Πέμπτη 18 Μάη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗΝ ΟΝΕ
Γενικοί «έπαινοι», αλλά και συγκεκριμένες επιταγές

Μόνο οι κομμουνιστές τοποθετήθηκαν αρνητικά στην εισηγητική έκθεση

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οφείλει να γνωμοδοτήσει σε σχέση με την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και τη θετική «έκθεση» παρουσίασε στην Ολομέλεια ο εισηγητής, Λουξεμβούργιος ευρωβουλευτής Ρ. Γκέμπελς. Εκτός από τους κομμουνιστές, όλες οι ευρω-ομάδες τοποθετήθηκαν θετικά υπέρ της έκθεσης και αναμένεται σήμερα να ψηφίσουν «υπέρ» της ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ, παρόλο που θα υπάρξουν αρκετές ουδέτερες ή αρνητικές ψήφοι ευρωβουλευτών.

Οι όποιες «τροπολογίες» εκ μέρους ιδιαίτερα των Γερμανών χριστιανοδημοκρατών ή αντιρρήσεις Βρετανών «ευρωσκεπτικιστών» δεν αφορούν την ουσία της ελληνικής περίπτωσης, αλλά άλλους στόχους και συμφέροντα για το σύνολο της ευρωπαϊκής πολιτικής και τους συσχετισμούς ισχύος μεταξύ των ευρωπαϊκών «μεγάλων δυνάμεων». Αυτός είναι και ο λόγος που η έκθεση Γκέμπελς δεν προβλέπει «τροποποιήσεις», θα ψηφιστεί ολόκληρη και, όπως δήλωσε ο εισηγητής, «η απάντηση του γνωμοδοτούντος Κοινοβουλίου δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική» αφού, μάλιστα, «δεν εναπόκειται στο Κοινοβούλιο να επαληθεύσει εκ νέου τα οικονομικά και στατιστικά στοιχεία που δημοσίευσαν η Κομισιόν και η ΕΚΤ».

Οι προτεινόμενες «τροπολογίες» των Γερμανών χριστιανοδημοκρατών ευρωβουλευτών «εξ ονόματος» του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) θα γίνουν στην άλλη έκθεση του Ισπανού Π. Ρουίζ για τα 15 «Προγράμματα Σύγκλισης και Σταθερότητας» (ΠΣ), παρόλο που όλες λαμβάνουν αφορμή από την ελληνική περίπτωση, αφορώντας το επίμαχο ζήτημα της «διατηρησιμότητας» των επιδόσεων, στα πλαίσια των επιταγών της ΟΝΕ, του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας. Ετσι, το ενδιαφέρον δεν εστιάζεται στο προκαθορισμένο αποτέλεσμα, αλλά στο πώς περιγράφεται η «προσπάθεια σύγκλισης» της Ελλάδας μέχρι τώρα και τι αναμένεται να συμβεί.

«Συνεπής προσπάθεια»

Σύμφωνα με την έκθεση Γκέμπελς και με τίτλο «συνεπής προσπάθεια», η εκτίμηση είναι ότι «οι οικονομικές πρόοδοι της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια είναι αξιοσημείωτες, ιδιαίτερα για μια χώρα που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 θεωρούνταν γενικά ως ο σοβαρότερος οικονομικός ασθενής της ΕΕ». Η εκτίμηση στηρίζεται στην περιοδική έκθεση της τράπεζας Ρατίβαs, όπου σημειώνεται ότι «η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να περηφανεύεται ότι πέτυχε σημαντικές οικονομικές προόδους σε σύντομο χρονικό διάστημα, και ειδικότερα από το 1996», στη γνώμη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) ότι «η Ελλάδα εισήλθε στον ενάρετο κύκλο» (8/11/1999), στη βελτιωμένη επαναξιολόγηση διεθνών «οργανισμών», όπως η περίπτωση του Moody's και του Standard and Poors «και στη γοργή ανάπτυξη της χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης προς το ΑΕΠ μεταξύ 1998 και 1999 από 36% σε 74%».

Η έκθεση αναφέρει και τη γνώμη του ΟΟΣΑ (30/10/1998) ότι «η ελληνική οικονομία οδεύει προς τη συμμετοχή στην ΟΝΕ το 2001», αλλά «τα ελλείμματα παραμένουν σημαντικά» και υπάρχει «ιδιαίτερα ανάγκη αναμόρφωσης του τομέα των δημόσιων επιχειρήσεων, ο οποίος περιλάμβανε γύρω στις 50 επιχειρήσεις με υπεράριθμο προσωπικό 130.000 απασχολουμένων». Αυτοί δεν είναι και οι μόνοι (...) προγραμμένοι Ελληνες εργαζόμενοι.

Η έκθεση έχει γενικούς επαίνους για την κυβέρνηση «ιδιαίτερα μετά το 1996», αλλά συγκεκριμένες «επιταγές» σε σχέση με τον εργαζόμενο λαό. Επιταγές και δεσμεύσεις, που καταλαμβάνουν και το μεγαλύτερο μέρος της έκθεσης Γκέμπελς. Είναι αυτές που το ΕΚ «υπογραμμίζει, όπως και τ' άλλα ευρωπαϊκά όργανα». Μεταξύ αυτών και όλο το πάγιο αντεργατικό οπλοστάσιο, όπως «η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ενισχύσει τον αντιπληθωριστικό προσανατολισμό των μέσων οικονομικής πολιτικής που έχει στη διάθεσή της, ιδίως στους τομείς του προϋπολογισμού και της εισοδηματικής πολιτικής», «η συνεργασία όλων των κοινωνικών εταίρων, ιδίως κατά τις μελλοντικές μισθολογικές διαπραγματεύσεις, φαίνεται απαραίτητη, προκειμένου να διατηρηθεί ένα κλίμα μη πληθωριστικής ανάπτυξης», και βέβαια το (...) κερασάκι, δηλαδή «έστω κι αν επιτεύχθηκαν προσφάτως σημαντικές πρόοδοι στην Ελλάδα όσον αφορά την πραγματοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, δηλαδή στη λειτουργία του δημόσιου τομέα με την ευρεία έννοια, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να επιταχύνει το ρυθμό των μεταρρυθμίσεων που παραμένουν επιβεβλημένες, ώστε να βελτιωθούν οι όροι ανταγωνισμού και η λειτουργία των αγορών εργασίας και των αγορών προϊόντων και κεφαλαίων».

Οι άλλες εκθέσεις

Οι άλλες δύο εκθέσεις δεν αφορούσαν ειδικά την Ελλάδα, αλλά το σύνολο της ΕΕ. Εχει όμως σημασία να αναφερθούμε στην έκθεση για τους ΓΠΟΚ των 15 κρατών - μελών και γιατί ο εισηγητής είναι ο ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Γ. Κατηφόρης. Σύμφωνα με την έκθεση, «η σύσταση για το 2000 διατυπώθηκε μέσα σε συνθήκες ευνοϊκών εξελίξεων», αλλά «ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ (3%) δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνιμα» και γι' αυτό «ο καθορισμός ποσοτικών οικονομικών στόχων δεν πρέπει να υπονομεύσει τους στόχους που τίθενται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και που αποτελούν το θεμελιώδη οδηγό για τις οικονομικές πολιτικές στη ζώνη του ΕΥΡΩ».

Η αναγκαία οικονομική αύξηση «οφείλει να στηριχτεί σε ένα καθεστώς σταθερότητας των τιμών, σε δημοσιονομική πειθαρχία, λογικές (!!!) αυξήσεις μισθών, την αύξηση της παραγωγικότητας και τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, ακόμη και στην περίπτωση μείωσης των εργάσιμων ωρών». Ως βασικό εργαλείο, προτείνεται η «μεγαλύτερη απελευθέρωση του ανταγωνισμού» σε πληθώρα τομέων «ιδίως στον τομέα επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, καθώς και στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών», για τις οποίες, ειδικότερα, προτείνεται επίσπευση του «προγράμματος δράσης για το 2003 αντί για το 2005».

Η έκθεση «επιδοκιμάζει» πολλαπλώς τις αντεργατικές αποφάσεις της Λισαβόνας «για τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων κοινωνικής προστασίας και την αντιμετώπιση της γήρανσης του πληθυσμού». Ζητείται «ένας ρόλος στο δημόσιο τομέα κάπως θετικότερος από το να διατηρήσουμε απλώς ένα μαντρόσκυλο της σταθερότητας των τιμών», αλλά «απορρίπτει δημόσιες επενδύσεις για λόγους απλής διαχείρισης του οικονομικού κύκλου». Από κοντά και η έκθεση Ρ. Ρουίζ για τα «προγράμματα σύγκλισης και σταθερότητας» (ΠΣ), η οποία, ούτε λίγο - ούτε πολύ, τονίζει ότι «έχουν υπερκαλυφθεί όλοι οι δημοσιονομικοί στόχοι», αλλά αυτό «δεν οφείλεται στις ιδιαίτερες προσπάθειες των κρατών - μελών, αλλά σε παράγοντες, όπως η εξέλιξη των επιτοκίων και τα φορολογικά έσοδα, που ξεπέρασαν τα αναμενόμενα». Ως εκ τούτου, «η ευνοϊκή αυτή συγκυρία δεν μπορεί να αποτελεί λόγο για τα κράτη - μέλη να μην κάνουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα στην αγορά εργασίας».


Β. ΓΚ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ