γυναικών και τριών ανδρών που έχασαν μέλη των οικογενειών τους κατά τους βάρβαρους βομβαρδισμούς και οι δύο γυναίκες σε πολλά σημεία αναγκάστηκαν να σταματήσουν την κατάθεση, γιατί πνίγονταν από τους λυγμούς. (Το ακροατήριο εκδήλωσε την αλληλεγγύη και συμπάθειά του, κραυγάζοντας «αίσχος» στο ΝΑΤΟ).

Ο καθηγητής δρ. Μιόντρα Ζέτσεβιτς (Βελιγράδι) δήλωσε ότι οι βομβαρδισμοί στοίχισαν 2.000 νεκρούς από τον αστικό πληθυσμό, από τους οποίους το 30% παιδιά. Δέκα χιλιάδες υπήρξαν οι τραυματίες, από τους οποίους το 40% παιδιά. Τριακόσιες χιλιάδες είναι τα ψυχικά τραυματισμένα παιδιά. Από τις καταστροφές της βιομηχανίας 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν μερικά τις θέσεις εργασίας και 600.000 είναι τελείως άνεργοι. Διακόσιες χιλιάδες είναι οι Σέρβοι πρόσφυγες από το Κόσσοβο. Το οικονομικό εμπάργκο κατά της Γιουγκοσλαβίας - είπε - μπορεί να καταλήξει τον ερχόμενο χειμώνα σε γενοκτονία και απαίτησε την άρση του.

Το κείμενο της απόφασης

Το κείμενο της καταδικαστικής απόφασης, που ψηφίστηκε ομόφωνα από τα μέλη του δικαστηρίου και έγινε δεκτό με ζωηρότατα χειροκροτήματα από το ακροατήριο, έχει έκταση πεντέμισι σελίδων γραφομηχανής και αιτιολογεί την ευθύνη των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών του ΝΑΤΟ γενικά, και την ευθύνη της γερμανικής ηγεσίας, ειδικότερα.

Από το κείμενο αυτό δημοσιεύουμε την ακόλουθη σύντομη περίληψη:

ΕΝΟΧΟΙ,

Με την επίθεση κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ) από 24 Μάρτη ως 10 Ιούνη 1999, παραβιάστηκε η απόλυτη απαγόρευση βίας, η εδαφική κυριαρχία, σε συνδυασμό με την απαγόρευση επίθεσης, του ψηφίσματος 3314 του ΟΗΕ.

Τα κράτη του ΝΑΤΟ, χωρίς να έχουν υποστεί επίθεση από την ΟΔΓ, αποφεύγοντας, συνειδητά και με στόχο, εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ κατά τα άρθρα 39, 42, 53 του χάρτη του ΟΗΕ, επιτέθηκαν στρατιωτικά εναντίον ενός κυρίαρχου κράτους, που σημαίνει βαριά παραβίαση του αναγκαστικά ισχύοντος Διεθνούς Δικαίου.

Η επίθεση αυτή δε δικαιολογείται - όπως ισχυρίστηκαν η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και άλλες κυβερνήσεις του ΝΑΤΟ - ότι πρόκειται για μια πράξη βοήθειας σε κατάσταση ανάγκης μέσω μιας έτσι λεγόμενης ανθρωπιστικής επέμβασης... Κατά την άποψη του δικαστηρίου, που σχημάτισε με βάση τα αποδεικτικά μέσα και τις εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων, έλειπαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για μια τέτοια ανθρωπιστική επέμβαση. Ναι μεν υπήρξαν (πριν τους βομβαρδισμούς) ανθρώπινα θύματα και καταστροφές και από τις δύο πλευρές, αλλά αυτά προκλήθηκαν από τον εμφύλιο πόλεμο που κηρύχτηκε μεταξύ του αποχωριστικού UCK και του γιουγκοσλαβικού στρατού, που όμως δε δικαιολογούν τον εντελώς εξαιρετικά ασυνήθιστο χαρακτηρισμό μιας «ανθρωπιστικής καταστροφής».

Ακόμα και στην περίπτωση που θα υπήρχε ανθρωπιστική επέμβαση - πράγμα που το δικαστήριο δε δέχεται - γεγονός είναι ότι το ΝΑΤΟ όχι μόνο δεν πέτυχε το στόχο που ισχυρίζεται ότι επιδίωκε, αλλά η κατάσταση χειροτέρευσε δραματικά. Ο αριθμός των προσφύγων και εκδιωχθέντων όπως επίσης των νεκρών, τραυματιών και αυτών που έχασαν τα υπάρχοντά τους πολλαπλασιάστηκε με την έναρξη των βομβαρδισμών.

Γερμανοί ηγέτες παραβίασαν τη συμφωνία Δύο συν τέσσερα μεταξύ των δύο γερμανικών κρατών, επίσης τη συμφωνία τους ότι από το γερμανικό έδαφος δε θα εκκινήσει ποτέ πια πόλεμος όπως επίσης διατάξεις του (δυτικο)γερμανικού Συντάγματος.

«Το δικαστήριο εκφράζει την ανησυχία του ότι ο πόλεμος κατά της Γιουγκοσλαβίας στη διατύπωση της νέας στρατηγικής σύλληψης του Απρίλη του 1999 απέκτησε γεωστρατηγική σημασία που ξεπερνώντας τα Βαλκάνια την κάνει μοντέλο μελλοντικής στρατιωτικής τάξης πραγμάτων στον ευρωασιατικό χώρο. Για να εμποδιστεί μια τέτοια παγκοσμιοποίηση στρατιωτικών ηγεμονικών μηχανισμών είναι χωρίς άλλο αναγκαίο να εξεταστούν και στη συνέχεια οι προπαρασκευαστικοί όροι, οι στόχοι και οι επιπτώσεις του πολέμου κατά της Γιουγκοσλαβίας και ταυτόχρονα να στραφεί η προσοχή στην ενδεχόμενη γεωστρατηγική προοπτική».

Το δικαστήριο απορρίπτει τον ΝΑΤΟικό χαρακτηρισμό «παράπλευρες» βλάβες, εξηγεί ότι πρόκειται για καταστροφές από «πρόθεση», τις οποίες υπέστη ο λαός και η υποδομή της Γιουγκοσλαβίας και ότι π.χ. οι περίπου 10 τόνοι απεμπλουτισμένου ουρανίου που ρίχτηκαν στη Γιουγκοσλαβία αποτελούν «ωρολογιακή βόμβα» για την υγεία του πληθυσμού που η χρονική διάστασή τους είναι αδύνατο να προσδιοριστεί ακριβώς.

«Δεν μπορούμε να αφήσουμε αμνημόνευτο το γεγονός», υπογραμμίζει η απόφαση, «ότι αρκετά γειτονικά κράτη της Γιουγκοσλαβίας όπως η Μακεδονία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Αλβανία, η Βοσνία - Ερζεγοβίνη και άλλα, με την παραχώρηση δικαιωμάτων πτήσεων πάνω απ' αυτά, με τη διάθεση βάσεων κλπ. έγιναν ένοχα τουλάχιστον βοήθειας για την παραβίαση των κανόνων δικαίου».

Ο πόλεμος των 78 μερών βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας απομακρύνθηκε πάρα πολύ από τους νόμους του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και πρόταξε τη βία πάνω από το νόμο.

Η τελευταία παράγραφος της απόφασης υπογραμμίζει: «Αυτός ο πόλεμος δεν επιτρέπεται να αποτελεί το μοντέλο μιας νέας, παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Πρέπει επιτέλους να καταστήσουμε σαφές στους πολιτικούς και στρατιωτικούς ότι με τον πόλεμο δε σώζονται ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα ούτε ο πολιτισμός, ότι ο πόλεμος δεν επιτρέπεται πια να αποτελεί μέσο της πολιτικής».

Το δικαστήριο της Χάγης

Ο νομομαθής πρόεδρος του δικαστηρίου καθηγητής δρ. Νόρμαν Πεχ, δήλωσε την πρώτη μέρα της δίκης ότι πρόκειται αποκλειστικά για τη «νομική εκτίμηση του πολέμου του ΝΑΤΟ» και ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι ένα «μονόφθαλμο δικαστήριο» που χρηματοδοτείται από το ΝΑΤΟ.

Απ' αυτό προαισθάνεται κανείς τη στάση του «μονόφθαλμου» δικαστηρίου, όταν η απόφαση του Βερολίνου αποσταλεί στη Χάγη.

Αλλά υπάρχει και η δύναμη των κινημάτων ειρήνης για να απαλλάξουν τη Γιουγκοσλαβία από την κατοχή του ΝΑΤΟ και να βάλουν φραγμό και σε άλλες παρόμοιες πολεμικές επεμβάσεις.


Θανάσης Βόρειος


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ