Την πλήρη αντίθεσή του εκφράζει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθήνας (ΔΣΑ) στο νομοσχέδιο για το «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος», με το οποίο η κυβέρνηση επιχειρεί να ενσωματώσει την κοινοτική οδηγία 2003/96/ΕΚ στην ελληνική νομοθεσία.
Ειδικότερα, το ΔΣ του ΔΣΑ συνεδρίασε αποκλειστικά γι' αυτό το θέμα, παρόντων των αντιπροσώπων της Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, και ομόφωνα έκρινε ότι οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου «αποτελούν διατάξεις εφιαλτικές».
Σε ανακοίνωσή του ο ΔΣΑ αναφέρει ότι σε συνεργασία με όλους τους επιστημονικούς φορείς, καθώς και εκπροσώπους του κοινωνικού, εργασιακού χώρου κλπ., θα ζητήσει την απόσυρση του νομοσχεδίου και θα αντισταθεί «στην προσπάθεια επιβολής νομοθετημάτων που καταλύουν κάθε κράτος δικαίου».
Να υπενθυμίσουμε ότι με το νομοσχέδιο των υπουργείων Οικονομικών και Δικαιοσύνης και με πρόσχημα το «ξέπλυμα χρήματος», η κυβέρνηση επιχειρεί να ενσωματώσει στο εθνικό Δίκαιο τις κοινοτικές ντιρεκτίβες και να θωρακίσει το οπλοστάσιό της απέναντι σε όσους αμφισβητούν το υπάρχον κοινωνικό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό διευρύνει τόσο τις κατηγορίες των λεγόμενων βασικών εγκλημάτων όσο και τις κατηγορίες νομικών και φυσικών προσώπων που υποχρεώνονται να παράσχουν «πληροφόρηση» στους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής.
Ετσι, θεωρούνται αδικήματα ενέργειες που το κεφάλαιο θεωρεί ότι στρέφονται σε βάρος της «προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».
Ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι η διάταξη που αφορά τους δικηγόρους και ουσιαστικά θέλει να είναι χαφιέδες των διωκτικών αρχών. Χαρακτηριστικά, προβλέπεται η σύσταση επιτροπής από δικηγόρους, η οποία θα λαμβάνει και στη συνέχεια θα μεταβιβάζει στις κρατικές αρχές τυχόν «πληροφορίες».
Στην ανακοίνωσή του ο ΔΣΑ, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Τυχόν υιοθέτηση αυτών των διατάξεων θα είναι συγκλονιστική, αφού κανείς δεν μπορεί με ασφάλεια να προβλέψει τις εφιαλτικές συνέπειες και επιπτώσεις μιας τέτοιας νομοθεσίας στην ελληνική κοινωνία».
Επίσης, ο ΔΣΑ επισημαίνει ότι με το νομοσχέδιο αυτό «ο κάθε πολίτης θα είναι έρμαιο των διαθέσεων και αυθαιρεσιών κάθε είδους αρχών, με το ενδεχόμενο να παραπεμφθεί εύκολα για "ξέπλυμα βρώμικου χρήματος" που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος».